Δικαστική έγκριση για την πώληση του μεγαλύτερου μέρους των στοιχείων ενεργητικού της σε αγοραστή, ο οποίος χρηματοδοτείται από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, έλαβε η General Motors, εδραιώνοντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης Ομπάμα να «αναστήσει» την αυτοκινητοβιομηχανία.
Η δικαστική απόφαση, στην οποία τονίζεται πως η προτεινόμενη πώληση ήταν η μόνη διαθέσιμη επιλογή για τη δοκιμαζόμενη εταιρεία, εκδόθηκε χθες από τον δικαστή Ρόμπερτ Γκέρμπερ.
«Αναμφισβήτητα, η μόνη εναλλακτική προς μια άμεση πώληση είναι η ρευστοποίηση – μια καταστροφική συνέπεια για τους πιστωτές της GM, τους εργαζομένους της, τους προμηθευτές, η ύπαρξη των οποίων εξαρτάται από τη GM και από τις κοινότητες στις οποίες αυτή λειτουργεί», αναφέρει ο Γκέρμπερ στην 87σέλιδη έκθεσή του.
Κατά τη διάρκεια των τριήμερων ακροάσεων, ομάδα κατόχων ομολογιών, εναγόντων και ενώσεων, οι οποίες είδαν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα να «ψαλιδίζονται», εναντιώθηκαν στην πώληση, υποστηρίζοντας ότι η αποκαλούμενη «νέα GM» είναι ουσιαστικά η «παλιά GM» χωρίς τις υποχρεώσεις της.
Όπως επεσήμαναν, η εταιρεία θα διαθέτει τα ίδια αυτοκίνητα και φορτηγά, τους ίδιους υπαλλήλους και τα ίδια στελέχη.
Όπως παρατηρεί, ωστόσο, η πλευρά της GM, κανένας από τους ανωτέρω δεν παρουσίασε μια εναλλακτική επιλογή ή άλλη πηγή χρηματοδότησης για την εταιρεία.
Βάσει των όρων της πώλησης, η αμερικανική κυβέρνηση θα λάβει το 60% της νέας GM, αναλαμβάνοντας δάνεια 50 δισ. δολαρίων. Ποσοστό 17,5% θα πάει σε εργατική ένωση, ενώ ένα 11,7% θα αποκτήσει η κυβέρνηση του Καναδά. Οι κάτοχοι ομολογιών και οι μη διασφαλισμένοι πιστωτές θα μοιραστούν ποσοστό 10% της αναδιαρθρωμένης εταιρείας.
Το συνολικό κεφάλαιο της νέας GM υπολογίζεται ότι θα ανέρχεται σε περισσότερα από 38 δισ. δολάρια.