Περαίωση: Το τελικό κείμενο του ν/σ

Τρίτη, 28 Σεπτεμβρίου 2010 14:55
UPD:17:05

Στη δημοσιότητα δόθηκε από το υπουργείο Οικονομικών το τελικό κείμενο του ν/σ για την περαίωση, τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και την τιμωρία της φοροδιαφυγής. Με το άρθρο 18 ρυθμίζονται τα θέματα των αποσβέσεων της αξίας αδειών ΦΔΧ, ενώ με το άρθρο 17 επιδιώκεται ο εξορθολογισμός του τρόπου υπολογισμού των τελών κυκλοφορίας. Την Πέμπτη η ψήφιση του νομοσχεδίου με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.

Πιο αναλυτικά:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

Στο άρθρο 1 αποτυπώνεται ο σκοπός των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ που είναι η εκούσια κατάργηση των φορολογικών εκκρεμοτήτων, όπως καθορίζεται με τα επόμενα άρθρα.

Με το άρθρο 2 δίνονται οι έννοιες βασικών όρων των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄. Σημειώνεται ότι μεταξύ των επιβαρυντικών στοιχείων που προσαυξάνουν το φόρο, εκτός από τις παραβάσεις του Κ.Β.Σ. που μνημονεύονται στην περίπτωση 4 του άρθρου 2, περιλαμβάνονται και επιβαρυντικά στοιχεία που προκύπτουν από δελτία πληροφοριών ή άλλα στοιχεία ή έγγραφα (υποπεριπτώσεις ιστ) και ιζ) της περιπτ. 4).

Με το άρθρο 3 ορίζεται το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων του Κεφαλαίου Α΄. Κατ’ αρχήν υπάγονται σε αυτό οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων επιτηδευματιών, οι οποίες αφορούν διαχειριστικές περιόδους του παρελθόντος και μέχρι 31.12.2009.

Στην παρ. 2 του άρθρου 3 ορίζεται ποιες θεωρούνται εκκρεμείς υποθέσεις προκειμένου να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄.

Στο άρθρο 4 περιλαμβάνονται υποθέσεις που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής. Μεταξύ άλλων εξαιρούνται οι ανέλεγκτες χρήσεις στις οποίες τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα είναι μεγαλύτερα από 20.000.000 ευρώ και όλες οι επόμενες χρήσεις, οι υποθέσεις φορολογίας κεφαλαίου (ακινήτων, κληρονομιών, δωρεών, πλοίων, μεγάλης ακίνητης περιουσίας κ.λπ.), οι υποθέσεις των επιχειρήσεων για τον έλεγχο των οποίων έχουν συγκροτηθεί Ειδικά Συνεργεία Ελέγχου, οι υποθέσεις για τις οποίες δεν υποβλήθηκε μέχρι 31.8.2010 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος, οι υποθέσεις επιτηδευματιών φυσικών προσώπων τα οποία με βάση το περιουσιολόγιο του έτους 2008 υπόκεινται σε φορολόγηση για την ακίνητη περιουσία.

Οι εξαιρέσεις που περιλαμβάνονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 δεν ισχύουν προκειμένου να περαιωθούν οι ελεγμένες φορολογικές υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11.

Στο άρθρο 5 καθορίζονται οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα υπαγωγής των φορολογικών υποθέσεων στις ρυθμίσεις. Περαιώνεται η πρώτη κατά σειρά ανέλεγκτη και οι συνεχόμενες με αυτή ανέλεγκτες υποθέσεις. Ο επιτηδευματίας αποδέχεται την καταβολή της συνολικής οφειλής που προκύπτει από το εκκαθαριστικό σημείωμα του άρθρου 9 καταβάλλοντας τον επιπλέον φόρο που προκύπτει χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτει ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις υποβληθείσες δηλώσεις πριν τη διαδικασία του παρόντος νόμου. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στο Δημόσιο δεν αναζητούνται ούτε συμψηφίζονται με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 9. Ειδικά για τις ελεγμένες υποθέσεις, δηλαδή για αυτές που εκκρεμούν ενώπιον των ελεγκτικών οργάνων για συμβιβασμό και για τις οποίες δεν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης προσφυγής καθώς και για εκείνες που έχει ασκηθεί εμπρόθεσμη προσφυγή και εκκρεμούν για εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο ή στο Διοικητικό Εφετείο, ο φορολογούμενος μπορεί να επιλέξει ποια ή ποιες εκκρεμείς καταλογιστικές πράξεις επιθυμεί να περαιώσει.

Με το άρθρο 6 ορίζεται ο τρόπος και οι συντελεστές που προσδιορίζουν το φόρο για την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων. Ο συντελεστής ορίζεται σε 2% για όλα τα επαγγέλματα, με εξαίρεση συγκεκριμένα επαγγέλματα (πρακτορεία τουρισμού και ταξιδιών, πρατηριούχοι βενζίνης και πετρελαίου) που μνημονεύονται στο άρθρο, στα οποία τα ακαθάριστα έσοδα, λόγω φύσεως του επιτηδεύματος είναι δυσανάλογα υψηλά. Επί του συντελεστή αυτού εφαρμόζεται συντελεστής προοδευτικότητας ανάλογα με το ποσό των ακαθάριστων εσόδων και επί του αποτελέσματος υπολογίζεται ο επιπλέον φόρος με συντελεστή 25% για τις Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και 20% για κάθε άλλη περίπτωση. Το ποσό του φόρου προσαυξάνεται αν υπάρχουν παραβάσεις ή επιβαρυντικά στοιχεία ή αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, όπως ορίζεται στις παραγράφους 5 έως και 9. Αν δεν έχουν υποβληθεί εκκαθαριστικές και μόνο δηλώσεις Φ.Π.Α. το ποσό του φόρου προσαυξάνεται κατά 10% και δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 200 ευρώ. Αν συνεπώς, κάποιος οφείλει να καταβάλει σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 11 για μία χρήση το κατώτερο ελάχιστο ποσό φόρου π.χ. 300 ευρώ, όμως δεν υπέβαλε μια εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., το ποσό που πρέπει να καταβάλει για τη χρήση αυτή θα ανέλθει συνολικά στο ποσό των 300+200= 500 ευρώ.

Με την παράγραφο 11 ορίζονται τα ελάχιστα καταβλητέα ποσά για κάθε χρήση, αν το ποσό που προκύπτει είναι μικρότερο από αυτά. Τα ποσά αυτά είναι: 300 ευρώ για τους επιτηδευματίες που δεν τηρούν ή τηρούν βιβλία Α΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., 500 ευρώ για όσους τηρούν βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και 700 ευρώ για όσους τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες τα ελάχιστα ποσά φόρου για την Β΄ και Γ’ κατηγορία βιβλίων του Κ.Β.Σ. ορίζονται σε 700 και 1.000 ευρώ αντίστοιχα.

Με την παράγραφο 12 ορίζεται ότι η ζημιά που προκύπτει από τη δήλωση εισοδήματος της τελευταίας περαιούμενης χρήσης μεταφέρεται στις επόμενες χρήσεις μόνο εφόσον η τελευταία χρήση που περαιώνεται καθώς και οι τέσσερις προηγούμενές της δεν βαρύνεται με παράβαση Κ.Β.Σ. ή με αποκρυβείσα φορολογητέα ή δεν υπάρχει άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που να προσαυξάνει το φόρο.

Στην παράγραφο 13 ορίζεται ότι και στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί προσωρινό φύλλο ελέγχου ή προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή εκκρεμεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3, η περαίωση γίνεται με αναλογική εφαρμογή των οριζομένων στο άρθρο 11.

Στο άρθρο 7 ρυθμίζεται η περαίωση των ανέλεγκτων φορολογικών αντικειμένων πλην εισοδήματος. Για την περαίωση των ανελέγκτων υποθέσεων Φ.Π.Α. υπολογίζεται Φ.Π.Α. με συντελεστή 15% επί του ποσού της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης και το προκύπτον ποσό προσαυξάνεται κατά 30%. Αν προκύπτει αναμφισβήτητα η λήψη πλαστού φορολογικού στοιχείου υπολογίζεται Φ.Π.Α. επί της καθαρής αξίας του πλαστού στοιχείου με συντελεστή 15%. Επίσης ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν το πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην περ.δ) της παραγράφου 2 και ειδικότερα σε περίπτωση δήλωσης πιστωτικού υπολοίπου προς επιστροφή. Εάν έχει ήδη διενεργηθεί επιστροφή από το Δημόσιο, ο φορολογούμενος οφείλει με έκτακτη δήλωσή του εντός προθεσμίας ενός μήνα από την ημερομηνία καταβολής του ποσού της παρ.3 του άρθρου 9 να το αποδώσει στο Δημόσιο. Οι εκκρεμείς προσωρινές καταλογιστικές πράξεις επιβολής φόρου, τέλους ή εισφοράς περαιώνονται με διαγραφή των πρόσθετων φόρων και προστίμων. Όταν διαπιστώνεται η μη υποβολή δηλώσεων ή υπάρχουν επιβαρυντικά στοιχεία διενεργείται έλεγχος σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Με το άρθρο 8 ρυθμίζεται η περαίωση υποθέσεων που αφορούν επιβολή προστίμων του Κ.Β.Σ. που εκκρεμούν είτε ενώπιον των Δ.Ο.Υ. για διοικητικό συμβιβασμό είτε ενώπιον των δικαστηρίων για εκδίκαση. Επί των υποθέσεων αυτών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 11 για την περαίωση εκκρεμών ελεγμένων υποθέσεων.

Με το άρθρο 9 ρυθμίζεται σε γενικές γραμμές η διαδικασία περαίωσης. Ειδικότερα τεχνικά και λεπτομερειακά ζητήματα της διαδικασίας ρυθμίζονται με υπουργική απόφαση που θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13. Η διαδικασία καταγράφεται ως εξής: Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων εκδίδει εκκαθαριστικό σημείωμα με βάση τα στοιχεία που είναι καταχωρημένα στα κεντρικά υπολογιστικά συστήματά της κατά την ημερομηνία που θα ορισθεί με την υπουργική απόφαση του άρθρου 13. Η ημερομηνία αυτή θα προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του εκκαθαριστικού. Ακολούθως η Γενική Γραμματεία αποστέλλει ταχυδρομικά το εκκαθαριστικό σημείωμα σε όσους εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων και ενημερώνει τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. Μέχρι την συγκεκριμένη ημερομηνία που θα ορισθεί με την υπουργική απόφαση του άρθρου 13, ο φορολογούμενος που έλαβε το εκκαθαριστικό σημείωμα και επιθυμεί να περαιώσει πρέπει να καταβάλει το 20% του ποσού της συνολικής οφειλής το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 500 ευρώ. Η καταβολή αυτή συνιστά αυτοδικαίως αποδοχή του εκκαθαριστικού σημειώματος.

Με το άρθρο 10 καθορίζεται ο τρόπος καταβολής του υπολοίπου 80% της συνολικής οφειλής όπως προκύπτει από το εκκαθαριστικό σημείωμα. Για αρχική συνολική οφειλή μέχρι 5.000 ευρώ το 80% καταβάλλεται σε 6 μηνιαίες δόσεις με ελάχιστη καταβολή δόσης 500 ευρώ με εξαίρεση την τελευταία δόση. Για αρχική συνολική οφειλή πάνω από 5.000 και μέχρι 10.000 ευρώ, το 80% καταβάλλεται σε 8 ίσες μηνιαίες δόσεις. Για οφειλή από 10.000 μέχρι 15.000 ευρώ σε 12 ίσες μηνιαίες δόσεις, για οφειλή από 15.000 μέχρι 20.000 σε 18 ίσες μηνιαίες δόσεις και για οφειλή από 20.000 και άνω σε 24 ίσες μηνιαίες δόσεις. Η πρώτη δόση του 80% της συνολικής οφειλής πρέπει να καταβληθεί μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίον έγινε η αποδοχή του εκκαθαριστικού σημειώματος και του 20% της συνολικής οφειλής. Αν καταβληθεί ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό είτε κατά την ημερομηνία καταβολής του 20% της συνολικής οφειλής, είτε μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού 10% επί του ποσού αυτού.

Με το άρθρο 11 ορίζεται ο υπολογισμός του φόρου προκειμένου να περαιωθούν οι ελεγμένες υποθέσεις που εκκρεμούν είτε για διοικητική επίλυση στις Δ.Ο.Υ. είτε για εκδίκαση στα διοικητικά δικαστήρια α΄ και β΄ βαθμού.

Για όσες υποθέσεις εκκρεμούν στις Δ.Ο.Υ. και για όσες δεν έχουν συζητηθεί στο διοικητικό πρωτοδικείο, καθώς και για όσες έχουν συζητηθεί είτε στο διοικητικό πρωτοδικείο είτε στο διοικητικό εφετείο και τα φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις επιβολής φόρου ή οι αποφάσεις επιβολής προστίμου ακυρώθηκαν για τυπικούς και μόνον λόγους, διαγράφονται οι πρόσθετοι φόροι και καταβάλλεται ο κύριος φόρος ή διαγράφονται τα 4/5 των προστίμων και καταβάλλεται το 1/5 αυτών. Στις υποθέσεις στις οποίες έγινε μερικώς ή ολικώς δεκτή η προσφυγή για λόγους ουσιαστικούς διαγράφονται οι πρόσθετοι φόροι και το 75% του κύριου φόρου και καταβάλλεται το 25%. Αν η υπόθεση αφορά πρόστιμο διαγράφονται τα 9/10 και καταβάλλεται το 1/10. Οι μειώσεις του φόρου και του προστίμου υπολογίζονται επί του τμήματος εκείνου του κυρίου φόρου ή του προστίμου που ακυρώθηκε με την απόφαση του δικαστηρίου.

