Στάσιμη παρέμεινε την τελευταία διετία η εγχώρια αγορά αλκοολούχων ποτών, με εξαίρεση το κρασί και τη μπίρα, όπως προκύπτει από μελέτη της Hellastat.
Αντιθέτως, θετικά αναπτύσσονται συγκεκριμένα μόνο ποτά. Ειδικότερα, θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης εμφανίζουν το τσίπουρο, η βότκα και το ρούμι, ενώ πτωτικά κινούνται το ουίσκι, το ούζο και οι περισσότερες κατηγορίες λοιπών ποτών.
Όπως επισημαίνει η Hellastat, η στασιμότητα στην αγορά εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων εισαγωγέων-αντιπροσώπων, καθώς η διαφημιστική δαπάνη και η below the line προβολή επιτρέπουν τις ανακατατάξεις και την απόκτηση μεριδίων από τον ανταγωνισμό.
Η αγορά χαρακτηρίζεται, επίσης, από την ενίσχυση των premium προϊόντων -τουλάχιστον μέχρι το 2008- το μερίδιο αγοράς των οποίων βέβαια είναι εξαιρετικά μικρό. Επισημαίνεται ότι η τάση αυτή παρατηρείται -μέχρι πρόσφατα- διεθνώς, όπου τα ακριβότερα προϊόντα εμφάνιζαν διψήφιους αριθμούς ανάπτυξης έναντι των standard.
Όσον αφορά στα παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα, ούζο, τσίπουρο και λικέρ ΠΟΠ, αυτά απολαμβάνουν πλέον την προστασία της Ε.Ε., διαμορφώνοντας νέες συνθήκες στη διεθνή παρουσία τους. Ωστόσο, προβλήματα όπως η χαμηλή τιμή εξαγωγής που έχει καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια, η εποχικότητα στην κατανάλωση (ούζο) αλλά και η κυριαρχία του χύμα προϊόντος (στο τσίπουρο) δυσχεραίνουν τις προσπάθειες καθιέρωσης των προϊόντων στο εξωτερικό, τονίζεται στη μελέτη.
Εξαίρεση αποτελεί το καθιερωμένο στη διεθνή αγορά brandy METAXA, του οποίου περίπου το 60% της παραγωγής εξάγεται σε περισσότερες από 100 χώρες.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη της Hellastat, μια σειρά παραγόντων όπως ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος, η χαμηλότερη κατανάλωση στις εξόδους διασκέδασης, η στροφή προς το κρασί και τη μπίρα και η τάση διασκέδασης στο σπίτι οδηγούν σε αποδυνάμωση την επιτόπια κατανάλωση (on-trade αγορά). Εκτιμάται, ότι η on-trade κατανάλωση από 65% του συνόλου το 2000 έχει πλέον περιοριστεί σε 55%.
Σύμφωνα με εκπρόσωπους των επιχειρήσεων του κλάδου, με τους οποίους συνεργάστηκε η Hellastat για την εκπόνηση της μελέτης, ο κλάδος χαρακτηρίζεται από ορισμένες αδυναμίες οι οποίες αφρούν, μεταξύ άλλων, στις εισαγωγές προϊόντων χαμηλής ποιότητας, παραγωγή προϊόντων χωρίς άδεια, κρούσματα νοθείας, την ανεξέλεγκτη παραγωγή χύμα τσίπουρου, τη διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης καθώς ο ΕΦΚ αποδίδεται πολύ νωρίτερα συγκριτικά με την χορηγούμενη πίστωση στους πελάτες (ξεπερνούν τους 5-6 μήνες), τις υψηλές απαιτήσεις σε διαφήμιση και δαπάνες προβολής, τον χαμηλό ρυθμό αύξησης του πληθυσμού άνω των 15 ετών κ.ά.