Το θέμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ο ρόλος της ΔΕΗ αναμένεται να τεθεί επί τάπητος σε σύσκεψη που θα γίνει σήμερα υπό τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεόδωρο Πάγκαλο.
Όπως σημειώνει η Ναυτεμπορική, παρά την εντεινόμενη φιλολογία και τα πρωτοσέλιδα στα ημερήσια έντυπα, μέχρι στιγμής η κυβέρνηση δεν έχει προσδιορίσει επακριβώς τη θέση της. Επιπλέον, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τη μεθοδολογία ανοίγματος της αγοράς, διαπραγματεύεται με τους ελεγκτές της τρόικας, ο υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου.
Ετσι, σύμφωνα με τη Ναυτεμπορική, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η πώληση μονάδων της ΔΕΗ θα αποτελέσει λύση, μόνο σε περίπτωση που δεν τελεσφορήσει σειρά μέτρων για τη λειτουργία της χονδρεμπορικής και της λιανικής αγοράς, της παραχώρησης εκμετάλλευσης δημόσιων λιγνιτωρυχείων μετά από διαγωνισμούς και της αναδιοργάνωσης της ΔΕΗ, στο πλαίσιο εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας για τις ενεργειακές εταιρείες.
«Δεν τίθεται θέμα πώλησης λιγνιτικών ή υδροηλεκτρικών μονάδων παραγωγής ρεύματος της ΔΕΗ», δήλωσε χθες η υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Τίνα Μπιρμπίλη. Σημείωσε δε ότι «η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας».
Την έντονη αντίθεσή της σε ενδεχόμενη πώληση μέρους της ΔΕΗ εκφράζει και η ΓΣΕΕ με το γενικό γραμματέα της Συνομοσπονδίας Β. Μπουζούλα να κάνει λόγο για μια «αδίστακτη συμμαχία τρόικας – κυβέρνησης».
Συγκεκριμένα, ο κ. Μπουζούλας υποστηρίζει πως μια τέτοια εξέλιξη «θα διαλύσει τον πυλώνα της ενεργείας, θα πλήξει την εθνική οικονομία και θα μετακυλίσει το όλο κόστος στην αύξηση της Κwh με αποτέλεσμα να την πληρώσει ο άνεργος, ο χαμηλόμισθος και ο ελληνικός λαός».
Τονίζει ακόμα ότι απάντηση της κυβέρνησης στις κοινοτικές πιέσεις θα πρέπει να είναι «δεν θα πάρουμε». «Δεν πουλάμε τα εθνικά μας προϊόντα σε κερδοσκόπους και αεριτζίδες, δεν μας το επιτρέπει ο πολιτισμός και η ιστορία μας», καταλήγει ο γ.γ. της ΓΣΕΕ.
«Για μια πολύ μεγάλη πρόκληση» κάνει λόγο το ΤΕΕ, αναφερόμενο στην απαίτηση των ευρωπαίων για πώληση του 40% των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων της Επιχείρησης.
«Εάν η απαίτηση αυτή αληθεύει», συμπληρώνει, «τότε επιβεβαιώνονται οι ανησυχίες εκείνων που θέλουν την τρόικα να εξυπηρετεί συμφέροντα μεγάλων ξένων ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων, όχι μόνο στον τομέα της ενέργειας αλλά και σε άλλους τομείς κοινής ωφέλειας, μείζονος σημασίας για την οικονομική, κοινωνική, ακόμα και εδαφική, συνοχή της χώρας, όπως το νερό, ο σιδηρόδρομος, τα ταχυδρομεία και οι τηλεπικοινωνίες».