Δεν καταργούνται οι κλαδικές συμβάσεις, αντιθέτως αποδυναμώνονται οι ατομικές συμβάσεις, επανέλαβε από το βήμα της Βουλής, η υπουργός Εργασίας, Λούκα Κατσέλη, υπεραμυνόμενη των ρυθμίσεων του υπό ψήφιση πολυνομοσχεδίου.
«Δεν ξηλώνουμε κοινωνικές κατακτήσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Κατσέλη, ενώ απαντώντας σε αιτιάσεις του προέδρου της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε ότι νομιμοποιητική βάση για το επίμαχο πολυνομοσχέδιο ήταν το εθνικό συμφέρον να μη χρεοκοπήσει η χώρα, να μπορέσουμε, όπως είπε, να δανειστούμε από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ για να πληρώσουμε συντάξεις και μισθούς.
«Λέτε ότι οι εργοδότες κάνουν ήδη ό,τι θέλουν. Αν κάνουν όμως ήδη ό,τι θέλουν τότε φταίει η ρυθμιση για την επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας;», διερωτήθηκε, επισημαίνοντας ότι η απουσία των ελεγκτικών μηχανισμών είναι εκείνη που οδηγεί στην υπάρχουσα την αναρχία στην αγορά εργασίας.
Η κ. Κατσέλη επισήμανε ότι αυτή τη στιγμή η αγορά εργασίας είναι άναρχη και ανεξέλεγκτη, καθώς το ισχύον θεσμικό πλαίσιο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών. «Η αγορά εργασίας βρίσκεται σε ύφεση, χιλιάδες εργαζόμενοι αγωνιούν για το μέλλον της εργασίας τους», ανέφερε, υπογραμμίζοντας ότι επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η προώθηση πολιτικών που δίνουν απάντηση σε πιεστικά προβλήματα, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων του μνημονίου.
«Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου εισάγουν την απαραίτητη ευελιξία στις επιχειρήσεις, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους αναζητώντας κοινές λύσεις με το αντίστοιχο σωματείο εργαζομένων», επισήμανε, ενώ εξέφρασε την εκτίμηση ότι η ευελιξία που εισάγεται στο θεσμικό πλαίσιο γίνεται με παράλληλα διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων και με ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων.
Η υπουργός Εργασίας ζήτησε εξάλλου «να σταματήσει η κινδυνολογία περί μειώσεων μισθών στον ιδιωτικό τομέα» συνεπεία του νομοσχεδίου, συμπληρώνοντας πως «η μείωση των μισθών είναι απόρροια της κρίσης. Μια κυβέρνηση ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να προδικάζει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα μιας συλλογικής διαπραγμάτευσης. Αυτό το καθορίζουν οι κοινωνικοί εταίροι».
«Οι ρυθμίσεις δεν επιλύουν το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, ούτε αρκούν για να μην χάσουν οι εργαζόμενοι τις δουλειές τους. Το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας δεν είναι το μισθολογικό, είναι η τεράστια γραφειοκρατία, η αστάθεια του φορολογικού συστήματος, και οι ελλείψεις των επιχειρήσεων σε καινοτομία, δικτύωση, κοινωνική αποτελεσματικότητα» εκτίμησε η υπουργός. Με το νέο πλαίσιο στις εργασιακές σχέσεις, η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, θα εξαρτηθεί από την βελτίωσή τους στους παραπάνω άξονες και από τη δυνατότητα της κυβέρνησης, να πραγματοποιήσει γρήγορα και αποτελεσματικά, όλες τις αλλαγές που χρειάζονται στο κράτος», ανέφερε, μεταξύ άλλων, η κ. Κατσέλη.