Toυ Τζόζεφ Στίγκλιτζ*
Την ώρα που πασχίζουμε να φέρουμε την παγκόσμια οικονομία στο δρόμο της ανάκαμψης και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουμε την παγκόσμια κλιματική κρίση, ανακύπτει ένα βασανιστικό ερώτημα: άραγε τα στατιστικά στοιχεία δίνουν τις σωστές «ενδείξεις» για το τι θα πρέπει να κάνουμε; Στο σημερινό κόσμο που επικεντρώνεται στις αποδόσεις, οι δείκτες μετρήσεων αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη βαρύτητα: οι μετρήσεις καθορίζουν τις πράξεις μας.
Εάν τα αποτελέσματα των μετρήσεων είναι απογοητευτικά, αυτό που πασχίζουμε να κάνουμε (π.χ. να αυξήσουμε το ΑΕΠ) στην πραγματικότητα συμβάλλει στην επιδείνωση του βιοτικού μας επιπέδου. Συχνά, επίσης, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ψευτοδιλήμματα, όπως η αντιστρόφως ανάλογη σχέση παραγωγής-προστασίας του περιβάλλοντος, η οποία δεν υφίσταται. Αντιθέτως, η σωστότερη μέτρηση των οικονομικών επιδόσεων μπορεί να αποδείξει ότι τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος έχουν θετική επίδραση στην οικονομία.
Πριν από 18 μήνες, ο Γάλλος πρόεδρος Νικόλας Σαρκοζί, ίδρυσε τη διεθνή Επιτροπή για την Μέτρηση των Οικονομικών Επιδόσεων και της Κοινωνικής Προόδου, μετά από την απογοήτευση –του ιδίου και πολλών άλλων– για την τρέχουσα ποιότητα των στατιστικών στοιχείων που αφορούν στην οικονομία και την κοινωνία. Στις 14 Σεπτεμβρίου θα δοθεί στη δημοσιότητα η πρώτη πολυαναμενόμενη έκθεση της Επιτροπής.
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν το ΑΕΠ είναι κατάλληλος δείκτης μέτρησης του βιοτικού επιπέδου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα στατιστικά στοιχεία του ΑΕΠ υποδηλώνουν ότι η οικονομία τα πηγαίνει πολύ καλύτερα απ’ ότι πιστεύουν οι ίδιοι οι πολίτες. Επιπλέον, η επικέντρωση στο ΑΕΠ δημιουργεί προστριβές: οι πολιτικοί ηγέτες έχουν μάθει να μεγιστοποιούν τη σημασία του, ενώ οι πολίτες ζητούν να δίνεται προτεραιότητα και στην ενίσχυση της ασφάλειας, στη μείωση της ρύπανσης των θαλασσών και του αέρα, καθώς και της ηχορύπανσης κ.ο.κ. –τα οποία ενδεχομένως λειτουργούν ως τροχοπέδη για την αύξηση του ΑΕΠ. Το γεγονός ότι το ΑΕΠ δεν είναι ο κατάλληλος δείκτης για τη μέτρηση του βιοτικού επιπέδου – ούτε καν της οικονομικής δραστηριότητας– έχει γίνει αντιληπτό εδώ και πολύ καιρό. Τα προβλήματα κάνουν εντονότερα οι οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές, παρότι η βελτίωση των οικονομικών και στατιστικών τεχνικών μας παρέχουν δυνατότητες αναβάθμισης των υφιστάμενων μετρικών συστημάτων.
Για παράδειγμα, ενώ το ΑΕΠ υποτίθεται ότι μετρά την αξία της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, για έναν βασικό τομέα της οικονομίας –το κράτος– δεν υπάρχει τυπικός τρόπος μέτρησης, με αποτέλεσμα η παραγωγή να υπολογίζεται συνήθως με βάση τις δαπάνες. Εάν οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται –έστω και αναποτελεσματικά– θεωρείται ότι έχει αυξηθεί και η παραγωγή. Τα τελευταία 60 χρόνια, το μερίδιο των δημόσιων αγαθών στο ΑΕΠ έχει σημειώσει σημαντική αύξηση από 21,4% σε 38,6% στις Ηνωμένες Πολιτείες, από 27,6% σε 52,7% στη Γαλλία, από 34,2% σε 47,6% στη Βρετανία και από 30,4% σε 44,0% στη Γερμανία. Αυτό, λοιπόν, που κάποτε θεωρούνταν αμελητέο, πλέον αποτελεί σημαντικό πρόβλημα.
Ομοίως, οι ποιοτικές βελτιώσεις–καλύτερα αυτοκίνητα αντί για περισσότερα αυτοκίνητα– είναι αυτές που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την αύξηση του ΑΕΠ σήμερα. Η αξιολόγηση των αναβαθμίσεων σε όρους ποιότητας, όμως, είναι δύσκολη υπόθεση.
Προβλήματα ανάλογα με αυτά που προκύπτουν στις διαχρονικές συγκρίσεις παρουσιάζονται και στις συγκρίσεις μεταξύ των χωρών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούν στην υγεία περισσότερα χρήματα από οποιαδήποτε άλλη χώρα (τόσο σε κατά κεφαλήν επίπεδο, όσο και ως ποσοστό επί του εισοδήματος) χωρίς, ωστόσο, ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ένα μέρος της διαφοράς στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ ΗΠΑ και ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών ενδέχεται να οφείλεται σε διαφορές των μεθόδων μέτρησης.
