Στροφή 180 μοιρών κάνει η κυβέρνηση Ομπάμα σε σχέση με την αντιμονοπωλιακή πολιτική Μπους, βάζοντας στο στόχαστρό της τις ηγέτιδες αμερικανικές εταιρείες ιδίως από τον κλάδο της τεχνολογίας.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι αρχές αναμένεται να στραφούν ενάντια στα τεχνολογικά δίκτυα-πλατφόρμες που έχουν μονοπωλήσει το διαδίκτυο συσσωρεύοντας οφέλη από την προσέλκυση αυξανόμενου αριθμού χρηστών και εταιρειών ανάπτυξης λογισμικού.
Στο «μικροσκόπιο» βρίσκεται η εταιρική συμπεριφορά της Google, η οποία αναγκάστηκε πέρσι να ακυρώσει τη συμφωνία επιχειρηματικής συνεργασίας με τη Yahoo για τις υπηρεσίες αναζήτησης μετά την προειδοποίηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης ότι πρόκειται να ασκήσει δίωξη κατά του διαδικτυακού κολοσσού για «πάγωμα» της συμφωνίας λόγω παραβίασης των αντιμονοπωλιακών κανονισμών.
Το μερίδιο αγοράς της Google στην αγορά αναζήτησης στην Αμερική ανέρχεται σήμερα στο 64%, ενώ η Yahoo κατέχει το 21% και η Microsoft το 8%.
Το τελευταίο διάστημα, οι αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ έχουν εξαπολύσει επίθεση σε δύο άξονες. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει βάλει στο μικροσκόπιο τις συμφωνίες της Google με τους συγγραφείς και τους εκδότες για τις υπηρεσίες αναζήτησης βιβλίων για εντοπισμό πιθανών πολιτικών παραβίασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Παράλληλα, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου των ΗΠΑ εξετάζει κατά πόσον το ότι τα διοικητικά συμβούλια της Google και της Apple έχουν δύο κοινά μέλη συνεπάγεται μείωση του ανταγωνισμού λόγω του ότι και οι δύο εταιρείες δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών διαδικτύου και τηλεφωνίας.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, όσο δεν αποδεικνύεται ότι η Google εφαρμόζει πολιτικές που αντιβαίνουν την αρχή του ανταγωνισμού, η δραστηριότητα της εταιρείας θα βρίσκεται υπό το άγρυπνο βλέμμα των αμερικανικών αρχών. Ακόμη και στην περίπτωση που στοιχειοθετηθεί κάποιο πταίσμα εις βάρος του διαδικτυακού κολοσσού, οι υποθέσεις για θέματα αντιμονοπωλιακής πολιτικής είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες.
«Η αγωνία για την Google εντείνεται αλλά δεν αναμένεται η εταιρεία να εμπλακεί άμεσα σε κάποια σοβαρή δικαστική διαμάχη», εκτιμά ο Μάικλ Κατζ, οικονομολόγος στο Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
Πηγή: The New York Times