Έκδοση φορολογικών στοιχείων για λιανικές πωλήσεις από dealers

Δευτέρα, 27 Δεκεμβρίου 2010 10:33

Oδηγίες για τον τρόπο έκδοσης των φορολογικών στοιχείων στις λιανικές πωλήσεις αγαθών μέσω αντιπροσώπων - πωλητών (dealers), περιστασιακά ή μη απασχολούμενων, με το σύστημα της κατ’ οίκον επίδειξης, έδωσε το υπουργείο Οικονομικών.

Οι εταιρίες διάθεσης των προϊόντων θα εκδίδουν δελτία αποστολής – αποδείξεις λιανικής πώλησης (συνενωμένο στοιχείο), στο όνομα κάθε πελάτη - καταναλωτή, όπου μπορεί να αναφέρεται (προαιρετικά) και το όνομα του αντιπροσώπου – πωλητή. Εκδοση αποδείξεων δαπανών για τις προμήθειες των αντιπροσώπων, υπό προϋποθέσεις.

Όπως σημειώνεται, για τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο των λιανικών πωλήσεων των προϊόντων τους (λ.χ. μαγειρικά ή οικιακά σκεύη κ.λπ.), μέσω αντιπροσώπων, με το σύστημα της κατ’ οίκον επίδειξης(dealers), είχε παρασχεθεί η δυνατότητα (Δ/γή 1039700/389/0015/24.6.1992), αντί της έκδοσης φορολογικών στοιχείων από ένα έκαστο πωλητή (dealer) σε κάθε πελάτη, να εκδίδει η εταιρία, της οποίας αποτελούν αντικείμενο εμπορίας τα εν λόγω είδη, θεωρημένες διπλότυπες εκκαθαρίσεις σε κάθε πωλητή (dealer), για τις εβδομαδιαίες πωλήσεις που πραγματοποίησε. Στο περιεχόμενο των, κατά τα ανωτέρω, εκδιδόμενων εκκαθαρίσεων αναγράφονται, εκτός των άλλων δεδομένων που ορίζει ο Κ.Β.Σ., το είδος, η ποσότητα και η αξία των πωληθέντων αγαθών, καθώς και η προμήθεια του πωλητή (dealer ), όταν αυτός δεν έχει την ιδιότητα του επιτηδευματία από άλλη αιτία. Σε περίπτωση που ο πωλητής έχει την ιδιότητα του επιτηδευματία, για τη δικαιούμενη προμήθεια του εκδίδει προς την εταιρία τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών (Τ.Π.Υ.) ή εκκαθάριση.

Οι κατά τα ανωτέρω εκδιδόμενες εκκαθαρίσεις, για την πωλήτρια εταιρία αποτελούν φορολογικό στοιχείο εσόδου για τις πραγματοποιούμενες πωλήσεις και ταυτόχρονα φορολογικό στοιχείο δαπανών, για τις προμήθειες των αντιπροσώπων που αναγράφονται σ’ αυτές.

Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα στις συναλλαγές που προαναφέρονται, οι αντιπρόσωποι – πωλητές (dealers), εφόσον δεν έχουν την ιδιότητα του επιτηδευματία από άλλη αιτία, δεν θεωρούνται επιτηδευματίες για τις προμήθειες που λαμβάνουν από τις λιανικές πωλήσεις που πραγματοποιούν με το σύστημα που περιγράφεται, ανεξαρτήτως ποσού ετησίως και ως εκ τούτου δεν έχουν υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων του Κ.Β.Σ., κατ’ ακολουθία δεν υποχρεούνται να εκδίδουν Α.Λ.Π. προς τους πελάτες - καταναλωτές, πράγμα που έχει σαν συνέπεια ο αγοραστής - ιδιώτης να μην έχει στην κατοχή του φορολογικό παραστατικό, για τις αγορές που πραγματοποίησε.

Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι με το σύστημα της κατ’ οίκον επίδειξης και πώλησης λιανικώς στους καταναλωτές, δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις εμπορίας διαφόρων ειδών, εκτός από μαγειρικά ή οικιακά σκεύη, όπως επιχειρήσεις εμπορίας καλλυντικών κ.λπ.. Κοινός παρανομαστής είναι η μεσολάβηση, στην προώθηση πωλήσεων, προσώπων περιστασιακά απασχολούμενων ή μη, τα οποία λαμβάνουν στην πραγματικότητα προμήθεια από τη μεσολάβηση αυτή και κατά βάση δεν λειτουργούν ως αγοραστές – τελικοί καταναλωτές ή μεταπωλητές των προϊόντων αυτών.

Με δεδομένα τα παραπάνω και εν όψει της εφαρμογής του μέτρου της άμεσης σύνδεσης του αφορολόγητου ορίου, στη Φορολογία Εισοδήματος, με τις δαπάνες που πραγματοποιούν οι φορολογούμενοι, για λόγους ισονομίας αλλά και προσαρμογής της ακολουθούμενης πρακτικής στο ισχύον φορολογικό πλαίσιο, καθίσταται αναγκαία η έκδοση αποδείξεων λιανικής πώλησης (Α.Λ.Π.) στους τελικούς αγοραστές – καταναλωτές των προϊόντων, που πωλούνται με το προαναφερόμενο σύστημα λιανικών πωλήσεων μέσω αντιπροσώπων (dealers), με κατ’ οίκον επιδείξεις, καθώς και της εμφάνισης των αμοιβών των αντιπροσώπων, ως προμήθειας, από τη διαμεσολάβησή τους στην προώθηση των υπόψη πωλήσεων, όπως πράγματι στην ουσία συμβαίνει.