Μια αξιοσημείωτη μεταβολή στις περισσότερες κοινωνίες σήμερα είναι η ενίσχυση των ανισοτήτων, το άνοιγμα δηλαδή της ψαλίδας μεταξύ του μέσου εισοδήματος (μέσος όρος) και του διάμεσου εισοδήματος (του εισοδήματος του «μέσου ανθρώπου», το οποίο τέμνει στη μέση την κλίμακα των εισοδημάτων). Εάν οι απολαβές ελάχιστων τραπεζιτών αυξηθούν θεαματικά, το μέσο εισόδημα αυξάνεται, αλλά τα διάμεσα εισοδήματα των περισσοτέρων μειώνονται. Αυτό σημαίνει ότι τα στατιστικά στοιχεία του κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν αντανακλούν την πραγματική οικονομική κατάσταση των περισσότερων πολιτών. Για την αποτίμηση αγαθών και υπηρεσιών χρησιμοποιούμε τις αγοραίες τιμές. Σήμερα όμως, ακόμη και εκείνοι που εμπιστεύονται τυφλά τις αγορές, αμφιβάλλουν για τις αγοραίες τιμές αμφισβητώντας τις τρέχουσες αξίες. Για παράδειγμα, τα προ της κρίσης κέρδη των τραπεζών –τα οποία αντιστοιχούσαν στο ένα τρίτο των εταιρικών κερδών– αποδείχθηκαν ψευδαίσθηση.
Η διαπίστωση αυτή ρίχνει νέο φως όχι μόνο στις μεθόδους μέτρησης των επιδόσεων που χρησιμοποιούμε, αλλά και στα συμπεράσματα που συνάγουμε. Πριν την κρίση, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης τις ΗΠΑ (με βάσει τους τυπικούς δείκτες μέτρησης του ΑΕΠ) έμοιαζαν πολύ υψηλότεροι από τους αντίστοιχους στην Ευρώπη, πολλοί Ευρωπαίοι υποστήριζαν ότι η Ευρώπη πρέπει να υιοθετήσει τον αμερικάνικο καπιταλισμό.
Φυσικά, εάν κάποιος ήθελε, θα μπορούσε να δει τους αυξανόμενους δείκτες χρέους των αμερικανικών νοικοκυριών, τα οποία θα χρειαστούν πολύ χρόνο για να αποκαταστήσουν την εσφαλμένη εντύπωση της επιτυχίας που προσφέρουν τα στατιστικά στοιχεία του ΑΕΠ.
Οι πρόσφατες εξελίξεις σε επίπεδο μεθοδολογίας μάς έχουν δώσει τη δυνατότητα να αξιολογούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τους παράγοντες που καθορίζουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και να υπολογίζουμε τα στοιχεία που χρειάζονται για την πραγματοποίηση των αξιολογήσεων αυτών σε τακτική βάση. Οι συγκεκριμένες μελέτες, για παράδειγμα, επικυρώνουν και ποσοτικοποιούν αυτό που θα έπρεπε να είναι προφανές: μια απόλυση έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο από αυτόν που μπορεί να μετρηθεί μόνο με γνώμονα την απώλεια του εισοδήματος, καθώς έχει επίσης βαρύτατες κοινωνικές επιπτώσεις.
Ένας δείκτης μέτρησης των συνθηκών διαβίωσης θα έπρεπε, επίσης, να λαμβάνει υπ’ όψιν του τη βιωσιμότητα. Όπως μια εταιρεία υπολογίζει την απόσβεση επί του κεφαλαίου της, έτσι και τους κρατικούς λογαριασμούς θα έπρεπε να αντανακλάται η εξάντληση των φυσικών πόρων και η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Τα στατιστικά πλαίσια αποσκοπούν στη συνοπτική παρουσίαση των όσων συμβαίνουν στη σύνθετη κοινωνία μας με λίγους, εύκολα ερμηνεύσιμους αριθμούς. Θα έπρεπε να είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν όλα σε έναν μόνο αριθμό, το ΑΕΠ.
Μπορεί κανείς να ελπίζει ότι η έκθεση της Επιτροπής για την Μέτρηση των Οικονομικών Επιδόσεων και της Κοινωνικής Προόδου θα συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των χρήσεων, και καταχρήσεων, της στατιστικής.
Η έκθεση μπορεί να ανοίξει το δρόμο για τη καθιέρωση ενός ευρύτερου συνόλου δεικτών που θα αντιπροσωπεύουν με μεγαλύτερη ακρίβεια το βιοτικό επίπεδο και τη βιωσιμότητα και θα αποτελέσει εφαλτήριο για τη βελτίωση της ικανότητας του ΑΕΠ και των αντίστοιχων στατιστικών μεγεθών να αξιολογούν τις επιδόσεις σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Αυτού του είδους οι μεταρρυθμίσεις θα μας βοηθήσουν να κατευθύνουμε τις προσπάθειες (και τους πόρους) μας σε στόχους που θα φέρουν καρπούς και στα δύο επίπεδα.
*Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, βραβευμένος με το Βραβείο Νόμπελ του 2001, και έχει διοριστεί πρόεδρος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις του διεθνούς νομισματικού και χρηματοοικονομικού συστήματος.
Copyright: Project Syndicate, 2009