ΙΟΒΕ: Θεαματικές προοπτικές ανάπτυξης για τα πετρελαιοειδή

Παρασκευή, 18 Ιανουαρίου 2008 10:45

Κυρίαρχη θέση στην εγχώρια αγορά ενέργειας θα έχουν τα πετρελαιοειδή προϊόντα και τις επόμενες δυο δεκαετίας σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).

Στη μελέτη του ΙΟΒΕ με τίτλο: «Ο κλάδος της εμπορίας πετρελαιοειδών στην Ελλάδα», επισημαίνεται ότι η αγορά των πετρελαιοειδών εμφανίζει θετικές προοπτικές ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Η υποκατάσταση των πετρελαιοειδών προϊόντων από άλλες μορφές ενέργειας, όπως το φυσικό αέριο, θα πραγματοποιηθεί με σχετικά αργούς ρυθμούς, αποτέλεσμα της έλλειψης κινήτρων και των υψηλών κεφαλαιακών επενδύσεων που απαιτούνται τόσο από τα νοικοκυριά όσο και την βιομηχανία.

Ώθηση στον κλάδο αναμένεται να δώσει η κατασκευή του αγωγού Μπουρκάς – Αλεξανδρούπολη, ο οποίος θα ενισχύσει τον ενεργειακό εφοδιασμό της χώρας, θα αποφέρει οικονομικά οφέλη και είναι πιθανό να μειώσει το κόστος του εισαγόμενου αργού πετρελαίου.

Στην μελέτη του ΙΟΒΕ διαπιστώνονται σημαντικά προβλήματα που συνδέονται με τη δομή της αγοράς των πετρελαιοειδών και την διαχρονική καταναλωτική συμπεριφορά, τις εισαγωγές, το μηχανισμό τιμολόγησης του κόστους των αποθεμάτων, το κόστος μεταφοράς, τα οποία επηρεάζουν αρνητικά τον ανταγωνισμό στον κλάδο.

Σοβαρά προβλήματα λαθρεμπορία, νοθεία, πειρατεία

Σοβαρά προβλήματα για τον κλάδο -παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει για την καταπολέμησή τους- παραμένουν η λαθρεμπορία, η νοθεία και η πειρατεία.

Οι κανόνες που έχουν θεσπιστεί, υπογραμμίζεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ, δεν επαρκούν για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, της υγιούς λειτουργίας της αγοράς, και κατά συνέπεια της προστασίας των καταναλωτών ως προς την ποιότητα των προϊόντων, την τιμή αυτών και των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται η ικανοποίηση επιπλέον προϋποθέσεων, που σχετίζονται κυρίως με το θεσμικό πλαίσιο και έχουν ως στόχο την εξάλειψη των εμποδίων που δημιουργούνται σε επίπεδο ανταγωνισμού και υγιούς λειτουργίας της αγοράς.

Η εγκατάσταση μηχανογραφικών συστημάτων και γενικότερα η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η τεχνολογία, υπογραμμίζεται στη μελέτη, θα συμβάλουν αποφασιστικά στην επίλυση των προβλημάτων του κλάδου.

Επιπλέον, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί θα πρέπει να έχουν άμεση και σαφή ενημέρωση σχετικά με τις ισχύουσες διατάξεις, ενώ σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών του κλάδου θα διαδραματίσει η επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών.

Επιπλέον, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, οι αρμόδιες υπηρεσίες θα πρέπει να εξετάσουν διάφορα ζητήματα του θεσμικού πλαισίου όπως:

Η εξίσωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης σε προϊόντα με όμοια χαρακτηριστικά (Αμόλυβδη – Σούπερ Αμόλυβδη, Πετρέλαιο Κίνησης – Πετρέλαιο Θέρμανσης). Στην περίπτωση του πετρελαίου κίνησης και πετρελαίου θέρμανσης να επιλεγεί ένας ορθολογικός τρόπος επιστροφής των φόρων και των δασμών από το κράτος στους δικαιούχους, με την αποφυγή συμμετοχής των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών εφόσον αυτό καθίσταται δυνατό.

Η κατάργηση της LRP βενζίνης και της χρήσης μικρών συσκευασιών πρόσθετων (αφορά μικρό αριθμό μη καταλυτικών αυτοκινήτων).

