«Οποια χώρα επηρεάζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις δραστηριότητες ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού, ανεξάρτητα από το πού αυτός έχει την έδρα του, θα πρέπει να έχει και τη δυνατότητα να ρυθμίσει τη λειτουργία του».
Λονδίνο - Καθώς η χρηματοπιστωτική κρίση αντανακλά την αποτυχία των ρυθμιστικών πλαισίων ανά τον κόσμο, πληθαίνουν τα αιτήματα για περισσότερη και καλύτερη εποπτεία.
Τα αιτήματα αυτά ακούστηκαν και πάλι στην πρόσφατη σύνοδο των χωρών του G20 στο Πίτσμπουργκ και η Ευρωπαϊκή Ένωση απάντησε αποκαλύπτοντας τα σχέδιά της για μία νέα πανευρωπαϊκή εποπτική αρχή.
Σε ένα παγκοσμιοποιημένο χρηματοοικονομικό σύστημα είναι καθοριστικής σημασίας να πετύχει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στις δικαιοδοσίες της χώρας, όπου οι οργανισμοί έχουν την έδρα τους και των υπόλοιπων χωρών, όπου δραστηριοποιούνται, καθώς και ανάμεσα στους εθνικούς και υπερεθνικούς μηχανισμούς εποπτείας.
Ας δούμε το παράδειγμα της Ευρώπης. Οι ευρωπαϊκοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και οι αγορές υπερβαίνουν σήμερα τα εθνικά σύνορα περισσότερο από ποτέ. Παρ' όλα αυτά οι εθνικές αρχές ακόμη έχουν τον έλεγχο του ρυθμιστικού πλαισίου. Εξετάζοντας το ευρωπαϊκό πρόβλημα, ίσως να μπορέσουμε να βρούμε λύσεις στις παγκόσμιες προκλήσεις.
Το σημερινό μοντέλο της Ε.Ε. -το «ενιαίο διαβατήριο» με την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να αναλαμβάνουν οι εθνικές αρχές της χώρας, όπου έχουν την έδρα τους- έχει αποτύχει σκανδαλωδώς.
Οι οικονομίες της Βαλτικής είναι ίσως τα πιο τραγικά θύματα, αλλά οι ζημίες επεκτείνονται στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έως και τα Βαλκάνια. Μετά τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης στις οικονομίες των χωρών, που φιλοξενούν θυγατρικές και υποκαταστήματα τραπεζών της Δύσης, δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε από αυτές να αποδεχθούν την καθεστηκυία τάξη.
Οι νέες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, ωστόσο, πολύ δύσκολα θα ανταποκριθούν στις ανάγκες. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικών Κινδύνων (ESCR) έχει αρμοδιότητες μόνο στο μέτωπο της παρακολούθησης.
Οι τρεις νέες εποπτικές αρχές της Ε.Ε. για τις αγορές τραπεζών, ασφαλιστικών και χρεογράφων θα συντονίζουν απλώς το υπάρχον σύστημα των εθνικών εποπτικών αρχών. Δεν θα έχουν αρμοδιότητες επιβολής και οι εθνικές κυβερνήσεις ήδη εφευρίσκουν τρόπους υπονόμευσης της εξουσίας τους.
Έχει φτάσει η ώρα να σκεφτούμε ένα Σχέδιο Β - τι θα συμβεί δηλαδή εάν οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν καταφέρουν να προστατεύσουν τις χώρες. Τα κράτη μέλη που αυτή τη στιγμή φαίνεται να αντιδρούν στα προωθούμενα σχέδια για πιο ισχυρό ενιαίο σύστημα εποπτείας -κατά κύριο λόγο το Ηνωμένο Βασίλειο- θα πρέπει να κατανοήσουν ότι η μόνη εναλλακτική στην πανευρωπαϊκή λύση είναι η δραστική ενίσχυση του ρυθμιστικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο.
Αυτό είναι πολύ πιθανόν να συμβεί σε χώρες, που δεν αντιμετωπίζουν περιορισμούς στις κινήσεις τους, όπως τα κράτη - μέλη της Ε.Ε. και κυρίως στην Κίνα και την Ινδία, που πολύ πρόσφατα άνοιξαν τα σύνορά τους για ξένες άμεσες επενδύσεις στο χρηματοοικονομικό τομέα.
Αυτό που διακυβεύεται είναι οι πρωτοβουλίες δεκαετιών για την ενοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλα μέρη του πλανήτη, το κεφάλαιο στην Ευρώπη κινείται από τις πλούσιες προς τις φτωχές χώρες - κυρίως από τη Δύση προς την Ανατολή και το Νότο. Στην Ανατολική Ευρώπη το κεφάλαιο έχει κατευθυνθεί στις χώρες με την ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη.
Σε γενικές γραμμές η χρηματοοικονομική ενοποίηση έχει συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη της Ανατολικής Ευρώπης. Κλάδοι που βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στη χρηματοδότηση από το εξωτερικό αναπτύχθηκαν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς σε χώρες με μεγάλες κεφαλαιακές εισροές, από ό,τι σε χώρες με μικρότερη εισροή κεφαλαίου.