Αν έχει απορριφθεί στο σύνολό της ή κατά ένα μέρος η προσφυγή, το μέρος εκείνο των φόρων ή των προστίμων που δεν ακυρώθηκε με την απόφαση του δικαστηρίου, περαιώνεται με μείωση του προσθέτου φόρου στο 80% και συνεπώς με καταβολή του συνόλου του κυρίου φόρου και του 20% του πρόσθετου φόρου.

Αν πρόκειται για πρόστιμο διαγράφονται τα ¾ και καταβάλλεται το ¼ .

Με το άρθρο 12 ορίζεται ότι στην περαίωση του νόμου αυτού μπορούν να ενταχθούν και οι υποθέσεις που έχουν υπαχθεί στον αυτοέλεγχο και περιλαμβάνονται στις επιλεχθείσες προς έλεγχο, εφόσον δεν έχει αρχίσει ο έλεγχος ή έχει αρχίσει αλλά δεν έχει περατωθεί.

Για όσες υποθέσεις διαχειριστικών περιόδων 2008 και 2009 έχουν υπαχθεί στον αυτοέλεγχο, ορίζεται ότι υπάγονται στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄, με τις εξαιρέσεις φυσικά που ορίζονται στο άρθρο 4, με την υποχρέωση καταβολής ποσού φόρου ίσου με το ½ του ελάχιστου ποσού της παραγράφου 11 του άρθρου 6. Επίσης στις υποθέσεις αυτές έχουν αναλογική εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5 σύμφωνα με τις οποίες προβλέπεται ότι ο φορολογούμενος έχει δικαίωμα να περαιώσει ορισμένες μόνο από τις ανέλεγκτες υποθέσεις με την προϋπόθεση ότι περαιώνεται υποχρεωτικά η πρώτη κατά σειρά ανέλεγκτη υπόθεσή του και οι συνεχόμενες με αυτή.

Για όσες υποθέσεις εντάσσονται στην παράγραφο 2 και ακολουθείται η διαδικασία περαίωσης, όπως ορίζεται ειδικότερα σε αυτό το άρθρο, προβλέπεται ότι εξαιρούνται από την επιλογή για έλεγχο βάσει δείγματος.

Με την παράγραφο 5 ορίζεται ότι επί ανέλεγκτων υποθέσεων που έχουν υπαχθεί στην περαίωση κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου για όλες τις υπαγόμενες ανέλεγκτες χρήσεις, εφόσον εξοφλείται η προκύπτουσα συνολική οφειλή βάσει του οικείου Εκκαθαριστικού Σημειώματος καθώς και αυτή που προκύπτει από την περαίωση των τυχόν σχετικών εκκρεμών προσωρινών φύλλων ελέγχου ή πράξεων ή αποφάσεων επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 6, 7 και 8, δεν υπάρχει υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων που αφορούν τις περαιωθείσες χρήσεις μέχρι και το 2005, από το χρόνο εξόφλησης των ανωτέρω ποσών και μετά, ανεξάρτητα από το χρόνο που ορίζεται για τη διαφύλαξη των βιβλίων και στοιχείων από τις διατάξεις του άρθρου 21 του Κ.Β.Σ. Τα ίδια ισχύουν και για υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο ή έχουν περαιωθεί με οποιαδήποτε ρύθμιση, και με την προϋπόθεση ότι έχει εξοφληθεί ή θα εξοφληθεί το σύνολο της οφειλής. Όμως οι προβλέψεις αυτές δεν ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου για υποθέσεις για τις οποίες έχει υποβληθεί και εκκρεμεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου δήλωση φόρου κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και έχουν δηλωθεί περιουσιακά στοιχεία του άρθρου 12 του ν.2961/2001 (Α’ 266) καθώς και επί μεταβιβάσεως εξ επαχθούς αιτίας του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.

Με την παράγραφο 6 καθορίζεται ειδικός τρόπος περαιώσεως υποθέσεων επιτηδευματιών οι οποίοι είναι λήπτες πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Η περαίωση των υποθέσεων αυτών γίνεται κατόπιν αιτήσεως των επιτηδευματιών στις Δ.Ο.Υ. και υπολογίζεται φόρος εισοδήματος επί της συνολικής αξίας των στοιχείων αυτών προ Φ.Π.Α., ο οποίος ανέρχεται σε 40% επί της συνολικής αξίας και αν πρόκειται για Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. σε 55%.

Με την παράγραφο 7 προσδιορίζεται ότι παρατείνεται μέχρι 31.12.2011 η προθεσμία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση των φύλλων ελέγχου ή των πράξεων επιβολής φόρων, εισφορών ή τελών. Είναι σαφές ότι για τις υποθέσεις που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας ρύθμισης, δεν παρατείνεται η προθεσμία παραγραφής.

Με το άρθρο 13 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών με απόφασή του να ρυθμίσει κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού όπως είναι οι υπηρεσίες, τα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλοι φορείς στα οποία διενεργείται η καταβολή των οφειλόμενων ποσών όπως προκύπτουν στο εκκαθαριστικό σημείωμα, το περιεχόμενο, ο χρόνος, ο τρόπος και η διαδικασία έκδοσης του συμπληρωματικού εκκαθαριστικού σημειώματος (π.χ. όταν υπάρχει πιστωτικός Φ.Π.Α.) κόκ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

Με τις διατάξεις του άρθρου 14 ρυθμίζονται τα ληξιπρόθεσμα, μέχρι την ισχύ του νόμου χρέη προς το Δημόσιο, που έχουν βεβαιωθεί με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία του Κράτους. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται απαραίτητη ως ύστατη ευκαιρία, προκειμένου να αποφευχθεί η υπέρμετρη επιβάρυνση των μικρών απαιτήσεων με δικαστικά έξοδα που θα δημιουργηθούν με την εντατικοποίηση των ενεργειών αναγκαστικής είσπραξης αφενός και προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα σε όλους λόγω της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας πολλών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν άμεσα στην εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους αφετέρου.

Οι όροι και οι προϋποθέσεις της ρύθμισης βοηθούν τους οφειλέτες που επιθυμούν να είναι συνεπείς να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους σε λίγες ή πολλές δόσεις, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα τους, ταυτόχρονα όμως με τους λοιπούς όρους που τίθενται τους αποτρέπει να δημιουργήσουν νέα ληξιπρόθεσμα χρέη ή να μην υποβάλλουν τρέχουσες φορολογικές δηλώσεις που από το νόμο έχουν υποχρέωση.

Για να ενισχυθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των οφειλετών που θα υπαχθούν στην ρύθμιση, παρέχεται για τα ληξιπρόθεσμα χρέη που έχουν βεβαιωθεί από το έτος 2007 και μετά, τα οποία επιβαρύνονται με χαμηλό ποσοστό προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής οπότε η απαλλαγή που θα χορηγηθεί στις προσαυξήσεις αυτές θα είναι σε ποσό ελάχιστη σε σύγκριση με το σύνολο της οφειλής, η δυνατότητα της έκπτωσης μέρους των πρόσθετων φόρων ή πρόσθετων τελών (φορολογικών προσαυξήσεων), το οποίο κυμαίνεται ανάλογα με το έτος βεβαίωσης, με έναρξη 10% για το έτος 2007 και κατάληξη το έτος 2010 με έκπτωση 40%. Αντίθετα όσα χρέη έχουν βεβαιωθεί από το έτος 2006 και προγενέστερα, όπου οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής είναι σημαντικές και το ποσό της απαλλαγής αυτών, ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων που θα επιλέξει ο οφειλέτης, αρκετά υψηλό, δεν χορηγείται έκπτωση στις φορολογικές προσαυξήσεις.

Επίσης η ρύθμιση είναι αρκετά ευέλικτη ώστε ο οφειλέτης που αδυνατεί να ανταποκριθεί στο ύψος της μηνιαίας δόσης της ρύθμισης που επέλεξε, να μπορεί να επιλέξει την υπαγωγή του σε ρύθμιση με περισσότερες δόσεις, οπότε και στην περίπτωση αυτή θα δικαιούται απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για το υπόλοιπο ποσό που εντάσσεται στη νέα ρύθμιση με το ποσοστό που ορίζεται για τη ρύθμιση της νέας επιλογής του.

Στην αντίθετη ακριβώς περίπτωση που οφειλέτης έχει ενταχθεί σε ρύθμιση με πολλές μηνιαίες δόσεις και αποκτήσει κατά τη διάρκεια της ταμειακή ευχέρεια, μπορεί με αίτησή του να ζητήσει την υπαγωγή του σε ρύθμιση με λιγότερες μηνιαίες δόσεις, οπότε θα τύχει μεγαλύτερου ποσού απαλλαγής προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής για το ποσό που εντάσσεται στη νέα ρύθμιση. Εάν επιλέξει την εφάπαξ εξόφληση του υπολοίπου της οφειλής του από οποιαδήποτε ρύθμιση τότε απαλλάσσεται από τις προσαυξήσεις κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) για το εφάπαξ καταβαλλόμενο ποσό, με εξαίρεση την περίπτωση που επιλέξει την εξόφληση της οφειλής του σε μέχρι τρείς μηνιαίες δόσεις.

Μία άλλη ευελιξία της προτεινόμενης ρύθμισης είναι η δυνατότητα του οφειλέτη που για οποιοδήποτε λόγο δεν εντάχθηκε μέχρι 29 Οκτωβρίου 2010 να ενταχθεί μεταγενέστερα, εφόσον καταβάλλει τις δόσεις των οποίων θα έχει παρέλθει η ημερομηνία καταβολής τους μαζί με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και να τύχει των ευεργετημάτων της ρύθμισης.

Οι όροι και οι προϋποθέσεις της δυνατότητας επιλογής άλλης ρύθμισης, ανάλογα με την ευχέρεια του οφειλέτη, η δυνατότητα υπαγωγής στη ρύθμιση μετά την καταληκτική ημερομηνία πληρωμής της πρώτης δόσης, αλλά και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της όλης διαδικασίας θα καθοριστούν με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που του παρέχεται με την τελευταία παράγραφο του άρθρου αυτού.

Ειδικότερα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 καθορίζεται το πρόγραμμα των ρυθμίσεων που μπορεί να επιλέξει ο οφειλέτης, καθώς και η οικονομική ωφέλειά του από την απαλλαγή των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής ή της έκπτωσης των πρόσθετων φόρων ή τελών στην εφάπαξ εξόφληση

Με την παράγραφο 2 καθαρίζεται η ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης καθώς και της εφάπαξ εξόφλησης που (όταν υφίσταται και έκπτωση φορολογικών προσαυξήσεων) μπορεί να διενεργηθεί εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

Στην παράγραφο 3 ορίζονται οι όροι απώλειας της ρύθμισης και στην παράγραφο 4 ορίζεται το ποσοστό της προσαύξησης σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής μιας δόσης.

Με την παράγραφο 5 ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και για χρονικό διάστημα δύο ετών, δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής από τα όργανα του άρθρου 14 του Ν.2648/1998, για χρέη που βεβαιώθηκαν ταμειακά μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

Στην παράγραφο 6 ορίζονται τα ευεργετήματα του οφειλέτη αλλά και τα δικαιώματα του Δημοσίου και στην παράγραφο 7 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών να καθορίσει με αποφάσεις του τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οφειλέτης που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης μπορεί να υπαχθεί σε άλλο πρόγραμμα, την υπαγωγή οφειλέτη στη ρύθμιση μετά την 29η Οκτωβρίου 2010, για χρέη που έχουν βεβαιωθεί μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου, τους όρους και τις προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση βεβαιωμένων αλλά μη ληξιπροθέσμων οφειλών, τις προϋποθέσεις χορήγησης και τη διάρκεια ισχύος του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας στους οφειλέτες που είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.

Με τις διατάξεις του άρθρου 15 και ειδικότερα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το άρθρο 9 του ΚΕΔΕ ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην κεντρική φορολογική διοίκηση ή σε ειδικές ομάδες εργασίας, που συγκροτούνται από εξειδικευμένους υπαλλήλους από τον Υπουργό Οικονομικών, να λαμβάνουν μέτρα είσπραξης κατά των οφειλετών που δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται με βάση κάποια κοινά κριτήρια όπως το ύψος και το είδος της οφειλής ή το είδος του περιουσιακού στοιχείου σε βάρος του οποίου λαμβάνεται το μέτρο. Η παραπάνω συμπλήρωση κρίνεται αναγκαία λόγω της παρουσιαζόμενης υστέρησης στην είσπραξη των ληξιπροθέσμων, αλλά και της ανασυγκρότησης των υπηρεσιών του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.

Με την παράγραφο 2 προστίθεται στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, εδάφιο ώστε να δοθεί η δυνατότητα να αντιταχθεί σε συμψηφισμό και απαίτηση βεβαιωμένη ακόμη και αν δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη, ώστε να συμψηφίζονται οι απαιτήσεις κυρίως από επιστρεφόμενους φόρους και τέλη χωρίς δήλωση του οφειλέτη .

Με την παράγραφο 3 προστίθεται εδάφιο στην παράγραφο 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 με το οποίο καθορίζεται ποιός έχει το βάρος απόδειξης επί εισοδήματος του οποίου δεν προκύπτει σαφώς η πηγή ή αιτία προέλευσης και το οποίο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (άρθρα 4 και 48 του ν.2238/1994) λογίζεται ως εισόδημα προερχόμενο από ελευθέρια επαγγέλματα. Αν και από την ισχύουσα διάταξη θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι προέκυπτε χωρίς αμφιβολία το γεγονός ότι ο φορολογούμενος υποχρεούται να αποδείξει την πραγματική πηγή ή αιτία του εισοδήματός του, δεδομένου ότι η ισχύουσα διάταξη χρησιμοποιεί το ρήμα «λογίζεται», εντούτοις για την άρση κάθε αμφιβολίας με την προσθήκη του εδαφίου αυτού στην παράγραφο 3 ορίζεται αυτό πλέον και ρητά.

Με την παράγραφο 4 του άρθρου 15 ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μέχρι 31.12.2012 παρατείνεται η παραγραφή των πάσης φύσεως βεβαιωμένων ταμειακά στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία.

Με τις διατάξεις του άρθρου 16, τροποποιούνται οι διατάξεις του νόμου 2523/1997 (Α΄ 179) για τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία, προκειμένου να είναι αποτελεσματική η τιμωρία της φοροδιαφυγής από τις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές. Επίσης περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων.

Στόχος είναι με το πλέγμα των ρυθμίσεων αυτών που συμπληρώνουν τις διατάξεις του φορολογικού νόμου αλλά και τις διατάξεις των άλλων Κεφαλαίων αυτού του νόμου να αντιμετωπιστούν άμεσα και αποφασιστικά από την πλευρά της πολιτείας τα αδικήματα φοροδιαφυγής που τελούνται με την μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση του Φ.Π.Α. και των άλλων παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών ή ακόμα και με πλαστά ή εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία ή στοιχεία που δεν καταχωρούνται σύμφωνα με τον Κ.Β.Σ. κατά την πώληση ή την διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών.

Ειδικότερα με την παράγραφο 1 του άρθρου 16 ορίζονται αυστηρότερα οι ποινές που προβλέπονται όταν τελείται το αδίκημα της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου - εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών από φορολογούμενο ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α..

Με την παράγραφο 2 αυξάνεται η ποινή φυλάκισης από τουλάχιστον δύο (2) μήνες σε τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες για τον υπόχρεο που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από το π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρεί στα πρόσθετα βιβλία, τις συναλλαγές για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων, εφόσον εμπίπτει σε μια από τις περιπτώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 του ν.2523/1997, δηλαδή όταν παρεμποδίζεται η διενέργεια φορολογικού ελέγχου με χρησιμοποίηση βίας ή απειλών κατά των ελεγκτικών οργάνων, καθώς και κάθε φορά που στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου διαπιστώνεται επανάληψη της μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης των προβλεπόμενων από το π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή διαπιστώνεται μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση των ίδιων στοιχείων για τρεις (3) διαφορετικές συναλλαγές. Επίσης για τους υπόχρεους που επαναλαμβάνουν τις προαναφερόμενες παραβάσεις σε διάστημα τριών (3) ετών από την έκδοση της απόφασης αναστολής λειτουργίας του επιτηδευματία διπλασιάζεται η ποινή φυλάκισης και είναι τουλάχιστον έξι μήνες.

Με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής για την άσκηση άμεσης ποινικής δίωξης αμέσως μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου των φορολογικών αρχών και σε άλλες περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Συγκεκριμένα καταλαμβάνονται οι εξής περιπτώσεις:

- όταν τελείται το αδίκημα της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του Φ.Π.Α, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το ποσό που ο υπόχρεος δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε ως επιστροφή Φ.Π.Α. υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ,

- όταν τελείται το αδίκημα της μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης των προβλεπομένων βάσει του π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών ή της μη καταχώρισης των συναλλαγών στα πρόσθετα βιβλία, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί ούτε τα οικεία στοιχεία εσόδων, όταν τα παραστατικά στοιχεία που δεν εκδόθηκαν από τον υπόχρεο είναι πάνω από δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ και

- όταν τελείται το αδίκημα της φοροδιαφυγής με έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, ανεξάρτητα εάν ο υπόχρεος διαφεύγει την πληρωμή του φόρου ή μη, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και χωρίς να εξαρτάται η εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας από οποιαδήποτε προθεσμία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από όργανα της φορολογικής διοίκησης ή τελεσίδικης κρίσης του διοικητικού δικαστηρίου.

Στην παράγραφο 4 προσδιορίζεται η υποχρέωση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., σε όλες τις άλλες περιπτώσεις εκτός αυτών που ρυθμίζονται με την προηγούμενη παράγραφο, να υποβάλει αμέσως σχετική μηνυτήρια αναφορά στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, για την άσκηση της κατά νόμο ποινικής δίωξης σε όλες τις περιπτώσεις που έχουν τελεστεί αδικήματα φοροδιαφυγής και οι υπόχρεοι δεν έχουν ασκήσει προσφυγή κατά του φύλλου ελέγχου στο οποίο διαπιστώνονται οι πράξεις που συνιστούν το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Αυτή η πρόβλεψη είναι σημαντική, προκειμένου να δίδεται προτεραιότητα στην άμεση ποινική δίωξη σε υποθέσεις φοροδιαφυγής και να μην απομακρύνεται χρονικά η ποινική δίωξη από τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος.

Με την παράγραφο 5 προσδιορίζεται ως αρμόδιο δικαστήριο για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής, πλημμελήματα ή κακουργήματα, κατά περίπτωση το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές εφετείο κακουργημάτων του τόπου της έδρας της αρμόδιας για τη φορολόγηση Δ.Ο.Υ.

Με την παράγραφο 6 προβλέπεται τροποποίηση στο άρθρο 13 του νόμου για τις κυρώσεις, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στη φορολογική διοίκηση, αν διαπιστώσει κατά τον έλεγχο ότι δεν έχουν εκδοθεί παραπάνω από 10 παραστατικά ή εάν η αξία του παραστατικού που δεν έχει παρανόμως εκδοθεί είναι πάνω από 500 ευρώ, ακόμα και εάν πρόκειται για ένα μη εκδοθέν παραστατικό, τότε με τη συνδρομή των αστυνομικών αρχών σφραγίζεται για 48 ώρες ο χώρος επαγγελματικής εγκατάστασης του επιτηδευματία (κατάστημα, γραφείο, εργοστάσιο, αποθήκη κόκ). Με την εξουσιοδότηση που παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζονται τα θέματα σχετικά με τη διαδικασία αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ’ ρυθμίζονται θέματα για τα τέλη κυκλοφορίας καθώς επίσης και οι αποσβέσεις της αξίας των αδειών φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 17 επιδιώκεται η αναδιάρθρωση και ο εξορθολογισμός του τρόπου υπολογισμού των τελών κυκλοφορίας όλων των επιβατικών ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων που έχουν ταξινομηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα έως την 31.12.2010 καθώς και των δίκυκλων και τρίκυκλων μοτοσικλετών ανεξαρτήτως της ημερομηνίας πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της εγκατάλειψης του κριτηρίου της παλαιότητας και της δημιουργίας μιας αναλογικότερης και δικαιότερης κλίμακας τελών κυκλοφορίας με την προσθήκη νέων κλιμακίων κυβισμού, προκειμένου το σύστημα να γίνει πιο αποτελεσματικό και να ανταποκρίνεται καλύτερα στις συνθήκες της αγοράς, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.

Περαιτέρω, στην κατεύθυνση της μείωσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων και της στροφής των καταναλωτών, μέσω της φορολογίας, στην αγορά νέων πιο καθαρών οχημάτων, τα τέλη κυκλοφορίας όλων των επιβατικών ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων καθώς και των επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) που θα ταξινομηθούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την 1.1.2011 και μετά, συνδέονται αποκλειστικά με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα του κάθε οχήματος (γραμμάρια διοξειδίου του άνθρακα ανά χιλιόμετρο). Η σύνδεση αυτή ισχύει για όλα τα προαναφερόμενα αυτοκίνητα, ασχέτως της τεχνολογίας που αυτά ενσωματώνουν (βενζινοκίνητα, υβριδικά, πετρελαιοκίνητα κλπ). Αυτό εκτιμάται ότι θα έχει σαν αποτέλεσμα τη στροφή του κοινού σε πιο «καθαρής τεχνολογίας» οχήματα. ‘¶λλωστε, τα περισσότερα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν ήδη εισάγει φορολογικό σύστημα τελών κυκλοφορίας αυτοκινήτων που συνδέεται ολικώς ή μερικώς με τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα (CO2).

Οπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, οι παραπάνω προτεινόμενες ρυθμίσεις κρίθηκαν αναγκαίες δεδομένου ότι το σύστημα των τελών κυκλοφορίας του έτους 2010, μέσα από την κατάταξη του στόλου των επιβατικών αυτοκινήτων και μοτοσικλετών σε 4 κλάσεις, ανάλογα της πρώτης κυκλοφορίας τους στην Ελλάδα, δημιούργησε πολλά προβλήματα. Συγκεκριμένα, οι αυξήσεις που επιβλήθηκαν, ιδιαίτερα για τα πιο παλιά οχήματα, δημιούργησαν αδικίες και δίκαιες αντιδράσεις από μεγάλη μερίδα πολιτών, ιδιαίτερα εκείνων που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να προχωρήσουν στην αγορά νέας τεχνολογίας αυτοκινήτων. Επιπλέον, η έλλειψη αξιόπιστων μηχανογραφικών στοιχείων όσον αφορά στο έτος κατασκευής μεγάλου αριθμού οχημάτων, είχε ως αποτέλεσμα, την υιοθέτηση της ημερομηνίας πρώτης ταξινόμησης στην Ελλάδα, η οποία δημιούργησε περαιτέρω αδικίες. Τέλος, η επιβολή του ειδικού φόρου μεγάλου κυλινδρισμού κινητήρα για όλα τα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες άνω των 1.929 κ.εκ., είχε ως αποτέλεσμα, την πρόσθετη επιβάρυνσή τους και την από το λόγο αυτό μαζική κατάθεση των πινακίδων για ακινησία, από μεγάλο αριθμό κατόχων. Από τους λόγους αυτούς ο ειδικός αυτός φόρος καταργείται και εν μέρει ενσωματώνεται στα τέλη κυκλοφορίας.

Ειδικότερα με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του άρθρου αυτού προβλέπονται τα ακόλουθα:

1) Τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται στα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που έχουν ταξινομηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα έως την 31.12.2010, καθώς και τις δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες ιδιωτικής χρήσης, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ταξινόμησής τους, υπολογίζονται με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα τους.

2) Τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται στα επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα τα οποία ταξινομούνται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την 1.1.2011 και μετά, υπολογίζονται αποκλειστικά με κλίμακα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (γραμμάρια CO2 ανά χιλιόμετρο), όπως αυτές αναγράφονται στην άδεια του οχήματος. Ειδικά τις, για τις Ι.Χ. δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες, τα τέλη κυκλοφορίας συνεχίζουν να υπολογίζονται με βάση τον κυβισμό τους και με την κλίμακα που ισχύει για τα επιβατικά αυτοκίνητα που θα ταξινομηθούν έως την 31.12.2010. Τούτο διότι, δεν υφίσταται οδηγία της Ε.Ε. για τη μέτρηση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στα δίκυκλα και τρίκυκλα οχήματα.

3) Τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται στα επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), υπολογίζονται με ιδιαίτερη κλίμακα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Τούτο διότι, τα οχήματα αυτά, ως επαγγελματικά, διανύουν ετησίως πολλαπλάσιες αποστάσεις από εκείνες των επιβατικών, με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη περιβαλλοντική επιβάρυνση.

4) Παρέχεται απαλλαγή από τα τέλη κυκλοφορίας για όλα τα ηλεκτροκίνητα επιβατικά αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, καθώς και για τα υβριδικά και υδρογόνου επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), κυλινδρισμού κινητήρα έως 1.929 κ.εκ., που έχουν ταξινομηθεί στην Ελλάδα για πρώτη φορά έως την 31/12/2010. Εφόσον, τα πιο πάνω οχήματα έχουν κυλινδρισμό κινητήρα άνω των 1.929 κ.εκ., τα τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται αναλογούν στο ήμισυ των τελών των αντίστοιχων συμβατικών οχημάτων.

5) Προκειμένου για τα λοιπά οχήματα (φορτηγά ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, λεωφορεία κλπ), τα υφιστάμενα τέλη κυκλοφορίας αυξάνονται κατά μέσο όρο σε ποσοστό 10%, σε σχέση με το έτος 2010, επειδή τα εν λόγω τέλη δεν έχουν αυξηθεί από το έτος 2009.

6) Ρητά ορίζεται ότι, από την έναρξη της ισχύος του άρθρου αυτού παύει να ισχύει όπως και για τα οχήματα της παραγράφου 1 κάθε διάταξη νόμου που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 3831/2010 (ΦΕΚ 34 Α’) με τις οποίες κυρώθηκε και τροποποιήθηκε η από 2.11.2009 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου ( Α΄ 219), καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 32 του ν. 3775/2009 (Α΄ 122 ).

7) Με την παράγραφο 6 επιδιώκεται η βελτιστοποίηση της μεθοδολογίας υπολογισμού των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, προσθέτοντας ως κίνητρο την εξοικονόμηση ενέργειας, ανάλογα με τα ιδιαίτερα και τρέχοντα χαρακτηριστικά κάθε κατηγορίας καταναλωτών.

Με τις διατάξεις του άρθρου 18 ρυθμίζονται τα θέματα των αποσβέσεων της αξίας αδειών, φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως. Για την ομαλή μετάβαση στο νέο πλαίσιο οδικών εμπορευματικών μεταφορών, με το οποίο επιδιώκεται η αναδιοργάνωση του θεσμικού πλαισίου, με βάση α) το νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) τις εξελίξεις της αγοράς, γ) τις συνθήκες και τη διάρθρωση του συγκεκριμένου κλάδου στη χώρα μας, προκειμένου αυτές να καταστούν αφενός βιώσιμες και αφετέρου ανταγωνιστικές, υιοθετείται η διαδικασία της σταδιακής μετάβασης στο νέο καθεστώς, όσον αφορά στις οικονομικές προϋποθέσεις. Για το λόγο αυτό με τις διατάξεις της παραγράφου 1, αναγνωρίζεται, γι’ αυτή τη μεταβατική περίοδο, πρόσθετη ισόποση κατ΄ έτος μείωση των ακαθάριστων εσόδων των επαγγελματιών που κατέχουν τις άδειες των οδικών μεταφορών Φορτηγών Δημόσιας Χρήσης Εθνικών, Διεθνών, Νομαρχιακών και Βυτιοφόρων, από 3 έως 7 έτη, κατά επιλογήν, στα ποσά της εμπορευματικής αξίας αυτών. Η επιλογή γίνεται από τον μεταφορέα, δηλαδή εάν θα αποσβέσει την οριζόμενη αξία σε 3, 4, 5, 6 ή 7 έτη, όπως επίσης εάν σε κάποιο έτος δεν επιθυμεί να πραγματοποιήσει απόσβεση, λόγω μη ύπαρξης κέρδους παρέχεται η ευχέρεια να μην την πραγματοποιήσει, χωρίς όμως να χάνει το δικαίωμα έκπτωσης της αξίας αυτής στα επόμενα έτη. Για να εξευρεθεί ενιαίος τρόπος υπολογισμού της εμπορευματικής αξίας των αδειών αυτών, προτείνεται να λαμβάνονται υπόψη οι αξίες όπως αυτές διαμορφώνονται ειδικότερα από τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 14 του νόμου για τις «Οδικές Εμπορευματικές Μεταφορές». Για τη χορήγηση των αδειών κυκλοφορίας Φ.Δ.Χ. οι ενδιαφερόμενες μεταφορικές εταιρείες καταβάλλουν εφάπαξ υπέρ του Δημοσίου ειδική εισφορά ανάλογα με την κατηγορία και το μικτό βάρος του φορτηγού οχήματος ως εξής:

α. Δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για τον πρώτο τόνο.

β. Δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε επόμενο και μέχρι επτά τόνους.

γ. Χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ για κάθε επόμενο και μέχρι τους σαράντα τόνους.

Εάν οι αιτούμενες άδειες είναι κατηγορίας ειδικής μεταφοράς πετρελαιοειδών, τα ποσά της ειδικής εισφοράς διαμορφώνονται ως εξής:

α. Είκοσι επτά χιλιάδες (27.000) ευρώ για τον πρώτο τόνο.

β. Τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ για κάθε επόμενο και μέχρι τους σαράντα δύο τόνους.

Το ποσό που καταβάλλεται για τη λήψη της άδειας Φ.Δ.Χ., λογίζεται ως έξοδο και εκπίπτει του εισοδήματος επιμεριζόμενο κατά το ένα τρίτο για τα τρία επόμενα έτη από τη λήψη της άδειας.

Περαιτέρω, για την ενίσχυση ειδικά των μικρών εκμεταλλευτών Φ.Δ.Χ που διενεργούν νομαρχιακές εμπορευματικές μεταφορές, αναγνωρίζεται επιπλέον προσαύξηση των ποσών των αποσβέσεων κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).

Οπως εξηγείται, οι μειώσεις αυτές παρέχονται διότι με την απελευθέρωση της αγοράς, θα μειωθεί η εμπορική αξία αυτών, με αποτέλεσμα την απώλεια κεφαλαίου για όσους ιδιοκτήτες έχουν αγοράσει από τρίτους Φ.Δ.Χ, κυρίως κατά τα τελευταία χρόνια.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 προτείνεται η σταδιακή κατάργηση του καταβαλλόμενου φόρου επί της υπεραξίας των μεταβιβαζόμενων αδειών. Από 1.1.2013 δεν θα οφείλεται φόρος κατά την μεταβίβαση των αδειών αυτών.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του ν/σ:

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

«ΕΚΟΥΣΙΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ,ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΧΡΕΩΝ, ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΕΚΟΥΣΙΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

¶ρθρο 1

Εισαγωγή

Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου A’ του νόμου αυτού, καθορίζεται προαιρετικός ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τις εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις, με σκοπό την κατάργησή τους.

¶ρθρο 2

Βασικές έννοιες

Για την εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού οι παρακάτω όροι νοούνται ως εξής :

1. Ελεγμένη και ανέλεγκτη υπόθεση: Ελεγμένη θεωρείται η υπόθεση που έχει ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο και έχουν εκδοθεί οι σχετικές καταλογιστικές πράξεις και ανέλεγκτη αυτή που δεν έχει ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο.

2. Δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα: Θεωρούνται αυτά που προκύπτουν από τα κύρια έντυπα των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που έχουν υποβληθεί, μετά την αφαίρεση: α) των εσόδων από συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις και β) των εσόδων από μισθώματα ακινήτων για όλους τους υπόχρεους, με εξαίρεση τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, Α΄ 151) .

3. Αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη: Είναι το ποσό που προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή λοιπά στοιχεία ή έγγραφα ή από απόφαση επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) και αφορά:

α) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών ή δαπανών από παράλειψη έκδοσης ή λήψης φορολογικού στοιχείου ή β) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών ή δαπανών από έκδοση ή λήψη ανακριβούς ως προς την αξία φορολογικού στοιχείου ή γ) την καθαρή αξία ληφθέντος φορολογικού στοιχείου, εικονικού ως προς το πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου ή δ) την καθαρή αξία εκδοθέντος εικονικού φορολογικού στοιχείου ή ληφθέντος φορολογικού στοιχείου εικονικού ως προς τη συναλλαγή ή φορολογικού στοιχείου που έχει νοθευθεί. Σε περίπτωση μερικώς εικονικού φορολογικού στοιχείου ως αξία λαμβάνεται η αξία της εικονικότητας.

4. Παράβαση Κ.Β.Σ. ή άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που επαυξάνει το φόρο είναι παράβαση που συνίσταται σε:

α) μη τήρηση ή μη διαφύλαξη οποιουδήποτε θεωρημένου βιβλίου Κ.Β.Σ., είτε βασικού είτε πρόσθετου,

β) μη επίδειξη των θεωρημένων Βιβλίων σε έλεγχο,

γ) ανακριβή τήρηση Βιβλίων ως προς τα έσοδα ή μη καταχώρηση εσόδων,

δ) ανακριβή τήρηση Βιβλίων ως προς τις αγορές και τις δαπάνες ή μη καταχώρηση αγορών και δαπανών,

ε) ανακριβή τήρηση πρόσθετων Βιβλίων ή σε μη καταχώρηση δεδομένων που επηρεάζουν τα έσοδα ή τις αγορές ή τις δαπάνες,

στ) τήρηση Βιβλίων κατώτερης της προβλεπόμενης από τον Κ.Β.Σ. κατηγορίας,

ζ) ανακρίβεια απογραφής ως προς την ποσότητα ή την αξία,

η) έκδοση αθεώρητου στοιχείου Κ.Β.Σ. μη καταχωρημένου στα Βιβλία,

θ) μη διαφύλαξη εκδοθέντος ή ληφθέντος φορολογικού στοιχείου,

ι) καταχώρηση στα Βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή δαπανών,

ια) έκδοση ή σήμανση στοιχείου από μη νόμιμο φορολογικό μηχανισμό που δεν καταχωρήθηκε στα Βιβλία,

ιβ) μη αναγραφή του είδους των αγαθών,

ιγ) μη σύνταξη Απογραφής ή Ισολογισμού,

ιδ) μη έκδοση ή έκδοση ανακριβούς στοιχείου που προβλέπεται από τον Κ.Β.Σ. ή υπουργική απόφαση χωρίς να προσδιορίζεται η αξία,

ιε) μη λήψη ή λήψη ανακριβούς στοιχείου που προβλέπεται από τον Κ.Β.Σ ή υπουργική απόφαση χωρίς να προσδιορίζεται ή αξία,

ιστ) μη έκδοση ή μη λήψη ή σε έκδοση ή λήψη ανακριβούς στοιχείου, η οποία προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή άλλο στοιχείο ή έγγραφο, χωρίς να προσδιορίζεται η αξία,

ιζ) έκδοση ή λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου ή νόθευση τέτοιου στοιχείου, η οποία προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή άλλο στοιχείο ή έγγραφο, χωρίς να προσδιορίζεται η αξία.

¶ρθρο 3

Υποθέσεις που υπάγονται στις ρυθμίσεις

1. Στο πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων του παρόντος Κεφαλαίου υπάγονται οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων επιτηδευματιών, οι οποίες αφορούν διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι και τις 31.12.2009.

2. Για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις, ως εκκρεμείς υποθέσεις νοούνται εκείνες που μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου:

α) δεν έχει αρχίσει ο έλεγχος ή έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί,

β) έχει εκδοθεί φύλλο ελέγχου ή πράξη αποτελεσμάτων, αλλά δεν έχει οριστικοποιηθεί,

γ) εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια μετά από άσκηση εμπρόθεσμης προσφυγής ή έφεσης και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ως εκκρεμείς θεωρούνται και οι υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και δεν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης για κάποιον από τους διαδίκους,

δ) έχουν ήδη ελεγχθεί και μέχρι την 31-8-2010:

αα) έχουν εκδοθεί συμπληρωματικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων ή φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) ή λοιπές εν γένει τέτοιες πράξεις, που είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί, είτε εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου,

ββ) έχουν εκδοθεί αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. που είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί, είτε εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια και αφορούν συμπληρωματικά στοιχεία με βάση τα οποία δεν έχει διενεργηθεί ακόμη έλεγχος στις λοιπές φορολογίες.

¶ρθρο 4

Υποθέσεις που εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις

1. Από τις υποθέσεις του προηγούμενου άρθρου εξαιρούνται:

α) οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί μέχρι 31.8.2010 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις καθώς και οι επόμενες αυτής,

β) οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν.2859/2000 - Α΄ 248).

γ) οι υποθέσεις για τις οποίες έχουν υποβληθεί συμπληρωματικές δηλώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999 (Α΄ 249), με εξαίρεση τις προηγούμενες ή επόμενες χρήσεις αυτών για τις οποίες υποβλήθηκαν οι συμπληρωματικές δηλώσεις,

δ) από κάθε υπόθεση, η ανέλεγκτη χρήση στην οποία τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα είναι μεγαλύτερα του ποσού των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ ή του αντίστοιχου ποσού σε δραχμές και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις,

ε) οι υποθέσεις φορολογίας πλοίων, ακίνητης περιουσίας, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, μεταβίβασης ακινήτων και κληρονομιών, δωρεών, προικών και γονικών παροχών, ενιαίου τέλους ακινήτων, ειδικού φόρου επί των ακινήτων, φόρου αυτόματου υπερτιμήματος και τέλους συναλλαγής,

στ) οι υποθέσεις των επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών,

ζ) οι υποθέσεις των επιχειρήσεων για τον έλεγχο των οποίων έχουν συγκροτηθεί Ειδικά Συνεργεία Ελέγχου του άρθρου 39 του ν. 1914/1990 (Α΄ 178), καθώς και οι υποθέσεις των νομικών προσώπων της παραγράφου 2 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. (ν.2238/1994).

η) από κάθε υπόθεση η ανέλεγκτη χρήση για την οποία υφίσταται παράβαση Κ.Β.Σ. για έκδοση πλαστού φορολογικού στοιχείου ή προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή από άλλα στοιχεία ή έγγραφα η έκδοση τέτοιου στοιχείου και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις,

θ) οι υποθέσεις επιτηδευματιών φυσικών προσώπων τα οποία, με βάση τα στοιχεία του περιουσιολογίου έτους 2008, υπόκεινται σε φορολόγηση για την ακίνητη περιουσία (Κεφάλαιο Δ΄ ν. 3842/2010 - Α΄ 58).