Ο αυστηρότερος και ουσιαστικότερος έλεγχος στις εξαγωγές όσο αφορά στην φόρτωση πλοίων με μικτό προορισμό εντός και εκτός Ελλάδας, στο βάρος των βυτιοφόρων κατά την έξοδο και είσοδο στην χώρα κλπ.

Ο αυστηρότερος έλεγχος έλεγχος των διαδικασιών πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων όσον αφορά στα πλωτά εφοδιαστικά, στα βυτιοφόρα αυτοκίνητα, στα βιβλία τήρησης των συναλλαγών κλπ.

Προτείνεται ακόμα η άρση των περιορισμών που συνδέονται με τις διαδικασίες χορήγησης αδειών ανέγερσης νέων αποθηκευτικών χώρων, η απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας των πρατηρίων υγρών καυσίμων, η απλούστευση των τελωνειακών διαδικασιών και η εγκατάσταση μηχανογραφικών συστημάτων και η ενίσχυση της πληροφόρησης.

Με 70% τα πετρελαιοειδή στο ενεργειακό ισοζύγιο

Η βαρύτητα των πετρελαιοειδών προϊόντων στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας παρέμεινε σταθερά υψηλή στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όπως και τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, καθώς το μερίδιό τους υπερβαίνει κατά μέσο όρο το 70% της συνολικής τελικής κατανάλωσης. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει την βραδεία υποκατάσταση των πετρελαιοειδών προϊόντων από άλλες μορφές ενέργειας.

Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ η συνολική ζήτηση της εσωτερικής αγοράς (δεν περιλαμβάνονται μεγάλοι τελικοί καταναλωτές όπως η ΔΕΗ, που προμηθεύονται απευθείας από τα διυλιστήρια) ενισχύεται εξέλιξη που οφείλεται κυρίως στην αύξηση της ζήτησης της αμόλυβδης βενζίνης και του πετρελαίου θέρμανσης που κατέχουν και τα υψηλότερα μερίδια στην εσωτερική αγορά.

Η κατανάλωση πετρελαίου εσωτερικής καύσης κυριαρχεί, με ποσοστό υψηλότερο του 50%, το οποίο μάλιστα παρουσιάζει συνεχή διεύρυνση στην περίοδο 1995 – 2005, καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης (ΜΕΡΜ) της τάξης του 4,3%. Η κατανάλωση του πετρελαίου θέρμανσης σχεδόν διπλασιάστηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο, καταγράφοντας μέση ετήσια αύξηση κατά 6%. Το πετρέλαιο κίνησης, που αποτελεί περίπου το 40% της ζήτησης παρουσιάζει μέση ετήσια αύξηση κατά 2,3%.

Η κατανάλωση βενζινών (αμόλυβδη και super η οποία μετά το 2001 αντικαταστάθηκε από την LRP) καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με μερίδιο αγοράς 32% μεταξύ των πετρελαιοειδών προϊόντων. Την περίοδο 1995 – 2005 η ζήτηση των βενζινών παρουσίασε μέση ετήσια αύξηση κατά 3,4% αύξηση που οφείλεται αποκλειστικά στην μεγάλη αύξηση της ζήτησης για αμόλυβδη βενζίνη, η οποία σημειώνει ΜΕΡΜ 14% που είναι η υψηλότερη επίδοση μεταξύ όλων των πετρελαιοειδών προϊόντων.

Τα μερίδια αγοράς των υπολοίπων πετρελαιοειδών προϊόντων διαμορφώνονται στο 4% για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης, στο 3% το υγραέριο και στο 2% η άσφαλτος.

Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ στην εξεταζόμενη δεκαετία, ο τομέας των μεταφορών αναδείχθηκε ως ο σημαντικότερος τελικός καταναλωτής πετρελαιοειδών, συμμετέχοντας στη συνολική κατανάλωση με μερίδιο που προσεγγίζει το 53%. Ο κλάδος των οδικών μεταφορών κυριαρχεί απορροφώντας το 75% της συνολικής κατανάλωσης πετρελαιοειδών του τομέα των μεταφορών.

Στη δεύτερη θέση κατατάσσεται ο βιομηχανικός τομέας με μερίδιο 19% ενώ ανάλογο μερίδιο κατέχει και ο οικιακός τομέας, ο οποίος διευρύνει έντονα την κατανάλωσή του μετά το 1995. Στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται ο αγροτικός τομέας με μερίδιο 6% και ο τομέας των υπηρεσιών με 2,5%.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα