Kantor: «Μη ανταγωνιστικές» οι ελληνικές βιομηχανίες

Πέμπτη, 03 Ιανουαρίου 2008 13:16
UPD:13:31

ΕΛΛΕΙΜΜΑ ανταγωνιστικότητας στην ελληνική βιομηχανία διαπιστώνει η KANTOR Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε. στην ετήσια επισκόπηση του κλάδου, για το 2006 με μόνο το 14% των μεταποιητικών επιχειρήσεων να μπορεί να χαρακτηριστεί πραγματικά «ανταγωνιστικό». Η συνολική εικόνα της βιομηχανίας, το 2006, έδωσε την αίσθηση ενός συνόλου επιχειρήσεων που κατάφερε να βελτιώσει τις επιδόσεις του, αλλά δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές του.

Αν και η περασμένη χρονιά ξεκίνησε με καλούς οιωνούς, γεγονός που διαφάνηκε από την ισχυρή ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής τους πρώτους μήνες του 2006, στο δεύτερο εξάμηνο του έτους παρατηρήθηκε σχετική επιβράδυνση με αποτέλεσμα τα έσοδα να διαμορφωθούν πάνω από τα 3 εκατ. ευρώ, οι πωλήσεις να παρουσιάσουν αύξηση 14,3% και τα κέρδη προ φόρων να ενισχυθούν κατά 18,2%.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας της KANTOR, σημαντική βελτίωση κερδών σημείωσαν η μεταλλουργία, τα μεταλλικά προϊόντα, τα χημικά, η εξόρυξη, η ένδυση, ο καπνός και προϊόντα του, ενώ έντονη συρρίκνωση παρατηρήθηκε στον κλάδο των παραγώγων πετρελαίου, των τροφίμων, του ηλεκτρολογικού υλικού και της υπόδησης. Απογοητευτική ήταν για ακόμα μια χρονιά η εικόνα της κλωστοϋφαντουργίας, των μεταφορικών μέσων, του χαρτιού και της μικροβιομηχανίας, με τους κλάδους αυτούς να παραμένουν ζημιογόνοι παρά την αύξηση των πωλήσεων.

Με βάση το μέσο όρο κερδοφορίας και τη μέση αύξηση των πωλήσεων κατά την τελευταία τριετία, η KANTOR κατηγοριοποίησε 1.814 ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις με πωλήσεις άνω των 3 εκατ. ευρώ ως εξής:

• το 14% των επιχειρήσεων (256 μονάδες) μπορούν να χαρακτηριστούν «Ανταγωνιστικές»,

• το 47% των επιχειρήσεων (850 μονάδες) είναι «Δυνητικά Ανταγωνιστικές»,

• το 39% των επιχειρήσεων (708 μονάδες) αξιολογούνται ως «Μη Ανταγωνιστικές».

Οι «Ανταγωνιστικές» και οι «Δυνητικά Ανταγωνιστικές» επιχειρήσεις δημιουργούν το 82% των πωλήσεων, το 100% των λειτουργικών κερδών και το 100% των κερδών προ φόρων, το 70% των παγίων, το 74% των ιδίων κεφαλαίων και το 72% των απασχολούμενων κεφαλαίων. Στον αντίποδα βρίσκονται οι «Μη Ανταγωνιστικές» επιχειρήσεις, οι οποίες υπολογίζεται πως καταστρέφουν συστηματικά αξία ίση περίπου με 600 εκατ. ευρώ ετησίως.

Οι κλάδοι που ξεχώρισαν με βάση τη συγκέντρωση ανταγωνιστικών επιχειρήσεων ήταν της φαρμακοβιομηχανίας, των χημικών προϊόντων, των παραγώγων πετρελαίου, των μη μεταλλικών ορυκτών, των μεταλλουργικών και μεταλλικών προϊόντων και τέλος της εξόρυξης. Αντίθετα, οι κλάδοι της ένδυσης – υπόδησης, καπνού, κλωστοϋφαντουργίας και μεταφορικών μέσων είναι έντονα μη ανταγωνιστικοί, ενώ οι υπόλοιποι κλάδοι αν και επιδεικνύουν στοιχεία δυναμισμού, έχουν και σημαντικό αριθμό μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.

Χαρακτηριστικός της παθογένειας της ελληνικής βιομηχανίας είναι και ο καταμερισμός της ετήσιας χρηματοδότησης, που ανέρχεται σε 1,7 δις ευρώ, καθώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα στηρίζει συστηματικά τις «Μη Ανταγωνιστικές» επιχειρήσεις (253 εκατ. ευρώ), γεγονός που μπορεί να οφείλεται και σε πρότερες δεσμεύσεις αντί σε αντικειμενικές οικονομικές θεωρήσεις.

Οι «Δυνητικά Ανταγωνιστικές» επιχειρήσεις απορροφούν το 51% των κεφαλαίων (1,03 δις ευρώ), ύψος συμβατό με το μέγεθος τους από πλευράς επενδεδυμένων κεφαλαίων, όχι όμως και από πλευράς οικονομικής αξίας, ενώ οι «Ανταγωνιστικές» βιομηχανίες αξιοποιούν σε πολυ μεγαλύτερο βαθμό τα πάγια και τα κεφάλαια τους, λαμβάνοντας 708 εκατ. ευρώ από χρηματοδοτήσεις (35,5%).

Οι στρεβλώσεις που παρατηρούνται στη χρηματοδότηση οδηγούν σε χαμηλότερες αποδόσεις κεφαλαίου και επιτρέπουν σε επιχειρήσεις που καταστρέφουν αξία να παραμένουν σε λειτουργία. Η KANTOR εκτιμά πως αν συνεχιστεί μακροπρόθεσμα η δυναμική αυτής της χρηματοδότησης θα συμπιέσει τις «Ανταγωνιστικές» επιχειρήσεις και θα έχει επιπτώσεις στην εξέλιξή τους.

Αξιοσημείωτες αντιθέσεις παρατηρούνται και μεταξύ των εισηγμένων και μη εισηγμένων βιομηχανιών, καθώς οι μεταποιητικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο Χ.Α. είναι πολύ μεγάλες συγκριτικά με τις εκτός Χ.Α. και επιδεικνύουν στο σύνολο τους, οικονομικά αποτελέσματα όμοια σχεδόν με το σύνολο των μη εισηγμένων σε αυτό, παρά την εξαιρετικά μικρότερη αναλογία τους (οι εισηγμένες αποτελούν το 5% του δείγματος).



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα