Οι πρόσφατες μεταβολές και προοπτικές εξέλιξης του κλάδου παρουσιάζονται στην τελευταία έκδοση της σχετικής κλαδικής μελέτης της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group:
Η ζήτηση για πλαστικούς σωλήνες συνδέεται άμεσα με την πορεία διαφορετικών κλάδων και δραστηριοτήτων, όπως είναι αυτοί των κατασκευών (δημόσια και ιδιωτικά τεχνικά έργα, οικοδομική δραστηριότητα κλπ.) και των αγροτικών καλλιεργειών (άρδευση γεωργικών εκτάσεων). Με τη σειρά τους, οι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση για τα εξεταζόμενα προϊόντα εξαρτώνται από τη γενικότερη πορεία της οικονομίας, την εξέλιξη των επενδύσεων, κλπ.
Στην ελληνική αγορά πλαστικών σωλήνων δραστηριοποιείται ένας σχετικά μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, παραγωγικών και εισαγωγικών, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες ανάλογα με το μέγεθος και τη δυναμικότητά τους. Οι περισσότερες από τις μεγάλες και οργανωμένες παραγωγικές μονάδες, ανανεώνουν περιοδικά το μηχανολογικό εξοπλισμό τους, προσπαθώντας να παραμείνουν ανταγωνιστικές τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά. Τη δυνατότητα αυτή δε διαθέτει η πλειοψηφία των μικρότερων παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου. Όσον αφορά στις εισαγωγικές επιχειρήσεις πλαστικών σωλήνων, οι περισσότερες δραστηριοποιούνται στο εμπόριο μιας σχετικά ευρείας γκάμας προϊόντων (συναφών και όχι), όπως υδραυλικά είδη και είδη κρουνοποιίας, προϊόντα κεντρικής θέρμανσης, κα.
Η συνολική εγχώρια παραγωγή πλαστικών σωλήνων παρουσίασε συνεχή άνοδο κατά την περίοδο 2002-2008, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,8%. Η φαινομενική κατανάλωση πλαστικών σωλήνων στη χώρα μας ακολούθησε ανοδική πορεία τη χρονική περίοδο 1994-1998, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 8,3%, πτωτικές τάσεις το χρονικό διάστημα 1999-2002 (με εξαίρεση το 2000/99) και αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 3,8% μεταξύ 2003-2008.
Οι άκαμπτοι σωλήνες από PVC κάλυψαν το 39,6% περίπου της συνολικής εγχώριας αγοράς το 2008, οι εύκαμπτοι από PVC το 12%, ενώ οι σωλήνες από πολυαιθυλένιο συμμετείχαν με ποσοστό 48,3%. Μέχρι και το 2004, ο μεγαλύτερος όγκος της εγχώριας αγοράς πλαστικών σωλήνων καλυπτόταν από άκαμπτους σωλήνες από PVC, το ετήσιο μερίδιο των οποίων κυμάνθηκε μεταξύ 47%-61% το χρονικό διάστημα 1991-2004. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση στο μερίδιο των σωλήνων πολυαιθυλενίου.
Η αγορά πλαστικών σωλήνων καλύπτεται κυρίως από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, η δε εισαγωγική διείσδυση κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα και συγκεκριμένα μεταξύ του 3,5%- 5,4% τη χρονική περίοδο 1991-2008. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, οι πλαστικοί σωλήνες καταλαμβάνουν μεγάλο όγκο, με αποτέλεσμα η μεταφορά τους να απαιτεί υψηλά έξοδα, τα οποία επιβαρύνουν την τελική τιμή διάθεσής τους.
Η διάθεση των πλαστικών σωλήνων πραγματοποιείται απευθείας από τις προμηθευτικές επιχειρήσεις προς τους τελικούς πελάτες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και μέσω χονδρεμπόρων. Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις του εξεταζόμενου κλάδου έχουν αναπτύξει οργανωμένα δίκτυα πωλήσεων, τα οποία απαρτίζονται από τοπικούς αντιπροσώπους ή/και θυγατρικές-συνδεδεμένες επιχειρήσεις, καθώς και από ειδικευμένους πωλητές.
Η εξαγωγική επίδοση του κλάδου κινήθηκε ανοδικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο, κυμαινόμενη μεταξύ του 10,6% και 16,0%. Το υψηλότερο ποσοστό επί της παραγωγής σημειώθηκε το 2002 και το χαμηλότερο το 1991. Το 2008, οι συνολικές εξαγωγές πλαστικών σωλήνων παρουσίασαν ποσοστιαία αύξηση κατά 7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Πέρα από την ανάλυση της αγοράς, στη συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιείται και χρηματοοικονομική ανάλυση επιχειρήσεων παραγωγής πλαστικών σωλήνων, με τη χρήση αριθμοδεικτών. Με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό που παρουσιάστηκε για τις 14 παραγωγικές επιχειρήσεις πλαστικών σωλήνων που έχουν δημοσιεύσει οικονομικά στοιχεία τη διετία 2006-2007, το σύνολο του ενεργητικού εμφάνισε μείωση κατά 3,5% το 2007 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αντίστοιχα, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων σημείωσε μείωση κατά 11,2% έναντι του 2006. Οι συνολικές πωλήσεις παρουσίασαν αύξηση κατά 7,8% σε σχέση με το 2006, το δε αντίστοιχο μικτό περιθώριο αυξήθηκε κατά 2,7%. Τα EBITDA παρουσίασαν αύξηση περίπου 2% το 2007, ενώ το συνολικό καθαρό αποτέλεσμα των εταιρειών του δείγματος ήταν θετικό για το 2007.