2. Οι εξαιρέσεις των περιπτώσεων δ) και στ) της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 και της παραγράφου 6 του άρθρου 12.

¶ρθρο 5

Προϋποθέσεις και αποτελέσματα υπαγωγής των υποθέσεων στις ρυθμίσεις

1. Η κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου κατάργηση των εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων γίνεται με τους όρους και τις προϋποθέσεις των επόμενων παραγράφων:

2. Περαιώνεται υποχρεωτικά η πρώτη κατά σειρά ανέλεγκτη και οι συνεχόμενες με αυτή ανέλεγκτες υποθέσεις που υπάγονται στη ρύθμιση.

3. Επιτρέπεται η περαίωση ορισμένων, μόνο, από τις ανέλεγκτες υποθέσεις που υπάγονται στη ρύθμιση, με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.

4. Με την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων φόρου εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων μπορεί να περαιώνονται τα εκκρεμή προσωρινά φύλλα ελέγχου ή πράξεις καθώς και οι εκκρεμείς αποφάσεις επιβολής προστίμου που αφορούν τις υποθέσεις αυτές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 6, 7 και 8.

5. Ο επιτηδευματίας, για την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων του, αποδέχεται την καταβολή της συνολικής οφειλής που προκύπτει από το Εκκαθαριστικό Σημείωμα του άρθρου 9, χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτεται ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις οικείες δηλώσεις που υποβλήθηκαν.

6. Για τις ελεγμένες υποθέσεις που υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος Κεφαλαίου, η περαίωση διενεργείται για κάθε μία εκκρεμή καταλογιστική πράξη ξεχωριστά και για όποια καταλογιστική πράξη επιθυμεί ο φορολογούμενος, ανεξαρτήτως φορολογικού αντικειμένου και διαχειριστικής περιόδου που αυτή αφορά.

7. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στο Δημόσιο κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων του παρόντος Κεφαλαίου, δεν αναζητούνται, ούτε συμψηφίζονται, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 9.

¶ρθρο 6

Περαίωση ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος

1. Η περαίωση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος πραγματοποιείται με την καταβολή φόρου επιπλέον εκείνου που τυχόν βεβαιώθηκε με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος που υποβλήθηκε.

2. Για τον υπολογισμό του φόρου τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) για όλα τα επαγγέλματα, με εξαίρεση αυτά που αφορούν δραστηριότητες με Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (Κ.Α.Δ.) οι οποίοι αντιστοιχούν στους παρακάτω Κωδικούς Αριθμούς των Μοναδικών Συντελεστών Καθαρού Κέρδους, για τα οποία τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται ως εξής:

α) με συντελεστή επτά τοις χιλίοις (7‰):

Κ.Α. 4214: έμπορος (πρατήριο) βενζίνης και πετρελαίου

Κ.Α. 4214 α: έμπορος (πρατήριο) πετρελαίου θέρμανσης (εκτός του Κ.Α.4235)

Κ.Α. 5402: πρατήριο χονδρικής πωλήσεως προϊόντων καπνοβιομηχανίας

Κ.Α. 5402: έμπορος προϊόντων καπνοβιομηχανίας χονδρικώς

β) με συντελεστή δώδεκα τοις χιλίοις (12‰):

Κ.Α. 4235: έμπορος πετρελαίου θέρμανσης (διανομή κατ΄ οίκον)

Κ.Α. 4235: έμπορος-μεταπωλητής πετρελαίου θέρμανσης (εκτός του Κ.Α.

4214 α)

γ) με συντελεστή ένα τοις εκατό (1%):

Κ.Α. 8301: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (προμήθεια από πωλήσεις εισιτηρίων)

Κ.Α. 8301 α: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (προμήθειες από πώληση αεροπορικών εισιτηρίων μέσω τρίτων ή προς ναυτιλιακές επιχειρήσεις)

Κ.Α. 8302 : πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (έσοδα από οργάνωση τουρισμού εσωτερικού ή εξωτερικού)

Κ.Α. 8303: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (προμήθειες από οργανωμένο τουρισμό από το εξωτερικό).

3. Το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο πολλαπλασιάζεται με συντελεστή προοδευτικότητας ανάλογα με τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα ως εξής:

Ακαθάριστα έσοδα Συντελεστής προοδευτικότητας

έως και 150.000 ευρώ 1

Από 150.001 ευρώ έως και 300.000 ευρώ 1,05

Από 300.001 ευρώ έως και 600.000 ευρώ 1,10

Από 600.001 ευρώ έως και 1.200.000 ευρώ 1,15

Από 1.200.001 ευρώ έως και 3.000.000 ευρώ 1,20

Από 3.000.001 ευρώ έως και 6.000.000 ευρώ 1,25

Από 6.000.001 ευρώ και άνω 1,30

4. Στο τελικό ποσό που προκύπτει από τους ως άνω υπολογισμούς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), εκτός από τις Α.Ε. και Ε.Π.Ε. για τις οποίες επιβάλλεται φόρος με συντελεστή εικοσιπέντε τοις εκατό (25%).

5. Το ποσό του φόρου της προηγούμενης παραγράφου προσαυξάνεται αν υπάρχουν παραβάσεις ή επιβαρυντικά στοιχεία της παραγράφου 4 του άρθρου 2 ως εξής:

α) Για παραβάσεις των περιπτώσεων α΄ έως και ιγ΄, κατά είκοσι τοις εκατό (20%).

β) Για παραβάσεις των περιπτώσεων ιδ΄ και ιε΄, κατά σαράντα τοις εκατό (40%).

γ) Για την περίπτωση ιστ΄, κατά σαράντα τοις εκατό (40%).

δ) Για την περίπτωση ιζ΄, κατά εξήντα τοις εκατό (60%).

6. Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, για τον υπολογισμό του ποσού του φόρου, το ποσό της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 15%, το ποσό που προκύπτει προστίθεται στο ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων με τον συντελεστή της παραγράφου 2, περαιτέρω το άθροισμα που προκύπτει πολλαπλασιάζεται με τον οικείο συντελεστή προοδευτικότητας της παραγράφου 3, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παράγραφο 8 και επί του γινομένου επιβάλλεται φόρος με τον οικείο συντελεστή της παραγράφου 4. Ο φόρος που προκύπτει προσαυξάνεται ως εξής:

α) Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη των περιπτώσεων α), β) και γ) της παραγράφου 3 του άρθρου 2, κατά σαράντα τοις εκατό (40%).

β) Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη της περίπτωσης δ) της παραγράφου 3 του άρθρου 2, κατά εξήντα τοις εκατό (60%).

7. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου καθώς και της παραγράφου 5, περίπτ. α) και β), λαμβάνονται υπόψη οι παραβάσεις του Κ.Β.Σ. οι οποίες:

α) έχουν οριστικοποιηθεί ή

β) εκκρεμούν για διοικητική επίλυση της διαφοράς στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή για εκδίκαση στα διοικητικά δικαστήρια.

8. Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη η οποία αφορά απόκρυψη εσόδων, το ποσό της απόκρυψης προστίθεται στα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα προκειμένου να προσδιορισθεί ο οικείος συντελεστής προοδευτικότητας και να εφαρμοστούν τα οριζόμενα στην παράγραφο 6.

9. Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη και παραβάσεις Κ.Β.Σ. ή λοιπά επιβαρυντικά στοιχεία που επαυξάνουν το φόρο, για την προσαύξηση του φόρου ισχύουν τα μεγαλύτερα ποσοστά προσαύξησης κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 5 και 6, ανάλογα με την περίπτωση.

10. Αν για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις δεν έχει υποβληθεί εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., το ποσό του φόρου που προκύπτει κατά τις προηγούμενες παραγράφους, ανάλογα με την περίπτωση, προσαυξάνεται κατά δέκα τοις εκατό (10%). Το ποσό που προκύπτει από την προσαύξηση αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερο από διακόσια (200) ευρώ και προστίθεται στο φόρο που προκύπτει κατά τις προηγούμενες παραγράφους ή στο ελάχιστο ποσό φόρου όπως ορίζεται στην επόμενη παράγραφο.

11. Αν από τον υπολογισμό του φόρου κατά τις προηγούμενες παραγράφους δεν προκύπτει φόρος ή προκύπτει:

α) Ποσό μικρότερο από τριακόσια (300) ευρώ, προκειμένου για μη υπόχρεο ή επιτηδευματία που δεν τήρησε βιβλία ή τήρησε βιβλία πρώτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του φόρου ορίζεται στα τριακόσια (300) ευρώ,

β) Ποσό μικρότερο από πεντακόσια (500) ευρώ, προκειμένου για επιτηδευματία που τήρησε βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του φόρου ορίζεται στα πεντακόσια (500) ευρώ. Εφόσον πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες τα αντίστοιχα ποσά φόρου ορίζονται σε επτακόσια (700) ευρώ.

γ) Ποσό μικρότερο από επτακόσια (700) ευρώ, προκειμένου για επιτηδευματία που τήρησε βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του φόρου ορίζεται στα επτακόσια (700) ευρώ. Εφόσον πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες τα αντίστοιχα ποσά φόρου ορίζονται σε χίλια (1000) ευρώ.

12. Ζημιά που προκύπτει από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας περαιούμενης χρήσης δεν μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων χρήσεων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, εφόσον η χρήση αυτή ή κάποια από τις τέσσερις (4) προηγούμενες χρήσεις, βαρύνεται με παράβαση Κ.Β.Σ. ή άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που επαυξάνει το φόρο ή με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.

13. Προσωρινό φύλλο ελέγχου ή προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου που εκκρεμεί στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 και αφορά τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις, περαιώνεται με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στο άρθρο 11.

¶ρθρο 7

Περαίωση ανέλεγκτων υποθέσεων λοιπών φορολογικών αντικειμένων

1. Η περαίωση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος συνεπάγεται αυτοδίκαια και την περαίωση ως ειλικρινών των ανέλεγκτων υποθέσεων των λοιπών φορολογικών αντικειμένων, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στις επόμενες παραγράφους.

2. Για την περαίωση κάθε ανέλεγκτης υπόθεσης Φ.Π.Α. :

α) Αν για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, επί του ποσού της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης υπολογίζεται Φ.Π.Α. με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%) και το προκύπτον ποσό προσαυξάνεται κατά τριάντα τοις εκατό (30%).

β) Αν για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις προκύπτει αναμφισβήτητα η λήψη πλαστού φορολογικού στοιχείου από δελτίο πληροφοριών ή άλλο στοιχείο ή έγγραφο, επί του ποσού της καθαρής αξίας του πλαστού στοιχείου υπολογίζεται Φ.Π.Α. με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%).

γ) Το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιούμενης χρήσης, το οποίο έχει μεταφερθεί στην επόμενη ανέλεγκτη χρήση, συνεχίζει να υπόκειται σε προσωρινό έλεγχο ως προς τις φορολογικές ή διαχειριστικές περιόδους στις οποίες γεννήθηκε ή από τις οποίες προέρχεται, εφόσον υπερβαίνει το ποσόν των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της επόμενης περίπτωσης δ’.

δ) Το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιούμενης χρήσης, προσαυξάνει το ποσό της οφειλής όπως αυτή προκύπτει με βάση την περαίωση της χρήσης αυτής, εφόσον η εν λόγω χρήση ή έστω μία από τις τέσσερις (4) προηγούμενες χρήσεις, βαρύνεται με παράβαση Κ.Β.Σ. ή άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που επαυξάνει το φόρο ή με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη. Ειδικά στις περιπτώσεις που το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει δηλώθηκε προς επιστροφή, η επιστροφή δεν διενεργείται και αν αυτή έχει ήδη διενεργηθεί κατά ένα μέρος ή στο σύνολό της, το σχετικό ποσό αποδίδεται από τον υπόχρεο στο δημόσιο με έκτακτη δήλωση, χωρίς κυρώσεις, εντός μηνός από την ημερομηνία καταβολής του ποσού της παραγράφου 3 του άρθρου 9. Αν το ποσό αυτό δεν αποδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις.

3. Εκκρεμείς προσωρινές καταλογιστικές πράξεις επιβολής του φόρου, τέλους ή εισφοράς ή πράξεις επιβολής προστίμου που εκκρεμούν στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 και αφορούν τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις, περαιώνονται με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στο άρθρο 11.

4. Αν διαπιστώνεται η μη υποβολή των σχετικών δηλώσεων ή υπάρχουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κάθε είδους επιβαρυντικά στοιχεία, διενεργείται έλεγχος με βάση τις κείμενες διατάξεις, με εξαίρεση τις μη υποβληθείσες εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α., για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 6.

¶ρθρο 8

Περαίωση παραβάσεων του Κ.Β.Σ.

Αποφάσεις επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. που εκκρεμούν στις Δ.Ο.Υ. ή λοιπές ελεγκτικές αρχές ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 και αφορούν τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις, περαιώνονται με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στο άρθρο 11.

¶ρθρο 9

Διαδικασία περαίωσης

1. Για την πραγματοποίηση της περαίωσης των ανέλεγκτων υποθέσεων η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών εκδίδει Εκκαθαριστικό Σημείωμα για τις ανέλεγκτες υποθέσεις που υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος Κεφαλαίου, με βάση τα δεδομένα που είναι καταχωρημένα στα κεντρικά υπολογιστικά συστήματά της κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 13. Το Εκκαθαριστικό Σημείωμα για κάθε μία υπόθεση περιέχει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

α) την αρμόδια για την κατά οικονομικό έτος Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του επιτηδευματία και τον κωδικό αυτής,

β) τα ανέλεγκτα οικονομικά έτη,

γ) τη νομική μορφή του επιτηδευματία και την κατηγορία βιβλίων Κ.Β.Σ.,

δ) τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα,

ε) την τυχόν αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη ή την παράβαση του Κ.Β.Σ. ή το δελτίο πληροφοριών ή τα λοιπά επιβαρυντικά στοιχεία ή έγγραφα, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2,

στ) το συντελεστή του φόρου περαίωσης,

ζ) το ποσό του φόρου περαίωσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6,

η) το ποσό του Φ.Π.Α. που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7,

θ) το σύνολο της οφειλής κατά οικονομικό έτος και το ποσό της συνολικής οφειλής,

ι) το ποσό της οφειλής που πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 για να γίνει αποδεκτό το Εκκαθαριστικό Σημείωμα και να υπαχθεί η υπόθεση στις ρυθμίσεις του παρόντος Κεφαλαίου.

2. Το Εκκαθαριστικό Σημείωμα αποστέλλεται ταχυδρομικά από τη Γ.Γ.Π.Σ. στον επιτηδευματία που αφορά, με ενημέρωση της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ.

3. Ο επιτηδευματίας που επιθυμεί να ρυθμιστούν οι ανέλεγκτες υποθέσεις του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, υποχρεούται να καταβάλλει το είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού της συνολικής οφειλής που αναγράφεται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από πεντακόσια (500) ευρώ, εκτός αν το ποσό της συνολικής οφειλής είναι κατώτερο από το ποσό αυτό. Η καταβολή από τον επιτηδευματία του αναφερόμενου στο προηγούμενο εδάφιο ποσού συνεπάγεται την ανεπιφύλακτη και αμετάκλητη αποδοχή του περιεχομένου του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, καθώς και των όρων και των προϋποθέσεων που ορίζονται με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου για την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων, η οποία και επέρχεται με την εξόφληση της συνολικής οφειλής που αναγράφεται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα. Η κατά το πρώτο εδάφιο καταβολή δεν μπορεί να γίνει μετά την ημερομηνία που καθορίζεται με την υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13. Μετά την παρέλευση της ημερομηνίας αυτής δεν επιτρέπεται η υπαγωγή φορολογικών υποθέσεων στις ρυθμίσεις του παρόντος Κεφαλαίου.

4. Αν μετά την κατά τα ανωτέρω αποδοχή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος περιέλθουν σε γνώση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. συμπληρωματικά στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. και της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του Κώδικα Φ.Π.Α., εκδίδεται βάσει αυτών συμπληρωματικό Εκκαθαριστικό Σημείωμα κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, συμψηφιζόμενου του ποσού που καταβλήθηκε με την αποδοχή του αρχικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν και για κάθε είδους στοιχεία που υφίστανται ήδη στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. και λοιπές ελεγκτικές αρχές κατά την ημερομηνία που ορίζεται με την υπουργική απόφαση του άρθρου 13 αλλά δεν ήταν διαθέσιμα στη Γ.Γ.Π.Σ. κατά την ίδια ημερομηνία και δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση των Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων, καθώς επίσης και για τα αποτελέσματα της επεξεργασίας και των ελέγχων που αφορούν βιβλία και στοιχεία που είχαν κατασχεθεί ή παραληφθεί, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία, αλλά δεν είχαν ελεγχθεί.

¶ρθρο 10

Τρόπος καταβολής των φόρων

1. Τα υπόλοιπα ποσά φόρου εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας που περιλαμβάνονται στο Ειδικό Εκκαθαριστικό Σημείωμα και αφορούν τις ρυθμιζόμενες ανέλεγκτες υποθέσεις του επιτηδευματία, καταβάλλονται ως ακολούθως:

α) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, σε έξι (6), κατ’ ανώτατο όριο, ίσες μηνιαίες δόσεις και χωρίς το ποσό της κάθε δόσης να υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ, με εξαίρεση την τελευταία δόση.

β) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ και μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις, με εξαίρεση την τελευταία δόση.

γ) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και μέχρι δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, σε δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις, με εξαίρεση την τελευταία δόση.

δ). Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, σε δέκα οκτώ (18) ίσες μηνιαίες δόσεις.

ε) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, σε είκοσι τέσσερις (24) ίσες μηνιαίες δόσεις.

2. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον εντός του οποίου το Εκκαθαριστικό Σημείωμα έγινε αποδεκτό και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται σχετική ειδοποίηση του υπόχρεου.

3. Σε περίπτωση που ολόκληρο το οφειλόμενο κατά την παράγραφο 1 ποσό καταβληθεί μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) επί του ποσού αυτού.

¶ρθρο 11

Περαίωση εκκρεμών ελεγμένων υποθέσεων

1. Εκκρεμείς ελεγμένες υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο καθώς και εκείνες για τις οποίες τα φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις προσδιορισμού του φόρου ή οι αποφάσεις επιβολής προστίμου ακυρώθηκαν για τυπικούς λόγους, περαιώνονται με διαγραφή των πρόσθετων φόρων και τον περιορισμό στο 1/5 των κάθε είδους προστίμων.

2. Εκκρεμείς ελεγμένες υποθέσεις για τις οποίες έγινε δεκτή εν όλω ή εν μέρει η προσφυγή, περαιώνονται με διαγραφή των πρόσθετων φόρων και μείωση του κύριου φόρου στο εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) και προκειμένου περί προστίμου, με περιορισμό αυτού στο 1/10. Η διαγραφή και η μείωση διενεργείται στο μέρος του κυρίου φόρου, των πρόσθετων φόρων και του προστίμου για το οποίο έγινε δεκτή η προσφυγή.

3. Εκκρεμείς ελεγμένες υποθέσεις για τις οποίες με βάση την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτεται εν όλω ή εν μέρει η προσφυγή, περαιώνονται με μείωση του πρόσθετου φόρου στο είκοσι τοις εκατό (20%) και του προστίμου στο ¼. Η μείωση διενεργείται στο μέρος των πρόσθετων φόρων και του προστίμου για το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή.

4. Τα οριζόμενα στις ως άνω παραγράφους 1,2 και 3 ισχύουν ανάλογα και για τις υποθέσεις της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωσης δ΄ του άρθρου 3.

5. Οι υποθέσεις της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης δ΄ του άρθρου 3 περαιώνονται με τον περιορισμό στο εξήντα τοις εκατό (60%) του επιβληθέντος προστίμου Κ.Β.Σ., εξαντλούμενης κάθε περαιτέρω φορολογικής υποχρέωσης για τις υποθέσεις αυτές ως προς τα συμπληρωματικά στοιχεία που αφορά το εν λόγω πρόστιμο.

6. Η περαίωση κατά τις προηγούμενες παραγράφους επέρχεται εφόσον μέσα στην προθεσμία που ορίζεται με την υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 επέλθει επίλυση της διαφοράς για κάθε εκκρεμή καταλογιστική πράξη, στο πλαίσιο σχετικού διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού, ανάλογα με την περίπτωση, μετά από σχετική αίτηση του υπόχρεου. Εφόσον πρόκειται για υπαγόμενες υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, μαζί με την αίτηση προσκομίζεται και βεβαίωση από το αρμόδιο δικαστήριο ότι η υπόθεση δεν έχει ακόμη συζητηθεί.

7. Τα ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου βεβαιώνονται από τον προϊστάμενο της ελεγκτικής αρχής που εξέδωσε την οικεία καταλογιστική πράξη στο όνομα του υπόχρεου, με τη σύνταξη σχετικών χρηματικών καταλόγων. Ως προς τη σύνταξη των καταλόγων και τα λοιπά εν γένει θέματα έχουν εφαρμογή οι κείμενες διατάξεις.

8. Με την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν ανά εκκρεμή καταλογιστική πράξη στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος άρθρου ή το αργότερο εντός δύο (2) εργάσιμων για τις Δ.Ο.Υ. ημερών από την ημερομηνία επίλυσης, καταβάλλεται το είκοσι τοις εκατό (20%) της βάσει συμβιβασμού οφειλής το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από πεντακόσια (500) ευρώ εκτός αν το σύνολο της βάσει συμβιβασμού οφειλής είναι μικρότερο, και το υπόλοιπο οφειλόμενο βάσει συμβιβασμού ποσό από την ίδια καταλογιστική πράξη καταβάλλεται σε δόσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10. Οι διατάξεις του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179), ισχύουν ανάλογα και εν προκειμένω.

9. Σε περιπτώσεις εκκρεμών καταλογιστικών πράξεων που περαιώνονται κατά τα ανωτέρω για τις οποίες υπάρχει ήδη βεβαίωση ποσού για οποιοδήποτε λόγο, αυτό συνυπολογίζεται προκειμένου να βεβαιωθεί το βάσει συμβιβασμού ποσό. Αν το ήδη βεβαιωθέν ποσό υπερβαίνει αυτό που προκύπτει βάσει συμβιβασμού, το επιπλέον ήδη βεβαιωθέν ποσό δεν διαγράφεται ούτε επιστρέφεται.

¶ρθρο 12

Ρυθμίσεις για υποθέσεις που έχουν υπαχθεί στον αυτοέλεγχο και την άρση της υποχρέωσης διαφύλαξης βιβλίων και στοιχείων

1. Υποθέσεις που αφορούν δηλώσεις οι οποίες υπήχθησαν στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν. 3296/2004 (Α΄ 253) και περιλαμβάνονται στις επιλεχθείσες προς έλεγχο δηλώσεις σύμφωνα με τις 1105941/1845/ΔΕ-Α/ΠΟΛ. 1130/2007(Β΄ 2217) και 1028045/1232/ΔΕ-Α/ΠΟΛ 1035/2009(Β΄ 503) Α.Υ.Ο.Ο. και για τις οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος δεν έχει αρχίσει ο έλεγχος ή έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί, υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου περί ανέλεγκτων υποθέσεων, εφαρμοζόμενων στο σύνολό τους των διατάξεων αυτών.

2. Υποθέσεις που αφορούν δηλώσεις οι οποίες υπήχθησαν στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν. 3296/2004, διαχειριστικών περιόδων που έκλεισαν από 1.1.2008 έως και 31.12.2009, υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου περί ανέλεγκτων υποθέσεων, υπολογιζόμενου στο οικείο Εκκαθαριστικό Σημείωμα ποσού φόρου εισοδήματος ίσου με το ½ του ελάχιστου ποσού της παραγράφου 11 του άρθρου 6.

3. Εφόσον υφίστανται υποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων καθώς και λοιπές ανέλεγκτες υποθέσεις του ίδιου επιτηδευματία, υπαγόμενες στη ρύθμιση του παρόντος Κεφαλαίου, οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5 εφαρμόζονται για το σύνολο των πιο πάνω υποθέσεων.

4. Οι δηλώσεις που αφορούν υποθέσεις της παραγράφου 2 οι οποίες θα περαιωθούν σύμφωνα με τα ανωτέρω, εξαιρούνται της επιλογής προς έλεγχο βάσει δείγματος με υπουργική απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 17 του ν. 3296/2004, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν αναριθμηθεί και αντικατασταθεί με τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 3842/2010.

5. Αν περαιωθούν όλες οι υπαγόμενες ανέλεγκτες χρήσεις και οι χρήσεις που αφορούν υποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 καθώς και όλα τα εκκρεμή προσωρινά φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις ή οι αποφάσεις επιβολής προστίμου και εξοφληθεί η συνολική οφειλή που προκύπτει βάση του Εκκαθαριστικού Σημειώματος και των οικείων πρακτικών συμβιβασμού, αντίστοιχα, αίρεται η υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων κατά το άρθρο 21 του Κ.Β.Σ. όσον αφορά τις περαιωθείσες χρήσεις μέχρι και τη χρήση 2005, από την ημερομηνία εξόφλησης του συνόλου των σχετικών ποσών. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο ή έχουν περαιωθεί με οποιαδήποτε ρύθμιση, και εφόσον έχει εξοφληθεί ή θα εξοφληθεί το σύνολο της οφειλής. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν ισχύουν για υποθέσεις για τις οποίες έχει υποβληθεί και εκκρεμεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου δήλωση φόρου κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και έχουν δηλωθεί περιουσιακά στοιχεία του άρθρου 12 του ν.2961/2001 (Α’ 266) καθώς και για υποθέσεις για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.

6. Επιτηδευματίας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει λάβει μη νόμιμα φορολογικά στοιχεία ή έχει εκδώσει τέτοια στοιχεία, κατά το άρθρο 19 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179), με εξαίρεση τους εκδότες πλαστών φορολογικών στοιχείων, μπορεί να υποβάλλει στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ., ειδικό σημείωμα δήλωσης των τιμολογίων ή εν γένει των φορολογικών αυτών στοιχείων και να δηλώσει τον αριθμό, την ημερομηνία έκδοσης και την αξία καθενός από αυτά καθώς και τη συνολική αξία.