Ωστόσο η ταχεία πιστωτική επέκταση από τους ξένους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές μέσω διαφόρων διόδων (συμπεριλαμβανομένης της άμεσης χορήγησης δανείων και της χορήγησης δανείων μέσω των τραπεζικών θυγατρικών) τροφοδότησε την εκρηκτική άνοδο των τιμών στα στοιχεία ενεργητικού και αύξησε την έκθεση στους κινδύνους της διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Εν απουσία αποτελεσματικού ρυθμιστικού πλαισίου, η ενοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα κατέστησε την περιοχή ευάλωτη στην ξαφνική και δραστική συρρίκνωση των εισροών κεφαλαίου.
Οι επιλογές που έχουν τεθεί επί τάπητος αφήνουν ουσιαστικά ανέπαφο το μοντέλο, στο οποίο την εποπτεία του κάθε οργανισμού έχει η ρυθμιστική αρχή της χώρας του.
Το μοντέλο αυτό έχει αποτύχει όμως να προστατεύσει χώρες, που φιλοξενούν δραστηριότητες ξένων τραπεζών, από το συστημικό κίνδυνο των υπέρμετρων εισροών κεφαλαίου.
Από την άλλη το να δώσεις αυξημένες αρμοδιότητες στο κάθε κράτος μέλος επί οργανισμών, που έχουν την έδρα τους εκτός της δικής τους δικαιοδοσίας, θα ήταν προβληματικό.
Οι περισσότερες χώρες έχουν περιορισμένους πόρους, ώστε να διεισδύσουν στις σύνθετες δομές των μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όπως και περιορισμένες εξουσίες επιβολής του ρυθμιστικού πλαισίου.
Η πρόταση της Ε.Ε. για ένα «κολέγιο επιτροπών», ακόμη και με την προσθήκη του «συμβουλίου συστημικών κινδύνων», συνιστά μερική μόνο λύση, καθώς αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τις πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων ανάμεσα στις ρυθμιστικές αρχές των διαφορετικών κρατών- μελών.
Οι χώρες, που φιλοξενούν δραστηριότητες ξένων τραπεζών, θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες τους υιοθετώντας μία πιο δραστική λύση, όπως η μονομερής επιβολή κεφαλαιουχικών ελέγχων και άλλων μέτρων στις αγορές τους. Βεβαίως αυτό θα σήμαινε οπισθοδρόμηση σε σχέση με τα όσα έχουν επιτευχθεί στο μέτωπο της ολοκλήρωσης του χρηματοοικονομικού τομέα στην Ε.Ε.
Ως εναλλακτική, προτείνουμε την υιοθέτηση κοινών προτύπων στη βάση της αρχής της «δικαιοδοσίας βάσει των συνεπειών». Αυτό σημαίνει ότι όποια χώρα επηρεάζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις δραστηριότητες ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού, ανεξάρτητα από το πού αυτός έχει την έδρα του, θα πρέπει να έχει και τη δυνατότητα να ρυθμίσει τη λειτουργία του.
Αυτή η αρχή ακολουθείται τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ε.Ε. όσον αφορά στην αντιμονοπωλιακή πολιτική. Θα μπορούσε λοιπόν να εφαρμοστεί και στο χρηματοοικονομικό τομέα επιτρέποντας στις χώρες να επιβάλλουν περιορισμούς στην πιστωτική επέκταση, ανεξάρτητα από πώς επιλέγει ο κάθε χρηματοπιστωτικός οργανισμός να διοχετεύσει το κεφάλαιό του στην αγορά, και θα ενίσχυε τα δικαιώματα των κρατών, που φιλοξενούν μία ξένη τράπεζα, στο να ζητήσουν πληροφόρηση από τις εθνικές αρχές της χώρας, όπου διατηρεί την έδρα της.
Εντός της Ε.Ε. η αρχή αυτή ενδεχομένως να εγείρει ανησυχίες ως προς την ελευθερία διακίνησης του κεφαλαίου. Ωστόσο, η Συνθήκη της Ε.Ε. αναγνωρίζει εξαιρέσεις σε περιπτώσεις δημόσιου συμφέροντος.
Επιπλέον αρκετές οδηγίες της Ε.Ε. αναγνωρίζουν τα συμφέροντα μιας χώρας, όπου πραγματοποιούνται συναλλαγές από ξένους οργανισμούς (όπως συμβόλαια ασφαλειών ζωής), προσφέροντάς της περισσότερες αρμοδιότητες επί αυτών των συναλλαγών.
Ο καλύτερος τρόπος να προστατευθεί η διασυνοριακή δραστηριότητα των τραπεζών και η χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση στην Ευρώπη θα ήταν η σύσταση ενός αποτελεσματικού πανευρωπαϊκού ρυθμιστικού και εποπτικού μηχανισμού ή ακόμη καλύτερα ενός παγκόσμιου οργανισμού, ο οποίος θα παρακολουθούσε τη σχέση ανάμεσα στη χώρα - έδρα του κάθε οργανισμού και τη χώρα, που τον φιλοξενεί.
Εάν δεν υπάρξει ουσιαστική πρόοδος σε αυτή την κατεύθυνση ωστόσο θα πρέπει να υιοθετηθούν άλλες δικλίδες ασφαλείας, για τις χώρες, που φιλοξενούν δραστηριότητες ξένων τραπεζών. Πιστεύουμε ότι μία συμφωνία βασισμένη στην αρχή των επιπτώσεων θα ελαχιστοποιούσε τους κινδύνους.
ΕΡΙΚ ΜΠΕΡΓΚΛΟΦ, κορυφαίος οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, και ΚΑΤΑΡΙΝΑ ΠΙΣΤΟΡ, καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Copyright: Project Syndicate, 2009.