Η ασιατική οικονομική μηχανή

Aποψη
Κυριακή, 14 Ιουνίου 2009 07:00

Αναδημοσίευση από την έντυπη έκδοση

Κάποτε, όχι πολύ καιρό πριν, παγκοσμιοποίηση σήμαινε ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τις αναπτυγμένες χώρες στις αναπτυσσόμενες.

Σήμερα, οι ροές αυτές είναι αμφίδρομες, όπως και οι αντίστοιχες από τη μια αναπτυσσόμενη οικονομία στην άλλη. «Επιχειρείν στις ημέρες μας είναι ανταγωνισμός με όλους, παντού και για κάθε τι», γράφει σε έρευνά του ο Μπιλ Κλόκιν του Μπόστον Κονσάλτινγκ Γκρουπ.

Σημείο των καιρών είναι και ο αυξανόμενος αριθμός επιχειρήσεων των αναπτυσσομένων χωρών που φιγουράρουν στην κατάταξη των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κόσμου την οποία εκπονεί κάθε χρόνο το γνωστό αμερικανικό οικονομικό περιοδικό «Φόρτιουν». Για το 2007, οι επιχειρήσεις αυτές έφθασαν τις 70, ενώ για το 2003 ήσαν μόλις 31 και, κατά κύριο λόγο, προέρχονται από χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και η Ρωσία. Όπως δε λένε ειδικοί παρατηρητές, όλα δείχνουν ότι μέχρι το 2015 ο αριθμός τους θα ξεπερνά τις 150 επιχειρήσεις.

Παράλληλα, εντυπωσιακή άνοδο παρουσιάζει και ο αριθμός των επιχειρήσεων από τις αναπτυσσόμενες χώρες που εξαγοράζουν εταιρείες του αναπτυσσόμενου κόσμου - όπως συνέβη με την αμερικανική ζυθοποιΐα Μπαντβάϊζερ την οποία εξαγόρασε βελγο-βραζιλιάνικος όμιλος. Θεαματική υπήρξε πριν από τρία χρόνια και η εξαγορά του γαλλικού ομίλου χάλυβα Ανσιλάρ από τον Ινδό επιχειρηματία Μιτάλ, η οποία προκάλεσε μεγάλο θόρυβο. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι, πέρα από την οικονομική κρίση, στον κόσμο μας συντελούνται και ιστορικές οικονομικές μεταβολές, ανακατατάξεις και αναδιαρθρώσεις που διαμορφώνουν και το παγκόσμιο οικονομικό τοπίο του 21ου αιώνα.

Τον 19ο αιώνα, ο γνωστός Γερμανός φιλόσοφος Έγελος προέβλεπε ότι η Ασία αποτελεί την αρχή της ιστορίας και η Ευρώπη το τέλος της. Όμως, απ' ό,τι φαίνεται, οι εξελίξεις που σημειώνονται στις αρχές του 21ου αιώνα αποδεικνύουν ότι είχε άδικο.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Αν Γκανγκ Χου του Πανεπιστημίου Τσινγκ Χουά στο Πεκίνο, «η άνοδος της Κίνας μοιάζει με εκείνη των ΗΠΑ πριν από έναν αιώνα (1870-1913). Και στις δύο περιπτώσεις, παρατηρείται υψηλός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης και συμβολή στην αύξηση του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ)». Προσθέτει δε μάλιστα ότι «όπως συνέβη και εκεί, η άνοδος θα αλλάξει όχι μόνον την ίδια την Κίνα, αλλά θα οδηγήσει και στην αναδιάταξη ολόκληρης της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων».

Πράγματι, ορισμένες αναλογίες είναι εντυπωσιακές: η οικονομική και εδαφική επέκταση των ΗΠΑ στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα και η εντατική εκβιομηχάνιση μετά τον αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1860-1865), διευκολύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την εισροή διεθνών επενδύσεων οι οποίες, κατά διαδοχικά κύματα, διαδραμάτισαν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην συσσώρευση του κεφαλαίου, στην επέκταση των μεταφορικών υποδομών, στον αποικισμό και στην ανάπτυξη ορισμένων εδαφών, καθώς και στην δημιουργία μιας ολοκληρωμένης ηπειρωτικής αγοράς. Χωρίς τις υπερεθνικές εισροές -βρετανικής κυρίως προέλευσης, όχι όμως αποκλειστικά-, η ανάπτυξη των ΗΠΑ θα ήταν λιγότερο γρήγορη και ισχυρή.

Έτσι, όπως υποστηρίζει ο Γάλλος καθηγητής στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Μελετών του Πανεπιστημίου «Παρίσι 8», Φιλίπ Κολούμπ, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξαιρετικά παράδοξη κατάσταση. Ο καπιταλισμός τείνει από τη φύση του προς την παγκοσμιοποίηση και οι λογικές του υπερβαίνουν τη διαίρεση του κόσμου σε κράτη-έθνη. Ταυτοχρόνως, δίνοντας προτεραιότητα στις επενδύσεις σε ορισμένες περιοχές, καταλήγει να δημιουργήσει εθνικές μεγάλες δυνάμεις οι οποίες μερικές φορές εξελίσσονται σε ηγεμονικές δυνάμεις.

Ωστόσο, η σταδιακή ενσωμάτωση των αναδυόμενων χωρών στην παγκόσμια οικονομία στα τέλη του 20ού αιώνα παρουσιάζει τεράστιες διαφορές με την ενσωμάτωση η οποία προκάλεσε την γνωστή απόκλιση Βορρά - Νότου και τις μέχρι σήμερα ανισότητες του σύγχρονου διεθνούς συστήματος.

Σήμερα, η ενσωμάτωση των αναδυόμενων χωρών στην διεθνή αγορά επιτρέπει την κινητοποίηση ενδογενών συντελεστών ανάπτυξης. Συνεπώς, αν και χώρες όπως η Κίνα, η Βραζιλία, ή η Ινδία βρίσκονται σε κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης με τις χώρες της Τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία), αυτό δεν τις εμποδίζει να αυτονομούνται σταδιακά -με αποτέλεσμα, το μερίδιο των εμπορικών συναλλαγών που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της περιοχής της Ανατολικής Ασίας να έχει αυξηθεί, από το 40% το 1980, στο 50% το 1995 και στο 60% σήμερα.

Αυτή η «περιφερειοποίηση» των εμπορικών συναλλαγών επιβεβαιώνει ότι ήδη περιορίζεται η έντονη εξάρτηση της περιοχής από την αμερικανική αγορά (single market dependency) η οποία αποτελούσε χαρακτηριστικό των δεκαετιών τού 1980 και τού 1990.

«Η ιστορία του κόσμου ταξιδεύει από την Ανατολή προς την Δύση, γιατί η Ευρώπη είναι το απόλυτο τέλος της Ιστορίας, ενώ η Ασία η αρχή της». Η διάσημη αυτή φράση των Μαθημάτων για την Φιλοσοφία της Ιστορίας του Γεωργίου Γουλιέλμου Φρειδερίκου Έγελου (1831) αρκεί για να συνοψίσει το σύστημα των τελολογικών αναπαραστάσεων που έχει επικρατήσει από τον 19ο αιώνα.

Η δυτική «νεωτερικότητα» εκλαμβανόταν -και εξακολουθεί να εκλαμβάνεται- ως η κατάληξη και το απόγειο μιας ανοδικής ιστορικής κίνησης. Οι κοινωνικές επιστήμες βασίζονται στην αρχή της «μοναδικής ιδιαιτερότητας της Δύσης», στην οποία υποτίθεται ότι στηρίζεται η μεγάλη της ανάπτυξη, η επέκτασή της, η κυριαρχία της.

Ιδωμένη από τη Δύση, η «ακινησία» της Ασίας -και του υπόλοιπου εκτός Ευρώπης κόσμου- κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα εξηγούνταν είτε από τον εγκλεισμό της μέσα σε ένα μαγικό θρησκευτικό σύμπαν, αδιαπέραστο από τον εργαλειακό ορθολογισμό της «νεωτερικότητας», είτε από τους κατά Μαρξ πρωτόγονους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής («ασιατικός τρόπος παραγωγής»).

Κατά ορισμένες εκδοχές, όμως, οι παραπάνω παραστάσεις ήταν πέρα για πέρα λανθασμένες. Ο καθηγητής Κένεθ Πόμερανζ υποστηρίζει ότι σήμερα γνωρίζουμε πως το επίπεδο ζωής, γνώσεων, θεσμών, αγοράς και οικονομικής δραστηριότητας του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της Ευρασίας ήταν συγκρίσιμα και όχι άνισα, ότι, και μόνον λόγω του δημογραφικού μεγέθους τους, οι «οικονομίες - κόσμοι» που βρίσκονται εκτός Ευρώπης ήταν σημαντικότερες, ότι η Κίνα και η Ινδία -όπως επίσης και η Οθωμανική Αυτοκρατορία- ήταν στο κέντρο πυκνών δικτύων περιφερειακών ανταλλαγών. Οι διεθνείς ιεραρχίες που διαίρεσαν μόνιμα τον κόσμο σε κυρίαρχα κέντρα και εξαρτημένες περιφέρειες δημιουργήθηκαν μόνον όταν δρομολογήθηκε η οικονομική επέκταση της Δύσης.

Η σύντομη αυτή υπενθύμιση επιτρέπει να κατανοήσουμε τον ιστορικό χαρακτήρα της επανεξισορρόπησης που πραγματοποιείται γύρω από τις μεγάλες «αναδυόμενες» περιφέρειες: Ανατολική Ασία, Λατινική Αμερική και Νότια Ασία. Αυτές οι περιοχές, που παλαιότερα βρίσκονταν στο περιθώριο, έχουν γίνει -ή γίνονται- αυτό που ο Φρανσουά Περού αποκαλεί ενεργές οικονομικές μονάδες, δηλαδή «μονάδες των οποίων το πρόγραμμα δεν είναι απλώς προσαρμοσμένο στο δικό τους περιβάλλον, αλλά οι οποίες προσαρμόζουν το περιβάλλον στο δικό τους πρόγραμμα».

Η αλλαγή αυτή, η σημαντικότερη από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης στη Δύση, ανατρέπει τις ιεραρχίες που εγκαθιδρύθηκαν από την επέκταση της Δύσης και σηματοδοτεί, κάτω από νέες ιστορικές συνθήκες, την επιστροφή στην πολυκεντρική τάξη πραγμάτων που ίσχυε πριν το 1820.

Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Φ. Κολούμπ, ένα από τα κύρια στοιχεία των αλλαγών είναι η σταθερότητα της ανοδικής τάσης της ισχύος της Ασίας. Ακολουθώντας τα βήματα της Ιαπωνίας, η οποία υπήρξε ο πρόδρομος της συγκεκριμένης τάσης, και, στη συνέχεια, των νέων βιομηχανικών κρατών της Βορειοανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας -τα οποία βγήκαν από την τριτοκοσμική υπανάπτυξη μέσα σε διάστημα μόλις δύο γενεών-, η Κίνα και η Ινδία γνώρισαν μία αξιοθαύμαστη αναπτυξιακή δυναμική.

Μεταξύ 1980 και 2006, το ΑΕΠ, υπολογιζόμενο σε Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης ανά κάτοικο, πολλαπλασιάστηκε επί 16 στην Κίνα και επί 5 στην Ινδία. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, το βάρος τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ πέρασε αντίστοιχα, από το 3,2% και το 3,3%, στο 13,9% και 6,17%. Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, το 2020 το βάρος του συνόλου της Ασίας θα φθάσει το 45%, από το 34% σήμερα.

