ICAP: Εμπόδιο στις επενδύσεις ΑΠΕ η γραφειοκρατία

Δευτέρα, 30 Μαρτίου 2009 16:54
UPD:16:58

Η αιολική ενέργεια, βάσει του στόχου που έχει τεθεί όσον αφορά στην Ελλάδα για το 2010, θα πρέπει να αντιπροσωπεύει το 77% της παραγόμενης Η/Ε από ΑΠΕ και το 87% της εγκαταστημένης ισχύος των έργων ΑΠΕ αντίστοιχα.

Στενεύουν τα περιθώρια για την Ελλάδα και στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, καθώς ο κλάδος υπολείπεται πολύ από τον στόχο του 2010, επισημαίνει η ICAP σε σχετική κλαδική μελέτη, η οποία βασίστηκε σε στοιχεία ισολογισμών του 2007 και πρωτογενή έρευνα του 2008.

Το παράδοξο της ελληνικής πραγματικότητας είναι ότι, ενώ οι άδειες παραγωγής ξεπερνούν το στόχο που μας έχει τεθεί για το 2010, μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών έχει φτάσει στο στάδιο λειτουργίας.

Όπως προκύπτει από τη μελέτη, η γραφειοκρατία ένας από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες και για την υλοποίηση επενδύσεων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.

Ο κλάδος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) διαδραματίζει έναν όλο και πιο σημαντικό ρόλο, σε ότι αφορά την ικανοποίηση των ενεργειακών μας αναγκών, οι οποίες σήμερα είναι εξαρτημένες, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (Η/Ε) από ΑΠΕ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πόλους ανάπτυξης του κλάδου, με τους τομείς της αιολικής κυρίως και ηλιακής ενέργειας να κατέχουν πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Η αιολική ενέργεια, βάσει του στόχου που έχει τεθεί όσον αφορά στην Ελλάδα για το 2010, θα πρέπει να αντιπροσωπεύει το 77% της παραγόμενης Η/Ε από ΑΠΕ και το 87% της εγκαταστημένης ισχύος των έργων ΑΠΕ αντίστοιχα. Τα επιχειρηματικά σχήματα που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των ΑΠΕ σε επίπεδο μονάδων παραγωγής Η/Ε προέρχονται κυρίως από τον κατασκευαστικό τομέα, αλλά και τον ενεργειακό κλάδο. Ένα χαρακτηριστικό του κλάδου είναι ότι η κάθε επί μέρους μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ αποτελεί ένα αυτόνομο νομικό πρόσωπο, το οποίο αποτελεί θυγατρική εταιρεία του εκάστοτε επιχειρηματικού φορέα που δραστηριοποιείται σε επίπεδο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.

Επίσης, στοιχείο που χαρακτηρίζει τον κλάδο και πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι σε αυτό το στάδιο ανάπτυξης μόνο ένα σχετικά μικρό ποσοστό των αδειών παραγωγής (αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεγαλύτερο των στόχων που έχουν τεθεί για το 2010), έχουν φτάσει στο στάδιο λειτουργίας, παρά το γεγονός ότι η συνολική δυναμικότητα των σχετικών έργων αυξήθηκε κατά 37% περίπου το 2007, σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Σύμφωνα με τη μελέτη της ICAP Group, κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας της ταχύτερης ανάπτυξης του κλάδου των ΑΠΕ θεωρείται ο χαμηλός βαθμός υλοποίησης επενδύσεων αντίστοιχων έργων, ο οποίος οφείλεται στην πολύπλοκη και χρονοβόρα αδειοδοτική διαδικασία, στον κορεσμό της ικανότητας μεταφοράς ηλεκτρικών δικτύων σε περιοχές με υψηλό δυναμικό σε ΑΠΕ (Νότια Εύβοια, Νοτιοανατολική Πελοπόννησο και Ανατολική Μακεδονία – Θράκη) καθώς και στην εκδήλωση τοπικών αντιδράσεων και δικαστικών εμπλοκών.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η μονοδιάστατη ανάπτυξη του κλάδου στον ελληνικό χώρο, καθώς παρατηρείται εντονότερο ενδιαφέρον για την τεχνολογικά ωριμότερη και οικονομικά πιο ανταγωνιστική αιολική ενέργεια.

Όσον αφορά στη σύνθεση της δυναμικότητας των ΑΠΕ, προκύπτει η κυριαρχία των αιολικών πάρκων (82%) και ακολουθούν Μικρο-Υδροηλεκτρικές Μονάδες (14,1%) και λοιπές μονάδες ΑΠΕ (3,9%).

Όπως προκύπτει από χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών καθώς και ομαδοποιημένου ισολογισμού 37 επιχειρήσεων του κλάδου που συνετάχθη, το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων του δείγματος μειώθηκε κατά 2,3% το 2007, ενώ το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων σημείωσε αύξηση 3,2%.

Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 9% περίπου το 2007 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ τόσο το μικτό όσο και το λειτουργικό περιθώριο αυξήθηκαν τη διετία 2007/06. Αντίστοιχα, και το καθαρό αποτέλεσμα των εταιρειών του δείγματος αυξήθηκε κατά 7,2% την εξεταζόμενη περίοδο. Ο δείκτης αποδοτικότητας του ιδίου κεφαλαίου βελτιώθηκε οριακά το 2007 (12,9%) σε σχέση με το 2006 (12,4%), ενώ ο δείκτης δανειακής επιβάρυνσης επιδεινώθηκε οριακά την ίδια περίοδο.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα