ΤτΕ: Ανθεκτικές οι ελληνικές τράπεζες

Αύξηση των καθυστερούμενων δανείων στο 6% στο πρώτο τρίμηνο
Τρίτη, 23 Ιουνίου 2009 17:01
UPD:20:10

Τα αποτελέσματα από τα τεστ αντοχής των ελληνικών τραπεζών βάσει υποθετικών παραδοχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), δείχνουν ότι τα θεμελιώδη τους παραμένουν υγιή και τα ιδρύματα μπορούν να αντεπεξέλθουν στις διαταράξεις, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ).

Η ΤτΕ διεξήγαγε τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων χρησιμοποιώντας ένα οικονομετρικό μοντέλο, βάσει σεναρίου το οποίο προέβλεπε συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 3% σωρευτικά για 2 χρόνια, αύξηση της ανεργίας κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες και αύξηση των επιτοκίων κατά 400 μονάδες βάσης.

«Από τα αποτελέσματα της άσκησης συνάγεται ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας ως σύνολο έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει ακόμη και σε ακραίες διαταράξεις, όπως αυτές των υποθετικών σεναρίων», επισημαίνει η ΤτΕ στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

«Η συνολική επίδραση και των τριών αυτών παραγόντων κινδύνου...θα οδηγούσε σε αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση από 5% του συνόλου των δανείων σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος στις 31.12.2008 σε 12,7% στις 31.12.2010».

Το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση αυξήθηκε στο 6% το πρώτο τρίμηνο του έτους. Τα stress tests εφαρμόστηκαν σε δείγμα αποτελούμενο από τις εννέα μεγαλύτερες τράπεζες, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% του ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Σύμφωνα με την ΤτΕ τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών τα τελευταία δύο χρόνια σε συνδυασμό με τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και τις συσσωρεμένες προβλέψεις έως τα τέλη του 2008 είναι αρκετά για να απορροφήσουν «ένα σχετικά μεγάλο τμήμα της εκτιμώμενης ζημίας από το σύνολο των κινδύνων».

Ο μεσοσταθμικός δείκτης βασικών κεφαλαίων για το δείγμα διαμορφώνεται στο 8,62%.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

A. Το χρηματοπιστωτικό τοπίο

Η αβεβαιότητα για την πορεία της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας παραμένει υψηλή παρά την ύπαρξη ορισμένων ενθαρρυντικών ενδείξεων. Η διεθνής ύφεση έχει επηρεάσει δυσμενώς την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα και, μέσω αυτής, τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Το 2008 η εφαρμογή από τις τράπεζες αυστηρότερων κριτηρίων χορήγησης πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά περιόρισε την προσφορά δανείων, ενώ ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και η επακόλουθη υποχώρηση της ροπής προς κατανάλωση, επενδύσεις και ανάληψη πιστωτικών υποχρεώσεων περιόρισαν τη ζήτηση δανείων. Θετική επίδραση αναμένεται από την παρατηρούμενη σταδιακή άμβλυνση των εντάσεων στην αγορά χρήματος.

Η κερδοφορία των επιχειρήσεων υποχώρησε σημαντικά το 2008, ενώ ο βαθμός δανειακής επιβάρυνσης και το κόστος εξυπηρέτησης δανείων αυξήθηκαν. Στη μεγάλη πλειοψηφία τους, ωστόσο, οι επιχειρήσεις εκπλήρωναν κανονικά τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες. Για το 2009 εκτιμάται ότι θετική επίδραση στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων θα ασκήσει η σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων χορηγήσεων, που ξεκίνησε από τα τέλη του 2008, ενώ η συρρικνωμένη οικονομική δραστηριότητα θα συμπιέσει την κερδοφορία και μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητα εμπρόθεσμης εξόφλησης δανείων.

Στα νοικοκυριά, ο βαθμός δανειακής επιβάρυνσης αυξήθηκε το 2008 λιγότερο σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, λόγω αφενός της μεγαλύτερης επιφυλακτικότητας των νοικοκυριών ως προς την ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων και αφετέρου της εφαρμογής από τις τράπεζες αυστηρότερων κριτηρίων έγκρισης δανείων. Για το 2009 εκτιμάται ότι η αποκλιμάκωση των επιτοκίων θα συμπιέσει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών, αλλά η αναμενόμενη εξέλιξη των εισοδημάτων και της ονομαστικής αξίας της περιουσίας τους υπαγορεύει εγρήγορση όσον αφορά την ικανότητα ομαλής εξυπηρέτησης των δανείων τους.

Πιέσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άσκησαν το 2008 και οι εξελίξεις στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Παρατεταμένη υπήρξε η απροθυμία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να δανείζουν κεφάλαια μέσω της διατραπεζικής, λόγω γενικευμένης έλλειψης εμπιστοσύνης και αβεβαιότητας για τη φερεγγυότητα των αντισυμβαλλομένων. Οι εκτεταμένες παρεμβάσεις της ΕΚΤ για την παροχή ρευστότητας και οι μειώσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής, από τον Οκτώβριο και μετά, συνέβαλαν ώστε να αμβλυνθούν σταδιακά, χωρίς όμως και να εξαλειφθούν, οι εντάσεις της διατραπεζικής και των λοιπών αγορών.

Β. Τα βασικά μεγέθη του τραπεζικού τομέα

Η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών και μακροοικονομικών συνθηκών επηρέασαν δυσμενώς τα βασικά μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού τομέα, αν και σε μικρότερο βαθμό συγκριτικά με τον αντίστοιχο τομέα άλλων χωρών. Το 2008 αυξημένη ήταν η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας. Σημαντική υποχώρηση σημειώθηκε στην κερδοφορία και κατά συνέπεια στους δείκτες αποδοτικότητας, ενώ αρνητικά επηρεάστηκε και η κεφαλαιακή επάρκεια. Οι αρνητικές τάσεις συνεχίστηκαν και το α' τρίμηνο του 2009. Συνολικά όμως, τα θεμελιώδη μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού τομέα παραμένουν κατά βάση υγιή και εξακολουθούν να παρέχουν ικανοποιητικό περιθώριο για την κάλυψη των κινδύνων και τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Για το ζήτημα αυτό, στα γραπτά συμπεράσματα της πρόσφατης αποστολής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επισημαίνεται ότι «οι αρχές αντέδρασαν με επαρκή προνοητικότητα στη χρηματοοικονομική κρίση» και ότι «το τραπεζικό σύστημα φαίνεται να διαθέτει αρκετές δικλίδες ασφαλείας, ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στην προσδοκώμενη μακροοικονομική επιβράδυνση». Η Τράπεζα της Ελλάδος θα συνεχίσει να ζητεί από τις τράπεζες, παράλληλα με την ανταπόκριση στις υποχρεώσεις τους για την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, να εφαρμόζουν τις κατάλληλες πολιτικές για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Το 2008, το χρηματοπιστωτικό και το μακροοικονομικό περιβάλλον επέδρασαν αρνητικά στα βασικά μεγέθη του τραπεζικού τομέα. Τον Δεκέμβριο του 2008, σε σύγκριση με το προ έτους επίπεδο, ο τομέας παρουσίαζε αυξημένη έκθεση στον πιστωτικό κίνδυνο. O λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο δανείων ανήλθε σε 5% (2007: 4,5%), εξαιτίας της αύξησης των καθυστερήσεων στα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια, ενώ το ποσοστό κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από τις σωρευμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο υποχώρησε σε 48,9% (2007: 53,4%). Χαμηλός, ωστόσο, παρέμεινε ο βαθμός συγκέντρωσης των τραπεζικών δανείων σε συγκεκριμένους πελάτες ή κλάδους επιχειρηματικής δραστηριότητας, ενώ σημαντικά αυξημένες ήταν, σε απόλυτα μεγέθη, οι προβλέψεις των τραπεζών για την κάλυψη των κινδύνων του χαρτοφυλακίου πιστοδοτήσεων εσωτερικού και εξωτερικού. Ο κίνδυνος ρευστότητας του τραπεζικού τομέα ως συνόλου επηρεάστηκε αυξητικά από τις εντάσεις στις αγορές χρήματος και από τις δραστηριότητες εξωτερικού των ελληνικών τραπεζών, ιδίως σε χώρες της Αναδυόμενης Ευρώπης που επηρεάστηκαν εντονότερα, σε σύγκριση με την ελληνική οικονομία, από την παγκόσμια κρίση. Οι δραστηριότητες των ελληνικών τραπεζών στις χώρες αυτές αντιστοιχούν στο 1/5 του ελληνικού ΑΕΠ. Μείωση, αντίθετα, εμφάνισαν ο κίνδυνος αγοράς και ο λειτουργικός κίνδυνος, οι οποίοι αποτελούν μικρό μόνο τμήμα του συνόλου των κινδύνων.

Το 2008 τα κέρδη προ φόρων του τραπεζικού τομέα υποχώρησαν σημαντικά (σε επίπεδο τραπεζών: -72,4%, σε επίπεδο ομίλων: -39,2%). Κυριότεροι παράγοντες που συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτή ήταν ο υπερδιπλασιασμός των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, οι ζημίες από χρηματοοικονομικές πράξεις και η επιβράδυνση της αύξησης των εσόδων από τόκους. Οι δείκτες αποδοτικότητας και κεφαλαιακής επάρκειας του συνόλου των τραπεζών και των ομίλων τους διαμορφώθηκαν σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από ό,τι προ της κρίσης. Παρά την υποχώρησή του, το επίπεδο των δεικτών αυτών εξακολουθούσε το 2008 να παρέχει επαρκές περιθώριο κάλυψης των κινδύνων ώστε να διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Απαιτείται ωστόσο συνεχής επαγρύπνηση, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η πτωτική τάση των εν λόγω δεικτών και το α΄ τρίμηνο του 2009.

Εξέλιξη των τραπεζικών μεγεθών κατά το α΄ τρίμηνο του 2009

Οι τάσεις που καταγράφηκαν το 2008 συνεχίστηκαν και το α΄ τρίμηνο του 2009. Το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση (σε επίπεδο τραπεζών) αυξήθηκε σημαντικά σε 6% με ανοδική τάση σε όλες τις βασικές κατηγορίες δανείων και η εξέλιξη αυτή συνέβαλε στην υποχώρηση του λόγου κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από τις σωρευμένες προβλέψεις, ο οποίος διαμορφώθηκε σε 43,7%. Μολονότι οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν σημαντικού ύψους εγγυήσεις και εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του βαθμού κάλυψης, η συνεχιζόμενη μείωση του ανωτέρω δείκτη επιβάλλει αυξημένη επαγρύπνηση.

Μεταξύ του α΄ τριμήνου του 2008 και του α΄ τριμήνου του 2009, τα κέρδη προ φόρων υποχώρησαν σημαντικά (τράπεζες: -85,3%, τραπεζικοί όμιλοι: -51,3%). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στον υπερδιπλασιασμό των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και στη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες. Θετική συμβολή είχαν τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και από το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο, ενώ συγκρατημένη ήταν η αύξηση των λειτουργικών εξόδων. Πρέπει επιπλέον να υπογραμμιστεί ότι, εάν στα αποτελέσματα χρήσεως συνυπολογίζονταν οι αναγνωρισμένες απομειώσεις αξίας που εγγράφονται απευθείας στην καθαρή θέση, στο τέλος του α΄ τριμήνου του 2009 θα είχαν προκύψει ζημίες αντί κερδών (για τις τράπεζες ζημίες 200 εκατ. ευρώ αντί κερδών 50 εκατ. ευρώ και για τους τραπεζικούς ομίλους ζημίες 120 εκατ. ευρώ αντί κερδών 431 εκατ. ευρώ).

Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο υποχώρησε κατά περίπου 50 μονάδες βάσης (λόγω του αυξημένου κόστους άντλησης κεφαλαίων από το δ΄ τρίμηνο του 2008 και μετά και της υποχώρησης του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης) και η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων κατά περίπου 10 εκατοστιαίες μονάδες. Υποχώρηση, κατά περίπου 40 και 20 μονάδες βάσης, παρατηρήθηκε στους δείκτες, αντίστοιχα, κεφαλαιακής επάρκειας και βασικών κεφαλαίων. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, καθώς το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν ωστόσο σε επίπεδο άνω του ελάχιστα αποδεκτού.

Γ. Οι πρόσφατες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων

Ενθαρρυντικά ήταν τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests), τις οποίες διενήργησε η Τράπεζα της Ελλάδος με βάση τα υποθετικά σενάρια που συμφωνήθηκαν από κοινού με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Σκοπός των ασκήσεων ήταν η αξιολόγηση της ανθεκτικότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα σε απροσδόκητα έντονες εξωγενείς διαταράξεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο τραπεζικός τομέας είναι σε θέση να αντεπεξέλθει ακόμη και σε ιδιαίτερα έντονους κραδασμούς, η πιθανότητα εμφάνισης των οποίων είναι εξαιρετικά χαμηλή.

Στην προκειμένη περίπτωση, εκτιμήθηκαν οι επιπτώσεις ενός ακραία αρνητικού μακροοικονομικού σεναρίου για την Ελλάδα, του οποίου οι υποθετικές παραδοχές εκκίνησης προέβλεπαν, σωρευτικά για περίοδο 2 ετών, μείωση του ΑΕΠ κατά 3%, άνοδο του ποσοστού ανεργίας κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες και αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων κατά 400 μονάδες βάσης. Οι παραδοχές αυτές ενσωματώθηκαν σε ένα οικονομετρικό υπόδειγμα, με στόχο την εκτίμηση των δανείων σε καθυστέρηση. Η συνολική επίδραση και των τριών αυτών παραγόντων κινδύνου, σε περίπτωση που και οι τρεις υποθετικές παραδοχές επαληθεύονταν ταυτοχρόνως, εκτιμήθηκε ότι θα οδηγούσε σε αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση από 5% του συνόλου των δανείων σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος στις 31.12.2008 σε 12,7% στις 31.12.2010. Η εκτίμηση του ποσοστού των δανείων σε καθυστέρηση στις χώρες της Αναδυόμενης Ευρώπης στις οποίες δραστηριοποιούνται οι ελληνικές τράπεζες, έγινε ως εξής: Οι χώρες αυτές ομαδοποιήθηκαν σε 3 κατηγορίες επικινδυνότητας. Για τις χώρες υψηλού κινδύνου ενσωματώθηκε καθ’ υπόθεση ένα τελικό ποσοστό δανείων σε καθυστέρηση ανερχόμενο σε 20%, για τις μεσαίου κινδύνου ποσοστό 15% και για τις χώρες χαμηλού κινδύνου ποσοστό δανείων σε καθυστέρηση ίσο με το επίσης υποθετικό ποσοστό της Ελλάδος, δηλαδή 12,7% (στο τέλος της διετίας). Με τις υποθετικές αυτές παραδοχές, στο τέλος του 2010 το μέσο ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση στις εν λόγω χώρες εμφανίζεται τετραπλάσιο σε σύγκριση με το υφιστάμενο στο τέλος του 2008, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις δεκαπλάσιο.