Η άνοδος των αναδυόμενων χωρών έχει άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας: αναδιάρθρωση του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, μείωση της τιμής των βιομηχανικών προϊόντων σε μία ολοένα ευρύτερη γκάμα αγαθών, πληθωρισμός στις τιμές των πρώτων υλών και, τέλος, οικονομική αναδιανομή προς όφελος αυτών των περιοχών που συσσωρεύουν τεράστια πλεονάσματα -τα συναλλαγματικά τους αποθέματα εκτιμώνται σήμερα σε περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 800 δισ. το 2000, ενώ αποτελούν το 70% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, η οικονομική εξουσία διαχέεται εκτός των ΗΠΑ, οι οποίες αποτελούν από το 1919 την καρδιά του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος. Οι μεγάλες εταιρείες της Γουόλ Στριτ (Σίτιγκρουπ, Μόργκαν Στάνλεϊ κ.λπ.), του λονδρέζικου Σίτι (Μπάρκλεϊζ) και της Ελβετίας (UBS) αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στα κρατικά επενδυτικά σχήματα της Κίνας, της Σιγκαπούρης και των χωρών του Κόλπου για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.

Την περίοδο Ιουνίου 2007-Ιουνίου 2008, τα επενδυτικά αυτά σχήματα επένδυσαν 46 δισ. δολάρια στις δυτικές τράπεζες και χρηματομεσιτικές εταιρείες, δηλαδή το ένα τρίτο των ποσών που απαιτήθηκε για τη σωτηρία τους μέσα από την αναδιάρθρωση της κεφαλαιακής τους βάσης.

Είναι λοιπόν σαφές ότι ο κόσμος μας βιώνει μία από αυτές τις βαθιές δομικές αλλαγές οι οποίες, αν και σπάνιες, εντούτοις διαμορφώνουν την ιστορία. Ως εκ τούτου, οι αλλαγές αυτές ενισχύουν και κινδύνους. Διότι οι διεθνείς μεταβολές και ανακατατάξεις που έχουν δρομολογηθεί δεν είναι σίγουρο ότι δεν θα προκαλέσουν και νέου τύπου συγκρούσεις -όπως συνέβη και στο παρελθόν, όταν μέσα από δύο Παγκόσμιους Πολέμους, οι ΗΠΑ έγιναν το κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή την φορά, ωστόσο, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι οι μεγάλοι παίκτες στη διεθνή σκακιέρα θα κατορθώσουν να διαφυλάξουν την ειρήνη. Αντίθετα από το 1815 και το 1914, η εξουσία αυτή τη στιγμή δεν μετατοπίζεται από ένα κέντρο σε ένα άλλο: αποκεντρώνεται σε μία πληθώρα πόλων.

Σε έναν αλληλεξαρτώμενο κόσμο ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με παγκόσμια προβλήματα -τα οποία δεν είναι δυνατόν να λυθούν σε εθνικό επίπεδο, ούτε καν σε περιφερειακό-, τα γεωγραφικά σύνολα θα χρειαστεί να συμπλεύσουν προς την κατεύθυνση διαφόρων μορφών ενισχυμένης συνεργασίας. Τουλάχιστον, αυτό πρέπει να ελπίζουμε. Το γεγονός ότι το κινεζικό κράτος επέλεξε -μέσω των κρατικών επενδυτικών σχημάτων του- να βοηθήσει την Γουόλ Στριτ κατά τη διάρκεια της σημερινής χρηματοοικονομικής κρίσης, έχει και την πολιτική σημασία του. Το Πεκίνο επιδιώκει την αλληλεξάρτηση με μία από τις σημαντικότερες συνιστώσες της αμερικανικής εξουσίας.

Αυτό σημαίνει ότι η Δύση, η οποία είχε συνηθίσει να αποτελεί το κέντρο του κόσμου, πρέπει να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα ενός κόσμου ο οποίος στο εξής θα είναι πλουραλιστικός. Και αυτή θα είναι και η ουσιαστική έκβαση της κρίσης.

ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα