Η αναβάθμιση (δηλαδή ο εκσυγχρονισμός και η έξοδος από την κρίση) της ελληνικής οικονομίας, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν υπάρξουν τολμηρές αλλαγές και βαθιές τομές, ακόμα και με το ενδεχόμενο να πλήξουν κάποιους, υποστηρίζει η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων πολιτών (το 76,9%) σύμφωνα με έρευνα της MRB, που παρουσιάστηκε σήμερα στο πλαίσιο του Ανοικτού Φόρουμ 09 του ΣΕΒ.
Εξάλλου, με ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά, το 80,2% των πολιτών ταυτίζεται με την άποψη ότι η σημερινή κρίση ανέδειξε τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας που υπήρχαν για δεκαετίες μέχρι σήμερα.
Οι πολίτες δηλώνουν ότι για την σημερινή οικονομική κρίση στη χώρα ευθύνονται κυρίως οι κυβερνήσεις (το 33,7% θεωρούν η παρούσα και το 32,3% οι προηγούμενες κυβερνήσεις) και οι τράπεζες (το 23,6% αναφέρουν οι διεθνείς τράπεζες και το 21,4% οι ελληνικές).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι είναι πολύ μικρό το ποσοστό που αποδίδει ευθύνη στους συνδικαλιστικούς φορείς και οργανώσεις (7,4%) και στις επιχειρήσεις (8,2% για τις εκτός Ελλάδος και 6,7% για τις ελληνικές).
Απαισιοδοξία για τη διάρκεια και την ένταση της κρίσης
Απαισιόδοξη ως προς τη διάρκεια και την ένταση της κρίσης εμφανίζεται η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών. Συγκεκριμένα, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα αναμένεται να είναι βαθιά και να διαρκέσει πολύ σύμφωνα με το 60,1% των ερωτηθέντων. Το ποσοστό αυτό εμφανίζεται αρκετά σταθερό ανάμεσα στα φύλα, στις γεωγραφικές περιοχές, τις ηλικιακές ομάδες και τις γεωγραφικές περιοχές.
Το 42,3% των πολιτών αναφέρει ότι οι μεταβολές/αλλαγές που θα επιφέρει η οικονομική κρίση στη χώρα αλλού θα αναβαθμίσουν την ελληνική οικονομία και αλλού θα την ζημιώσουν.
Παράλληλα, το 51,4% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας είναι εφικτή, με μεγαλύτερο ρόλο και ενίσχυση του κράτους στην αγορά, ενώ το 40,4% με μεγαλύτερο ρόλο και ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην αγορά. Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα ποσοστό όσων υποστηρίζουν την ενίσχυση του Κράτους είναι πολύ υψηλότερο στους νέους των 18-24 ετών (59,3%) στην Μακεδονία/Θράκη (58,1%) και στους φοιτητές (62,6%). Αντίθετα, οι υποστηρικτές της ενίσχυσης της αγοράς είναι στις ηλικίες των 35–54 ετών (42%-43%), στη Στερεά Ελλάδα και Εύβοια (47,8%), στους αυτοαπασχολούμενους (46%) και στους μη εργαζόμενους (44,8%).
Ποιοι βοηθούν, ποιοι δυσχεραίνουν
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης. Το 25,3% απαντά ότι οι ίδιοι οι πολίτες είναι αυτοί που τελικά συμβάλλουν θετικά στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, και ακολουθούν η κυβέρνηση με ποσοστά 17,5% και η Ευρωπαϊκή Ένωση με ποσοστά 16,6%.
Παράλληλα, όμως, την αντιμετώπιση της κρίσης δυσχεραίνουν με τη στάση τους και τις αποφάσεις τους:
• Η κυβέρνηση (με 30,1%)
• Οι ελληνικές και διεθνείς τράπεζες (28,2% και 21,7% αντίστοιχα)
• Τα ελληνικά ΜΜΕ (21,7%)
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι αρνητικές απαντήσεις (όσοι θεωρούν ότι δυσχεραίνουν) για την κυβέρνηση είναι διπλάσιες από τις θετικές (όσοι θεωρούν ότι διευκολύνουν), ενώ για την Ευρωπαϊκή Ένωση οι θετικές είναι τριπλάσιες από τις αρνητικές.
Ευθύνη αποδίδεται και στις ελληνικές επιχειρήσεις (12,3%) στα κόμματα της αντιπολίτευσης (12,2%) και στους συνδικαλιστικούς φορείς (7,7%).
Τρόποι αντιμετώπισης της κρίσης
Οι πολίτες ρωτήθηκαν σε αυθόρμητο επίπεδο να αναπτύξουν απόψεις και προτάσεις τους για την έξοδο από την οικονομική κρίση. Στο σχήμα που ακολουθεί, παρουσιάζεται η ομαδοποίηση των απαντήσεων τους σε 4 άξονες.
Για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης θεωρούν ότι είναι αναγκαία:
• Η δημιουργία δομών/ υποδομών (47,5%)
• Η στήριξη πολιτών και κοινωνικά ευαίσθητων ομάδων (30,1%)
• Η συνεργασία φορέων και η ανάκτηση εμπιστοσύνης και διαφάνειας (21,9%)
• Η αλλαγή κυβέρνησης/ πολιτικής (11,1%)
Επιδράσεις της κρίσης στην οικονομία
Ένας στους πέντε ερωτώμενους (το 21,6%) εμφανίζεται απαισιόδοξος θεωρώντας ότι οι αλλαγές που θα επιφέρει η οικονομική κρίση θα ζημιώσουν την ελληνική οικονομία, ενώ το 13,2% των ερωτηθέντων αναφέρει ότι τελικά η κρίση δεν θα επιφέρει καμία αλλαγή στην οικονομία. Οι πιο αισιόδοξοι εκφραστές της «επόμενης ημέρας» (που θεωρούν ότι θα συμβούν αλλαγές προς όφελος της οικονομίας) καταγράφονται στο 18,3%.