Εκτιμήθηκαν επίσης οι επιπτώσεις των ακραίων καταστάσεων και για τον κίνδυνο αγοράς. Οι υποθετικές καταστάσεις, στην προκειμένη περίπτωση, περιλαμβάνουν (σε σύγκριση με την πραγματικότητα στις 31.12.2008) παράλληλη μετατόπιση της καμπύλης αποδόσεων προς τα άνω κατά 300 μονάδες βάσης, υποτίμηση του ευρώ έναντι των άλλων βασικών νομισμάτων κατά 30%, υποχώρηση του γενικού δείκτη τιμών των μετοχών του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατά 40% και αύξηση του περιθωρίου του 10ετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού κατά 450 μονάδες βάσης. Η δυνατότητα απορρόφησης της ζημίας που ενδεχομένως θα προέκυπτε εντός διετίας από τα ακραία αυτά υποθετικά σενάρια εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα κέρδη προ προβλέψεων που θα εμφανίσουν οι τράπεζες στη διάρκεια της διετίας. Για τις ανάγκες της άσκησης θεωρήθηκε καθ’ υπόθεση ότι τα κέρδη προ φόρων και προβλέψεων θα υποχωρήσουν κατά 15% το 2009 έναντι του 2008 και στη συνέχεια, το 2010, θα αυξηθούν κατά 10%.

Η άσκηση προσομοίωσης εφαρμόστηκε σε δείγμα αποτελούμενο από τις εννέα μεγαλύτερες τράπεζες, που αθροιστικά αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% του ενεργητικού του συνόλου των εν Ελλάδι τραπεζών. Από τα αποτελέσματα της άσκησης συνάγεται ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας ως σύνολο έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει ακόμη και σε ακραίες διαταράξεις όπως αυτές των υποθετικών σεναρίων. Τα κέρδη της διετίας, με βάση τις ανωτέρω υποθέσεις, η αύξηση των κεφαλαίων από την αξιοποίηση των διατάξεων του Ν. 3723/2008 και οι συσσωρευμένες προβλέψεις που είχαν σχηματίσει οι τράπεζες μέχρι τις 31.12.2008 είναι ικανά να απορροφήσουν ένα σχετικά μεγάλο τμήμα της εκτιμώμενης ζημίας από το σύνολο των κινδύνων, με αποτέλεσμα ο μεσοσταθμικός δείκτης βασικών κεφαλαίων για το δείγμα των εννέα τραπεζών να διαμορφώνεται στο ικανοποιητικό επίπεδο του 8,62%, να παραμένει δηλαδή άνω του 8% ακόμη και υπό τις ιδιαίτερα δυσμενείς παραδοχές των σεναρίων.

Σημειωτέον ότι τα ως άνω δυσμενή υποθετικά σενάρια εφαρμόστηκαν επί των μεγεθών της 31.12.2008, τα οποία είχαν ήδη ενσωματώσει μέρος των επιπτώσεων της κρίσης. Βεβαίως τα αποτελέσματα δεν είναι ομοιογενή για όλες τις τράπεζες. Η διάμεσος τιμή του δείκτη βασικών κεφαλαίων ανέρχεται σε 9,1% και η πλειοψηφία των τραπεζών διατηρεί ικανοποιητική κεφαλαιακή βάση, ακόμη και μετά την απορρόφηση των ζημιών που θα προέκυπταν από τυχόν υλοποίηση των ακραίων θεωρητικών σεναρίων. Για ελάχιστο αριθμό τραπεζών η απορρόφηση ζημιών αυτού του μεγέθους θα οδηγούσε σε αποδυνάμωση της κεφαλαιακής βάσης, η οποία όμως δεν θα δημιουργούσε συστημικό κίνδυνο, δηλαδή δεν θα κλόνιζε το συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Τέλος, διεξήχθη προσομοίωση ακραίων καταστάσεων και για τον κίνδυνο ρευστότητας, με υποθέσεις που προβλέπουν απόσυρση του 10% των καταθέσεων και μη ανανέωση του 50% των χρηματοδοτήσεων χονδρικής τραπεζικής. Ο στόχος ήταν να εκτιμηθεί η ικανότητα των τραπεζών να εκπληρώνουν κανονικά τις υποχρεώσεις που λήγουν εντός μηνός. Από την άσκηση προέκυψε ότι καμία τράπεζα του δείγματος δεν θα αντιμετώπιζε προβλήματα στην αποπληρωμή των υποχρεώσεών της.



Προτεινόμενα για εσάς


Σχετικά σύμβολα

  • ΕΛΛ



Σχολιασμένα