«Θα κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο προκειμένου να αποφύγουμε την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», διαβεβαιώνει ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα «Φιγκαρό».
Ερωτηθείς σχετικά με την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδα από το διεθνή οίκο Fitch, ο κ. Παπακωνσταντίνου αναφέρθηκε αναλυτικά στα στοιχεία που ο οίκος «ξεχνά», όπως σημείωσε, κατά την αξιολόγησή του.
«Θα κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο προκειμένου να αποφύγουμε την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», διαβεβαιώνει ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου.
«Την προηγούμενη εβδομάδα λάβαμε ενθαρρυντικά μηνύματα από το Ecofin και το Eurogroup στις Βρυξέλλες, που άφησαν να εννοηθεί ότι βρισκόμαστε στη σωστή κατεύθυνση. Η αξιολόγηση του Fitch μάς βλάπτει, διότι συνιστά μια ένδειξη απώλειας αξιοπιστίας», τόνισε ο υπουργός.
Επέρριψε δε για μια ακόμη φορά την ευθύνη για την κατάσταση των δημοσίων οικονομικών στην προηγούμενη κυβέρνηση, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Το σφάλμα δεν είναι δικό μας, είναι σφάλμα του παρελθόντος.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου υπεραμύνθηκε των πολιτικών της κυβέρνησης, επισημαίνοντας ότι ο οίκος δεν έλαβε υπόψη το τι κάνει αυτή τη στιγμή η νέα κυβέρνηση. «Προετοιμάζουμε έναν προϋπολογισμό θεληματικό μα δύσκολο. Πρόκειται για μια ουσιαστική προσπάθεια. Προβλέπει τη μείωση των δαπανών στο δημόσιο τομέα», ανέφερε.
«Στην ουσία, αυτό που προκαλεί ανησυχία στον οίκο είναι ο μεσοπρόθεσμος ορίζοντας. Προς την κατεύθυνση αυτή, έχουμε ξεκινήσει εις βάθος διαβουλεύσεις για το φορολογικό σύστημα της χώρας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουν περάσει μόλις πενήντα ημέρες από τότε που αναλάβαμε την εξουσία. Είναι λίγο το χρονικό διάστημα, για να αποδείξουμε πόσο είμαστε αποφασισμένοι να περιορίσουμε το δημόσιο χρέος. Θεωρούμε ότι κάθε ημέρα που περνά, κερδίζουμε λίγη περισσότερη αξιοπιστία. Ο Fitch το ξεχνά αυτό», τόνισε ο υπουργός.
Παράλληλα, ο κ. Παπακωνσταντίνου εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζει να συνδυάσει μια πολιτική λιτότητας με τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
«Πρόκειται να περιορίσουμε τις καταναλωτικές δαπάνες, αλλά να διατηρήσουμε τις δαπάνες των δημοσίων επενδύσεων, επωφελούμενοι από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια, που δεν έχουμε εξαντλήσει. Θα περιορίσουμε επίσης, τις στρατιωτικές δαπάνες κατά 500 εκατομμύρια ευρώ. Από την άλλη πλευρά, θα αυξήσουμε εκείνες για την εκπαίδευση», διευκρίνισε.
«Επιπλέον, θα στηρίξουμε τα κοινωνικά στρώματα που επλήγησαν περισσότερο από την ύφεση, ενώ θα αυξήσουμε τους φόρους επί των 400 μεγαλύτερων επιχειρήσεων και των μεγάλων περιουσιών. Έχουμε την πρόθεση να εναρμονίσουμε τις κοινωνικές ανάγκες με τα απαραίτητα μέτρα για την ανάπτυξη της χώρας», πρόσθεσε.
Ερωτηθείς τέλος για τα κίνητρα που θα δοθούν στις επιχειρήσεις ώστε «να ξαναβάλει σε λειτουργία τον μηχανισμό», απάντησε: «Πρόκειται να απλοποιήσουμε τις διοικητικές διαδικασίες. Έχουμε επίσης την πρόθεση να στηρίξουμε τις επενδύσεις που αφορούν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η φορολογική μεταρρύθμιση προβλέπει, άλλωστε, τη διατήρηση των ποσοστών φολορόγησης σε χαμηλά επίπεδα για τις επιχειρήσεις εκείνες που επανεπενδύουν τα κέρδη τους και δημιουργούν θέσεις απασχόλησης. Χάρη στα 31 δισεκατομμύρια ευρώ των Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, διαθέτουμε τα μέσα για να στηρίξουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που το έχουν ανάγκη».
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