Επί της συνολικής αξίας, προ Φ.Π.Α., υπολογίζεται φόρος εισοδήματος ίσος με το 55% αν πρόκειται για Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. και 40% σε κάθε άλλη περίπτωση.

Το ειδικό σημείωμα υποβάλλεται μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται με την υπουργική απόφαση του άρθρου 13. Με την υποβολή του καταβάλλεται το 20% του προκύπτοντος φόρου και το υπόλοιπο ποσό βεβαιώνεται σε 12 ίσες μηνιαίες δόσεις η κάθε μία εκ των οποίων δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 500 ευρώ, εκτός της τελευταίας.

Εφόσον εξοφληθεί ο φόρος εισοδήματος της παραγράφου αυτής δεν επιβάλλεται διοικητική κύρωση, είτε αφορά σε προσαυξήσεις, είτε σε πρόστιμο του Κ.Β.Σ., είτε σε θέματα κύρους των βιβλίων, αποκλειστικά και μόνο για τα δηλωθέντα μη νόμιμα φορολογικά στοιχεία και εφαρμόζεται για τα στοιχεία αυτά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997.

7. Η προθεσμία παραγραφής που λήγει στις 31.12.2010 ημερομηνία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, παρατείνεται μέχρι 31.12.2011. Η διάταξη του προηγουμένου εδαφίου δεν ισχύει για υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, προικών, κερδών από λαχεία, μεταβίβασης ακινήτων και φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.).

¶ρθρο 13

Διαδικασία βεβαίωσης οφειλών και τρόπος καταβολής τους

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται:

α) Οι υπηρεσίες, τα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλοι φορείς στα οποία διενεργείται η καταβολή του ποσού της παραγράφου 3 του άρθρου 9 και η καταβολή των δόσεων της οφειλής,

β) Το περιεχόμενο, ο χρόνος, ο τρόπος και η διαδικασία έκδοσης Εκκαθαριστικού ή Συμπληρωματικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 9 καθώς και οι συνέπειες και οι διαδικασίες που ακολουθούνται σε περίπτωση μη αποδοχής του από τον επιτηδευματία.

γ) Ο ειδικότερος τρόπος βεβαίωσης των οφειλών στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. και τα παραστατικά που θεωρούνται ως αποδεικτικά είσπραξης για τις ανάγκες εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού.

δ) Ο ειδικότερος τρόπος, ο χρόνος και η κατανομή των καταβαλλόμενων εσόδων στους κωδικούς του προϋπολογισμού.

ε) Ο ειδικότερος τρόπος πίστωσης των καταβαλλόμενων εσόδων .

στ) Οι συνέπειες της εκπρόθεσμης καταβολής μιας ή περισσότερων δόσεων για την περαίωση των υποθέσεων του παρόντος Κεφαλαίου.

ζ) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία σύνταξης και υποβολής στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. από τον επιτηδευματία του Εκκαθαριστικού Σημειώματος στην περίπτωση μη έκδοσής του από την Γ.Γ.Π.Σ.

η) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία διόρθωσης του Εκκαθαριστικού Σημειώματος από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. προφανών σφαλμάτων του Εκκαθαριστικού Σημειώματος.

θ) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία αποδοχής του Εκκαθαριστικού Σημειώματος όταν ο επιτηδευματίας δεν επιθυμεί να περαιώσει το σύνολο των χρήσεων που περιλαμβάνονται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα

ι) Ο τρόπος, ο χρόνος, η διαδικασία και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 13 του άρθρου 6, της παραγράφου 3 του άρθρου 7 και των άρθρων 8 και 11. Και

ια) Κάθε αναγκαίο ζήτημα ή διαδικασία για την εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Διατάξεις για τη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών, την είσπραξη των δημοσίων εσόδων και την αποτελεσματική τιμωρία των αδικημάτων φοροδιαφυγής

¶ρθρο 14

Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών

1. Τα, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ληξιπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, χρέη προς το Δημόσιο καθώς και χρέη υπέρ τρίτων που εισπράττονται μέσω των Δ.Ο.Υ., μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη η οποία υποβάλλεται μέχρι την 29η Οκτωβρίου 2010 στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο που είναι βεβαιωμένα, να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως ακολούθως:

α) Εφάπαξ, με απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) και έκπτωση από τυχόν πρόσθετους φόρους ή πρόσθετα τέλη που συμβεβαιώθηκαν με την κύρια οφειλή από το έτος 2007 και μετά, κατά ποσοστό, που διαφοροποιείται, ανάλογα με το έτος βεβαίωσης :

αα) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2007, κατά ποσοστό δέκα στα εκατό (10%),

ββ) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2008, κατά ποσοστό είκοσι στα εκατό (20%),

γγ) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2009, κατά ποσοστό τριάντα στα εκατό (30%) και

δδ) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2010 κατά ποσοστό σαράντα στα εκατό (40%).

β) Σε δύο (2) έως τρεις (3) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης τριακόσια (300) ευρώ.

γ) Σε τέσσερις (4) έως (12) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού ενενήντα τοις εκατό (90%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης πεντακόσια (500) ευρώ.

δ) Σε δεκατρείς (13) έως είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης πεντακόσια (500) ευρώ.

ε) Σε είκοσι πέντε (25) έως τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης χίλια (1.000) ευρώ.

στ) Σε τριάντα επτά (37) έως σαράντα πέντε (45) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης χίλια (1.000) ευρώ.

Ως προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για την εφαρμογή των απαλλαγών των περιπτώσεων β’ έως και στ’, λογίζονται σε κάθε περίπτωση οι προσαυξήσεις όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία καταβολής της α’ δόσης. Οι υπόλοιπες δόσεις επιβαρύνονται με προσαύξηση ένα στα εκατό (1%) ανά μήνα και όπως ειδικότερα πρόκειται να καθορισθεί σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 7 υπουργικής απόφασης.

2. Η πρώτη δόση είναι καταβλητέα την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, η δεύτερη δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Νοεμβρίου 2010 , οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών. Εξαιρετικά οι απαλλαγές της εφάπαξ εξόφλησης που προβλέπονται στην περιπτ. α’ της προηγούμενης παραγράφου, δεν ισχύουν αν η εξόφληση δεν διενεργηθεί εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

3. Οι ευνοϊκοί όροι εξόφλησης της παραγράφου 1, παύουν να ισχύουν αν ο οφειλέτης:

α) δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα μία δόση της περίπτωσης β΄ ή δύο δόσεις της περίπτωσης γ΄ ή τρείς δόσεις των λοιπών περιπτώσεων της παραγράφου 1,

β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισής του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός στην περίπτωση β’ των δύο μηνών στην περίπτωση γ’ ή των τριών μηνών στις λοιπές περιπτώσεις της παραγράφου 1,

γ) δεν υποβάλει εμπρόθεσμα τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των χρεών του και μέχρι την εξόφλησή τους,

δ) δεν είναι ενήμερος για τα χρέη του που βεβαιώνονται από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μετά, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, ή

ε) απολέσει διευκόλυνση τμηματικής καταβολής που του έχει χορηγηθεί για υφιστάμενα χρέη κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ή που θα του χορηγηθεί για χρέη που θα βεβαιωθούν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού,

στ) δεν είναι ενήμερος για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, για χρέη που βεβαιώθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, τα οποία δεν ζήτησε να υπαχθούν στις ρυθμίσεις της παραγράφου 1.

4. Αν καθυστερήσει η πληρωμή δόσης, η δόση επιβαρύνεται με προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε μήνα καθυστέρησης.

5. Για χρονικό διάστημα δύο ετών δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής σύμφωνα και με τα άρθρα 13 έως 21 του ν.2648/1998 (Α΄238) από τα όργανα του άρθρου 14 του ιδίου νόμου, για χρέη που βεβαιώθηκαν ταμειακά μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

6. Στον οφειλέτη που θα υπαχθεί σε ρύθμιση των χρεών του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του ν.2523/1997, αναστέλλονται δε όσα τυχόν λήφθηκαν.

Κατά το χρονικό διάστημα της ρύθμισης αναστέλλεται επίσης η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων, με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά αποκλειστικά χρέη που υπήχθησαν στην ρύθμιση του άρθρου αυτού. Η αναστολή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή για κατασχέσεις για τις οποίες εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες πριν την καταβολή της πρώτης δόσης ή την εφ’ άπαξ εξόφληση της ρύθμισης, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές καλύπτουν δόσεις της ρύθμισης, εφόσον δεν συμψηφίζονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί.

Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

Οι διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 2648/1998 πλην της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και για τα χρέη που υπάγονται στη ρύθμιση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

Η παραγραφή των χρεών για τα οποία υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού, και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της αναστολής.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται: α) οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οφειλέτης που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, μπορεί να υπαχθεί σε άλλο πρόγραμμα της παρ. 1, β) οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οφειλέτες μπορούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις της παραγράφου 1 μετά την 29η Οκτωβρίου 2010, για χρέη που έχουν βεβαιωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, γ) οι όροι και οι προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση βεβαιωμένων αλλά μη ληξιπροθέσμων οφειλών, δ) οι προϋποθέσεις χορήγησης και η διάρκεια ισχύος του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας στους οφειλέτες που είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.

¶ρθρο 15

Διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Κατάργηση του Κ.Β.Σ.

1. Το άρθρο 9 του ν.356/1975 (ΚΕΔΕ), αντικαθίσταται ως εξής:

« ¶ρθρο 9

Απαρίθμηση αναγκαστικών μέτρων

Τα αναγκαστικά μέτρα που εφαρμόζονται για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων είναι τα εξής:

1) Κατάσχεση, κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη είτε κινητών και απαιτήσεων του εν γένει στα χέρια τρίτου.

2) Κατάσχεση ακινήτων.

Η χρήση των αναγκαστικών αυτών μέτρων εναπόκειται στη κρίση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου που είναι βεβαιωμένο το έσοδο, ο οποίος μπορεί να τα λάβει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, είτε αθροιστικά είτε κάθε ένα χωριστά κατά την ελεύθερη κρίση του. Τα αναγκαστικά μέτρα του άρθρου αυτού, καθώς και τα μέτρα του προηγούμενου άρθρου, μπορεί να λαμβάνονται είτε αθροιστικά είτε κάθε ένα ξεχωριστά για ένα ή περισσότερους οφειλέτες και από το διοικητικό όργανο που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Με την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να κατανέμονται οι αρμοδιότητες κατά την χρήση των αναγκαστικών μέτρων και την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων της εκτελέσεως μεταξύ των προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. ή των Τελωνείων που είναι βεβαιωμένο το έσοδο και του διοικητικού οργάνου που ορίζεται με την υπουργική απόφαση και να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

2. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Ομοίως δύναται να αντιταχθεί σε συμψηφισμό και απαίτηση βεβαιωμένη ακόμη και αν δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη.»

3. Στην παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 (Α΄151) προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Όταν το εισόδημα συνίσταται σε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία, ο φορολογούμενος φέρει το βάρος αποδείξεως είτε της πραγματικής πηγής ή αιτίας προέλευσής του, είτε ότι φορολογείται από άλλες διατάξεις, είτε ότι απαλλάσσεται από το φόρο με ειδική διάταξη, προκειμένου αυτό να μην φορολογηθεί ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων. Το εισόδημα αυτό τεκμαίρεται ότι αποκτήθηκε κατά την προηγούμενη χρήση εκείνης κατά την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξή του εκτός αν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικό χρόνο απόκτησης.»

4. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μέχρι 31-12-2012 παρατείνεται η παραγραφή των πάσης φύσεως βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία, χρεών.

5. α) Οι διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 186/1992 «Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων» (Α’ 84-Κ.Β.Σ.) με τις οποίες ορίζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των επιτηδευματιών, σχετικά με την τήρηση των Βιβλίων και την έκδοση των Στοιχείων για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων, παύουν να ισχύουν στο σύνολό τους από την 1η Ιανουαρίου 2012.

β) Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών ειδική νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με σκοπό τον έλεγχο των ισχυουσών διατάξεων του Κ.Β.Σ. Η Επιτροπή αξιολογεί τις διατάξεις και εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών σχετικά με την ένταξη εκείνων των διατάξεων που αξιολογούνται ως σκόπιμες και λειτουργικές, είτε αυτούσιων είτε τροποποιημένων στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994 - Α’151) ή σε άλλο φορολογικό νόμο.

Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, είναι εννεαμελής και αποτελείται από ανώτατο δικαστικό λειτουργό ή μέλος Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., εν ενεργεία ή μη, ως Πρόεδρο και από δημόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών και πρόσωπα με ειδικές γνώσεις και εμπειρία, ως μέλη. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ως γραμματέας της Επιτροπής υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Η Επιτροπή ολοκληρώνει το έργο της και υποβάλλει την εισήγησή της το αργότερο μέχρι τις 30.6.2011. Με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών οι εργασίες της Επιτροπής μπορεί να παραταθούν για τρεις μήνες.

¶ρθρο 16

Διατάξεις για την αποτελεσματική τιμωρία της φοροδιαφυγής

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 του ν.2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου - εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α., τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ , β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ.

Σε περίπτωση συρροής περισσότερων τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών τα ως άνω ποσά υπολογίζονται ξεχωριστά για κάθε μερικότερο φόρο, τέλος ή εισφορά.»

2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 19 του ν.2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Επίσης, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται ο υπόχρεος που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από το π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρεί στα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, τις συναλλαγές για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων, εφόσον εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13. Ειδικά για υπόχρεους που, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, εμπίπτουν στις διατάξεις του πέμπτου και έκτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 13, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξη (6) μηνών. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 καταλαμβάνουν και το αδίκημα της παρούσας παραγράφου.»

3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«Ειδικά, στις περιπτώσεις: α) της παραγράφου 1 περίπτ. γ΄ του άρθρου 18, β) της παραγράφου 5 του άρθρου 19, όταν το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ και γ) της περίπτ. β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 19 , δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου.»

4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2, εφόσον δεν ασκήθηκε προσφυγή κατά του οικείου φύλλου ελέγχου, υποβάλλει αμελλητί, σχετική μηνυτήρια αναφορά στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, για την άσκηση της κατά νόμο ποινικής δίωξης»

5. Η παράγραφος 5 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρμόδιο δικαστήριο είναι κατά περίπτωση το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές εφετείο κακουργημάτων του τόπου της έδρας της αρμόδιας για τη φορολόγηση δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.»

6. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2523/1997 προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Αν κατά τον ίδιο έλεγχο διαπιστωθεί η μη έκδοση πλέον των δέκα (10) παραστατικών στοιχείων ή, ανεξαρτήτως του πλήθους, τα μη εκδοθέντα ή το μη εκδοθέν παραστατικό στοιχείο υπερβαίνει σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ, η λειτουργία του καταστήματος, γραφείου, εργοστασίου, εργαστηρίου, αποθήκης και γενικά κάθε επαγγελματικής εγκατάστασης του υπόχρεου επαγγελματία, αναστέλλεται άμεσα για 48 ώρες, με πράξη των οργάνων που διενεργούν τον έλεγχο και η επαγγελματική εγκατάσταση σφραγίζεται με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής, εφόσον ζητηθεί από τα ελεγκτικά όργανα.

Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται από τα ελεγκτικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι έχει εκδοθεί ειδική εντολή ελέγχου από τον Ειδικό Γραμματέα του Σ.Δ.Ο.Ε. για την εφαρμογή του ως άνω μέτρου κατά την ημερομηνία έκδοσης της ειδικής εντολής.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται η ειδικότερη διαδικασία και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου. Η, σύμφωνα με τα δύο προηγούμενα εδάφια, αναστολή της λειτουργίας της επαγγελματικής εγκατάστασης με πράξη των ελεγκτικών οργάνων, δεν εμποδίζει την περαιτέρω αναστολή λειτουργίας της επαγγελματικής εγκατάστασης του υπόχρεου επιτηδευματία με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Τέλη κυκλοφορίας και αποσβέσεις αξίας αδειών,

φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως

¶ρθρο 17

Τέλη κυκλοφορίας

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 20 του ν. 2948/2001 (ΦΕΚ 242 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται στα αυτοκίνητα οχήματα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου με τις οποίες ορίζεται διαφορετικά, και λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων της οδηγίας 1999/62/ΕΚ ως προς τα βαρέα φορτηγά οχήματα, ορίζονται ως εξής:

Α. Αυτοκίνητα οχήματα ιδιωτικής χρήσης.

α) Επιβατικά αυτοκίνητα που έχουν ταξινομηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα έως την 31/12/2010 και δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες ανεξαρτήτως της ημερομηνίας πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα, με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα αυτών:

Κατηγορία Κινητήρας σε κυβικά εκατοστά Τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ)

Α΄ Έως 300 20

Β΄ 301 - 785 50

Γ΄ 786 - 1071 110

Δ΄ 1072 - 1357 120

Ε΄ 1358 - 1548 220

ΣΤ΄ 1549 - 1738 240

Ζ’ 1739 - 1928 270

Η’ 1929 - 2357 600

Θ’ 2358 3000 800

Ι’ 3001 4000 1.000

Κ’ 4001 και άνω 1.200

β) Επιβατικά αυτοκίνητα ταξινομούμενα για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την 1/1/2011 και μετά, αποκλειστικά με βάση τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (γραμμάρια CO2 ανά χιλιόμετρο).

Λαμβάνονται υπόψη οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως αυτές αναγράφονται στην άδεια του οχήματος, ως εξής:

ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΔΙΟΞΕΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ (γρμ. CO2 ανά χιλιόμετρο) ΕΤΗΣΙΑ ΤΕΛΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΑΝΑ ΓΡΑΜΜΑΡΙΟ ΕΚΠΟΜΠΩΝ CO2 (σε ευρώ)

0 - 100 0

101 - 120 0,80

121 - 140 1,00

141 - 160 1,50

161 - 180 2,00

181 - 200 2,25

201 - 250 2,50

¶νω των 251 3,00

Για τα Ε.Ι.Χ. ρυμουλκούμενα, ημιρυμουλκούμενα (τροχόσπιτα): 125 ευρώ.

Στα ανωτέρω αυτοκίνητα περιλαμβάνονται και τα επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα που εισάγονται από το αλλοδαπό προσωπικό των εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων των εγκατεστημένων στην Ελλάδα με βάση τον α.ν. 89/1967 (ΦΕΚ 132 Α΄). Επίσης περιλαμβάνονται και τα τύπου Jeep αυτοκίνητα, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό τους ως επιβατικών ή φορτηγών.

γ) Φορτηγά αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες:

Κατηγορία Μικτό βάρος σε χιλιόγραμμα Τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ)

Α΄ έως 1.500 70

Β΄ 1.501 - 3.500 95

Γ΄ 3.501 - 10.000 270

Δ΄ 10.001 - 20.000 540

Ε΄ 20.001 - 30.000 850

ΣΤ΄ 30.001 - 40.000 1.200

Ζ΄ 40.001 και άνω 1.350

Για τα ρυμουλκά (τράκτορ) : 270 ευρώ.

δ) Λεωφορεία

Κατηγορία Θέσεις καθημένων Τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ)

Α΄ έως 33 190

Β΄ 34 - 50 370

Γ΄ 51 και άνω 465

ε) Αυτοκίνητα που δεν ανήκουν στις πιο πάνω κατηγορίες : 485 ευρώ

Β. Αυτοκίνητα οχήματα δημόσιας χρήσης.

α) Επιβατικά (με ή χωρίς μετρητή) που έχουν ταξινομηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα έως την 31/12/2010 : 260 ευρώ.

β) Επιβατικά (με ή χωρίς μετρητή) ταξινομούμενα για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την 1/1/2011 και μετά, αποκλειστικά με βάση τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (γραμμάρια CO2 ανά χιλιόμετρο).

Λαμβάνονται υπόψη οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως αυτές αναγράφονται στην άδεια του οχήματος, ως εξής:

ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΔΙΟΞΕΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ (γρμ. CO2 ανά χιλιόμετρο) ΕΤΗΣΙΑ ΤΕΛΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΑΝΑ ΓΡΑΜΜΑΡΙΟ ΕΚΠΟΜΠΩΝ CO2 (σε ευρώ)

0 - 100 0

101 - 150 2,00

¶νω των 151 2,50

γ) Φορτηγά αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες:

Κατηγορία Μικτό βάρος σε χιλιόγραμμα Τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ)

Α΄ έως 3.500 115

Β΄ 3.501 - 10.000 175

Γ΄ 10.001 - 19.000 310

Δ΄ 19.001 - 26.000 450

Ε΄ 26.001 - 33.000 590

ΣΤ΄ 33.001 - 40.000 840

Ζ΄ 40.001 και άνω 1.320

Για τα ρυμουλκά (τράκτορ) : 270 ευρώ

δ) Λεωφορεία

Κατηγορία Θέσεις καθημένων και ορθίων Τέλη κυκλοφορίας (σε ευρώ)

Αστικά Α έως 50 190

Β 51 και άνω 350

Υπεραστικά Α έως 50 195

Β 51 και άνω 270

Τουριστικά Θέσεις καθημένων

έως 40 390

41 και άνω 540

ε) Αυτοκίνητα που δεν ανήκουν στις πιο πάνω κατηγορίες : 270 ευρώ

Γ. Για τα αλλοδαπά φορτηγά αυτοκίνητα, για κάθε ταξίδι, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις ειδικές συμβάσεις της χώρας μας με άλλα κράτη: 25 ευρώ.

Δ. Για τη χορήγηση προσωρινής άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτων οχημάτων: 3 ευρώ ανά ημέρα.

Ε. Για τη δοκιμαστική κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων:

α) Για μοτοσικλέτες: 25 ευρώ.

β) Για λοιπά οχήματα: 125 ευρώ.

ΣΤ. Τα τέλη κυκλοφορίας των δίτροχων, τρίτροχων, μοτοποδηλάτων ορίζονται σε 10 ευρώ.»

2. Τα υβριδικά και υδρογόνου επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) καθώς και οι δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης της κατηγορίας αυτής, κυλινδρισμού κινητήρα έως 1.929 κ.εκ., που έχουν ταξινομηθεί στην Ελλάδα για πρώτη φορά έως την 31/12/2010, απαλλάσσονται των τελών κυκλοφορίας.

Ειδικά, τα επιβατικά ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα καθώς και οι επιβατικές ηλεκτροκίνητες δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, που έχουν ταξινομηθεί στην Ελλάδα για πρώτη φορά έως την 31/12/2010, απαλλάσσονται των τελών κυκλοφορίας.

Στα υβριδικά και υδρογόνου επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης καθώς και στις δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης της κατηγορίας αυτής, κυλινδρισμού κινητήρα άνω των 1.929 κ.εκ., που έχουν ταξινομηθεί στην Ελλάδα για πρώτη φορά έως την 31/12/2010, τα τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται αναλογούν στο ήμισυ των τελών των αντίστοιχων συμβατικών οχημάτων.

Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι απαλλαγές από τα τέλη κυκλοφορίας για τα οχήματα της παραγράφου 1.

3. Το ποσό των τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου που καταβάλλεται για την προμήθεια του ειδικού σήματος τελών κυκλοφορίας έτους 2011 και επομένων, αποτελεί στο σύνολό του έσοδο του Δημοσίου.

4. Από την έναρξη του νόμου αυτού παύει να ισχύει ως προς τα οχήματα της παραγράφου 1 κάθε διάταξη νόμου που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της από 2.11.2009 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 219) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3831/2010 (Α΄ 34) και του άρθρου 32 του ν.3775/2009 (Α’ 122).

5. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων ισχύουν για τα τέλη κυκλοφορίας έτους 2011 και επομένων.

6. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 29 του ν. 2773/1999 (Α΄ 286), προστίθεται η φράση «και ταυτόχρονα προωθεί την εξοικονόμηση ηλεκτρικής ενέργειας και την αποδοτική χρήση αυτής.»

¶ρθρο 18

Αποσβέσεις αξίας αδειών, φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως

1. Τα ποσά της αξίας των αδειών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 14 του νόμου «Οδικές Εμπορευματικές Μεταφορές» όπως ειδικότερα καθορίζονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου υπόκεινται σε απόσβεση σύμφωνα με τα επόμενα εδάφια.

Όσοι επαγγελματίες κατέχουν αυτές τις άδειες κυκλοφορίας μπορούν κατ΄ επιλογήν, να αποσβέσουν τα ανωτέρω ποσά, ισόποσα σε χρονικό διάστημα από τρία (3) έως και επτά (7) έτη, με έναρξη ισχύος το έτος 2010.

Ειδικά, για τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης νομαρχιακών φορτηγών τα ποσά των παραπάνω αποσβέσεων προσαυξάνονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).

Κατά τη μεταβίβαση των αδειών των φορτηγών δημόσιας χρήσης, πριν από την πλήρη απόσβεση της αξίας αυτών, ο νέος αγοραστής, δικαιούται να διενεργήσει αποσβέσεις στην αναπόσβεστη αξία κατά τα υπολειπόμενα έτη.

Σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας του επαγγέλματος λόγω συνταξιοδότησης του εκμεταλλευτή και χωρίς μεταβίβαση αυτών, η τυχόν αναπόσβεστη αξία εκπίπτει συνολικά κατά το έτος της συνταξιοδότησης.

2. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν.2579/1998 (Α΄ 31), όπως παρατάθηκε με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 8 του νόμου 3842/2010 (Α’ 58), και ισχύει για τις μεταβιβάσεις των αδειών κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης εθνικών και διεθνών μεταφορών, καθώς και των νομαρχιακών φορτηγών αυτοκινήτων (ν.1073/1980, Α’ 14), προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Τα παραπάνω ποσά καταβάλλονται μειωμένα κατά ποσοστό εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) από την 1.10.2010, 50% από 1.1.2011, 75% από την 1.1.2012 και δεν οφείλεται ο φόρος αυτός από 1.1.2013.».

¶ρθρο 19

Έναρξη Ισχύος

Η ισχύς των διατάξεων του νόμου αυτού αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα