Μπορεί το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη να μην πρόκειται να χάσουν στο άμεσο μέλλον τη θέση τους ως κορυφαία χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου, ωστόσο αντιμετωπίζουν προκλήσεις από τις αναδυόμενες αγορές στη διαχείριση των κεφαλαίων που διακινούνται μεταξύ των αναπτυσσόμενων οικονομιών.
Με τις αναπτυγμένες οικονομίες να πασχίζουν απεγνωσμένα να τα καταφέρουν και τις αναδυόμενες αγορές να ακμάζουν, όλο και περισσότερες οικονομικές συμφωνίες γίνονται εκτός των παραδοσιακών κέντρων.
Το αυξανόμενο εμπόριο μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών, οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις, οι αγορές ινδικών και κινεζικών εταιρειών και οι κινήσεις επιχειρήσεων του αναπτυσσόμενου κόσμου για άντληση κεφαλαίου, θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη των οικονομικών κέντρων στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες, σύμφωνα με τους ειδικούς του χώρου.
Για τους τραπεζίτες που συρρέουν σε πόλεις, όπως το Σαο Πάολο και η Βομβάη, η διακίνηση κεφαλαίων μεταξύ των αναδυομένων αγορών, αντιπροσωπεύει μια δελεαστική ευκαιρία να βγάλουν λεφτά.
«Το Λονδίνο δεν μπορεί κατά πάσα πιθανότητα να διατηρήσει το ρόλο του ως το κέντρο των κεφαλαιακών αγορών για τις αναδυόμενες αγορές, νομίζω ότι θα αντικατασταθεί πλήρως τα επόμενα δυο-τρία χρόνια, δηλώνει ο Στίβεν Τζένινγκς, διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής τράπεζας Renaissance Capital, η οποία έχει έδρα στη Μόσχα.
«Οι υψηλοί φόροι, οι εντισχυμένοι έλεγχοι και οι δυσμενείς πολιτικές μετανάστευσης λειτουργούν κατά του City», προσθέτει ο Τζένινγκς.
Οι ενδείξεις των διαρκώς μεταβαλλόμενων επενδυτικών ροών, αφθονούν. Οι κινεζικές επενδύσεις αυξάνονται σε Αφρική, Νότια Αμερική και Νοτιοανατολική Ασία, οι ρωσικές και οι κεντροασιατικές εταιρείες φυσικών πόρων, κάνουν ουρά για να καταγραφούν στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ και η τοποθέτηση 2,2 δισ. δολαρίων από την UC Rusal χαρακτηρίζεται ως απλώς «η κορυφή του παγόβουνου».
Οι κινεζικές τράπεζες δίνουν δάνεια στον αναπτυσσόμενο κόσμο και οι βραζιλιάνικες μπαίνουν σε Νότια Αφρική και Ρωσία, όπως παρατηρεί ο διευθύνων σύμβουλος των λατινοαμερικανικών επιχειρήσεων της νοτιοαφρικάνικης Standard Bank, Εδουάρδο Θεντόλα.
Έναντι των αντιπάλων τους από τις αναδυόμενες αγορές, τόσο το Λονδίνο, όσο και η Νέα Υόρκη έχουν ένα μακρύ κατάλογο πλεονεκτημάτων, τα οποία εκτείνονται από τους χαλαρούς κεφαλαιακούς ελέγχους και το ισχυρό κράτος δικαίου μέχρι τις γερές υποδομές και την υψηλή ποιότητα σχολείων και πανεπιστημίων.
Ο επικεφαλής των παγκόσμιων οικονομικών ερευνών της Goldman Sachs, Τζιμ ΟΆΝιλ, υποστηρίζει ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια πριν οι παραδοσιακές οικονομικές ατμομηχανές, ξεπεραστούν από τους αντιπάλους τους των αναδυομένων αγορών.
«Για οποιαδήποτε από αυτές τις αναδυόμενες αγορές, η ανάδειξη της σε διεθνές οικονομικό κέντρο, χρειάζεται ορισμένα βασικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης της αγγλικής και της υιοθέτησης αξιόπιστων και αποδεκτών κανόνων επιχειρηματικού δικαίου. Χωρίς αυτά τα δύο στοιχεία, αυτές οι χώρες δεν έχουν καμία τύχη», προσθέτει ο ΟΆ Νιλ.
Παρόλα αυτά, ορισμένα από αυτά τα νέα κέντρα, ενδεχομένως πολύ σύντομα να κυριαρχούν σε επικερδείς τομείς. Η Σιγκαπούρη για παράδειγμα ανταγωνίζεται την Ελβετία στη διαχείριση του πλούτου, το Χονγκ Κονγκ εξελίσσεται σε κόμβο για τις ασιατικές εταιρείες φυσικών πόρων και ο συντονισμός των οικονομικών πηγών που καθοδηγούν τον ιδιωτικό τομέα της Κίνας, δεν γίνεται στη Νέα Υόρκη αλλά στη Σαγκάη.
Σύμφωνα με τον Τζένινγκς, αυτοί είναι οι σπόροι του νέου μοντέλου, στο οποίο οι αποταμιεύσεις των αναδυόμενων αγορών δεν ρέουν πια στις ΗΠΑ και την Ευρώπη αλλά μάλλον στις περιοχές με τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Πηγές: Reuters, AΠΕ-ΜΠΕ