Με βάση τα παραπάνω και εκτιμώντας τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης της υπόψη δραστηριότητας (λιανικές πωλήσεις με το σύστημα της κατ’ οίκον επίδειξης), όπως το μεγάλο αριθμό των ετήσιων συναλλαγών, το πλήθος των περιστασιακά απασχολούμενων με αυτές αντιπροσώπων - πωλητών (dealers), καθώς και την ιδιαιτερότητα των συγκεκριμένων συναλλαγών, παρέχεται η δυνατότητα από 1.1.2011 και εξής, για τις συναλλαγές που αφορούν λιανικές πωλήσεις με το σύστημα της κατ’ οίκον επίδειξης, μέσω προσώπων που μεσολαβούν στην προώθηση των πωλήσεων σε ιδιώτες – καταναλωτές, να εκδίδονται τα φορολογικά στοιχεία ως εξής:

1. Για τις πραγματοποιούμενες λιανικές πωλήσεις, με τον τρόπο που περιγράφεται ανωτέρω, οι εταιρίες διάθεσης των προϊόντων θα εκδίδουν δελτία αποστολής – αποδείξεις λιανικής πώλησης (συνενωμένο στοιχείο), στο όνομα κάθε πελάτη - καταναλωτή, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 11 (παρ.1) και 13 (παρ.1) του Κ.Β.Σ., όπου μπορεί να αναφέρεται (προαιρετικά) και το όνομα του αντιπροσώπου – πωλητή.

Σημειώνεται, όσον αφορά τα παραπάνω εκδιδόμενα συνενωμένα στοιχεία (Δ.Α. –Α.Λ.Π.) ότι μπορεί να παρατηρείται εύλογη ολιγοήμερη χρονική απόκλιση μεταξύ της αναγραφόμενης ημερομηνίας έκδοσης του στοιχείου και της ημερομηνίας παράδοσης αυτού στον πελάτη – καταναλωτή, λόγω του τρόπου διάθεσης των υπόψη προϊόντων (συνήθως αποστέλλονται στον αντιπρόσωπο, ο οποίος στη συνέχεια τα διανέμει στους πελάτες, σε εύλογο χρονικό διάστημα μίας έως δύο ημερών), γεγονός που δεν καθιστά, κατ’ αρχήν, ανεπίκαιρο το εκδοθέν φορολογικό στοιχείο, δεδομένου ότι αυτό ως συνοδευτικό των αγαθών, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.5 (τρία τελευταία εδάφια) του Κ.Β.Σ., μπορεί να συνοδεύει τα αγαθά μέχρι την παράδοσή τους στον τελικό παραλήπτη - καταναλωτή.

2. Οι εταιρίες που διαθέτουν λιανικώς τα προϊόντα τους μέσω αντιπροσώπων, με το σύστημα της κατ’ οίκον επίδειξης (dealers), για τις καταβαλλόμενες προς τους αντιπροσώπους προμήθειες, υποχρεούνται στην έκδοση αποδείξεων δαπανών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 15 του Κώδικα αυτού, με την προϋπόθεση ότι οι υπόψη αντιπρόσωποι (φυσικά πρόσωπα – περιστασιακά απασχολούμενοι) δεν έχουν την ιδιότητα του επιτηδευματία από άλλη αιτία και επιπρόσθετα, εφόσον το σύνολο των ετησίων ακαθαρίστων αμοιβών τους από δικαιούμενες προμήθειες δεν υπερβαίνει, κατ’ ανώτατο όριο, το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ ετησίως.

Μετά τον ανωτέρω περιορισμό καταργείται η ευχέρεια έκδοσης εκκαθαρίσεων προς τους αντιπροσώπους (dealers), ανεξαρτήτως ύψους αμοιβών, που είχε παρασχεθεί με την Διαταγή 1039700/389/24.6.1992.

Αυτονόητο είναι ότι, σε περίπτωση που ο αντιπρόσωπος – πωλητής έχει την ιδιότητα του επιτηδευματία από άλλη αιτία ή επειδή υπερβαίνει το όριο που τίθεται με την παρούσα για το ύψος των ετήσιων αμοιβών του, για τις δικαιούμενες προμήθειες υποχρεούται στην έκδοση Τιμολογίου Παροχής Υπηρεσιών (Τ.Π.Υ.), προς την εταιρία διάθεσης των προϊόντων.

3. Τέλος, για τις καταβαλλόμενες προμήθειες προς τους αντιπροσώπους – πωλητές, που δεν έχουν την ιδιότητα του επιτηδευματία και έχουν εκδοθεί αποδείξεις δαπανών, η εταιρία που διαθέτει τα προϊόντα της με τον τρόπο που προαναφέρεται, υποχρεούται στην υποβολή συγκεντρωτικών καταστάσεων «προμηθευτών», με τον κωδικό «1» για τον αντισυμβαλλόμενο (μη υπόχρεος σε υποβολή συγκεντρωτικών καταστάσεων).



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα