Διευκρινίσεις σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση των παροχών σε χρήμα (μπόνους) που καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα στα στελέχη τους και των οικονομικών κινήτρων που αναφέρονται στην παρ.2 του άρθρου 26 του ν.3863/2010, έδωσε την Τετάρτη το υπουργείο Οικονομικών. Αναλυτικά:
1. Με τις διατάξεις της παρ.9 του άρθρου 14 του ΚΦΕ, που προστέθηκαν με την παρ.14 του άρθρου 8 του ν.3842/2010, ορίζεται, ότι παροχές σε χρήμα (μπόνους) πέραν των τακτικών αποδοχών και των υπερωριών που καταβάλλουν μέχρι και το οικονομικό έτος 2013 τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα σε στελέχη τους, φορολογούνται ως εξής: για συνολικό ετήσιο εισόδημα μέχρι εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ εάν καταβληθούν πρόσθετες αμοιβές (μπόνους) έως δέκα τοις εκατό (10%) επί του συνόλου των ετήσιων τακτικών αποδοχών και υπερωριών, φορολογούνται στην κλίμακα του άρθρου 9.
Ποσά που υπερβαίνουν το ποσοστό αυτό φορολογούνται αυτοτελώς με την ακόλουθη κλίμακα:
Μέχρι 20.000 : 50%
20.001-40.000 : 60%
40.001-60.000 : 70%
60.001-80.000 : 80%
80.001 και άνω : 90%
Ο φόρος παρακρατείται κατά την καταβολή ή την πίστωση των ποσών αυτών στους δικαιούχους και αποδίδεται στο Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 60.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για παροχές που καταβάλλονται από τα κέρδη των ανωτέρω νομικών προσώπων.
2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 57 του ΚΦΕ ορίζεται, ότι στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ο φόρος παρακρατείται από εκείνον, που απασχολεί κατά σύστημα έμμισθο ή ημερομίσθιο προσωπικό είτε καταβάλλει συντάξεις, επιχορηγήσεις και κάθε άλλη παροχή. Η παρακράτηση ενεργείται κατά την καταβολή και ο φόρος υπολογίζεται ως εξής:
α) Με βάση την κλίμακα (α) της παραγράφου 1, καθώς και το πρώτο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9, στους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, τους συνταξιούχους και τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά από προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής που ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα.
γ) Στις καθαρές αμοιβές για υπερωριακή εργασία, επιχορηγήσεις, επιδόματα και σε κάθε άλλου είδους πρόσθετες αμοιβές ή παροχές, οι οποίες καταβάλλονται τακτικά ή έκτακτα και δεν συνεντέλλονται με τις τακτικές αποδοχές, με συντελεστή, ο οποίος ορίζεται σε είκοσι τοις εκατό (20%).
Ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου μειώνεται κατά ποσοστό ενάμισι τοις εκατό (1,5%) κατά την παρακράτησή του.
3. Εξάλλου, με τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 26 του ν.3863/2010 (ΦΕΚ Α’115/15.7.2010) ορίζεται, ότι η εκ μέρους του εργοδότη παροχή οικονομικών κινήτρων πάσης φύσεως σε εργαζόμενους που έχουν συμπληρώσει ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, με σκοπό την αποχώρηση από την επιχείρηση και τη συνταξιοδότηση, γνωστοποιείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία καταβολής αυτής της παροχής στην αρμόδια ΔΟΥ του εργαζόμενου. Στην περίπτωση αυτή το οικονομικό αυτό κίνητρο υπάγεται στο άρθρο 8 παρ.14 του ν.3842/2010.
4. Με την ΠΟΛ.1135/4.10.2010 εγκύκλιο με την οποία κοινοποιήθηκαν τα άρθρα του ν.3842/2010, διευκρινίστηκε ότι όταν ο δικαιούχος έχει εισόδημα μέχρι 60.000 ευρώ και καταβληθούν σε αυτόν πρόσθετες αμοιβές (μπόνους) έως 10% επί του συνόλου των ετήσιων τακτικών αποδοχών και υπερωριών, οι πρόσθετες αυτές αμοιβές φορολογούνται με την κλίμακα του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. Αν οι υπόψη πρόσθετες αμοιβές υπερβαίνουν το ποσοστό αυτό φορολογούνται αυτοτελώς με την παραπάνω κλίμακα.
Επίσης διευκρινίστηκε, ότι με τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 26 του ν.3863/2010 η παραπάνω φορολογική μεταχείριση των παροχών σε στελέχη των τραπεζών επεκτάθηκε και για τις παροχές οικονομικών κινήτρων πάσης φύσεως που καταβάλλονται από εργοδότες σε εργαζομένους τους που αποκτούν δικαίωμα συνταξιοδότησης (έχουν συμπληρώσει ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης), με σκοπό την αποχώρηση από την επιχείρηση και τη συνταξιοδότηση.
5. Με την Φ 80000/οικ.19606/1472/4.8.2010 εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης με την οποία παρασχέθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή των άρθρων 10 και 26 του ν.3863/2010 διευκρινίσθηκε, ότι με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 26 του νόμου αυτού απαγορεύεται ρητά η συμμετοχή των φορέων κοινωνικής ασφάλισης σε προγράμματα εθελούσιας-πρόωρης αποχώρησης προσωπικού των επιχειρήσεων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με την παρ.6 του άρθρου 1 του ν.1256/82, που καταρτίζονται από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και εφεξής.
Περαιτέρω, για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ.2 του άρθρου 26 του ίδιου νόμου διευκρινίσθηκε, ότι σε περίπτωση που κάποια από τις ανωτέρω επιχειρήσεις του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα μετά την ισχύ του ν.3863/2010 (δηλαδή από 15.7.2010 και εφεξής) καταρτίσει, τυπικά ή άτυπα, προγράμματα εθελούσιας αποχώρησης υπαλλήλων τους, που έχουν συμπληρώσει ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, ανεξαρτήτως της θεσμοθετούμενης με το άρθρο αυτό μη συμμετοχής πια της Κοινωνικής Ασφάλισης σε αυτά τα προγράμματα, χορηγώντας οικονομικά κίνητρα πάσης φύσεως σε αυτούς τους υπαλλήλους, υποχρεούται η επιχείρηση να γνωστοποιήσει τούτο στην αρμόδια ΔΟΥ του αποχωρούντος υπαλλήλου της εντός 15 ημερών από την ημερομηνία καταβολής του οικονομικού κινήτρου. Το οικονομικό αυτό κίνητρο υπάγεται στην περίπτωση 8 παρ.14 του ν.3842/2010 και συνεπώς φορολογούνται με τον τρόπο που στη διάταξη αυτή ορίζεται.
6. Από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει, ότι για τη σύγκριση μεταξύ των συνολικών ετήσιων τακτικών αποδοχών και υπερωριών και του συνολικού ετήσιου μπόνους του δικαιούχου (το αποτέλεσμα της οποίας κρίνει και τον τρόπο φορολόγησης των μπόνους) θα λαμβάνονται υπόψη τα αντίστοιχα καθαρά ποσά αυτών. Ο φόρος παρακρατείται κατά την καταβολή ή την πίστωση των υπόψη μπόνους στους δικαιούχους και η παρακράτηση θα διενεργείται στα καθαρά ποσά αυτών με τους ακόλουθους συντελεστές:
i) 20% για το ποσό εκείνο των μπόνους που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις (κλίμακα του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε.), ο οποίος μειώνεται κατά ποσοστό 1,5% κατά την παρακράτησή του και
ii) με τους συντελεστές της παραπάνω κλίμακας για το ποσό εκείνο των μπόνους που φορολογείται αυτοτελώς.
Στη βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στους δικαιούχους των υπόψη εισοδημάτων, αυτά θα αναγράφονται σε χωριστή σειρά του ΠΙΝΑΚΑ ΙΙ όταν φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις, ενώ όταν φορολογούνται αυτοτελώς, θα αναγράφονται σε χωριστή σειρά του ΠΙΝΑΚΑ ΙΙΙ.
Στην περίπτωση που τα υπόψη μπόνους χορηγούνται στους δικαιούχους μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσής τους, αυτοί υποχρεούνται να τα δηλώσουν με συμπληρωματική δήλωση μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν εντός του οποίου χορηγήθηκαν, χωρίς κυρώσεις.
Επίσης, λόγω της αναφοράς των διατάξεων της παρ.9 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα συνάγεται, ότι οι υπόψη διατάξεις καταλαμβάνουν και τα μπόνους και κέρδη που χορηγούνται από εγκατεστημένα στη χώρα μας υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών, καθώς και από τις συνεταιριστικές τράπεζες.
Τέλος, προκύπτει ότι οι διατάξεις της παρ.9 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. ισχύουν:
α) για τα μπόνους και κέρδη που χορηγούν σε στελέχη τους τα τραπεζικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και
β) για τα οικονομικά κίνητρα πάσης φύσεως που χορηγούν οι επιχειρήσεις του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με την παρ.6 του άρθρου 1 του ν.1256/82) σε εργαζομένους τους που έχουν συμπληρώσει ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.
Αντίθετα οι παραπάνω περιπτώσεις α’ και β’ δεν εφαρμόζονται για τα μπόνους, κέρδη και οικονομικά κίνητρα που χορηγούν οι λοιπές πέραν των πιο πάνω ρητά αναφερομένων, επιχειρήσεις.