OI TΡΑΠΕΖΕΣ κλείνουν σταδιακά τις στρόφιγγες των καταναλωτικών δανείων και των χορηγήσεων πιστωτικών καρτών λόγω των μέτρων που τους επέβαλε η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και της υπερχρέωσης ορισμένων νοικοκυριών.
Oπως προκύπτει από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τράπεζες απορρίπτουν περίπου το 45% των αιτήσεων που δέχονται για χορήγηση πιστωτικής κάρτας, ενώ δεν εγκρίνουν τις αιτήσεις για καταναλωτικό δάνειο στο 44% των πελατών τους. Πρόκειται για στοιχεία που αναφέρονται στον Ιούνιο του 2007, που είναι και τα τελευταία διαθέσιμα, που σημαίνει ότι σήμερα ενδεχομένως η απόρριψη των αιτήσεων για δάνεια και πιστωτικές κάρτες να αφορά σε υψηλότερο ποσοστό επί των αιτήσεων.
Συγκριτικά στοιχεία
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ προκύπτει ότι το 2004 οι τράπεζες ικανοποιούσαν περίπου το 65,6% των αιτήσεων για τη χορήγηση καταναλωτικών δανείων, το ποσοστό έπεσε στο 58% το 2005, αυξήθηκε στο 59,4% το 2006 και το 2007 υποχώρησε στο 56,3%.
Στις πιστωτικές κάρτες το αντίστοιχο ποσοστό των εγκρίσεων ήταν το 2004 στο 61,3% επί των αιτήσεων και τον περασμένο Ιούνιο έπεσε σταδιακά στο 55,9%.
Η σκλήρυνση της στάσης των τραπεζών είναι αφενός αποτέλεσμα της υπερχρέωσης των νοικοκυριών (με βάση τα στοιχεία του Νοεμβρίου χρωστούν το 45,3% του ΑΕΠ), αλλά και των πιέσεων της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Κεντρική Τράπεζα πιέζει τα τελευταία χρόνια τις εμπορικές τράπεζες προκειμένου να περιορίσουν το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αφού το σχετικό ποσοστό ήταν υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οπως επισημαίνει η ΤτΕ, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δηλαδή τα δάνεια στα οποία διαπιστώνεται ότι ο λήπτης δεν καταβάλει δόσεις για τρεις συνεχόμενους μήνες, αντιπροσώπευαν περίπου το 6% του συνολικού χαρτοφυλακίου των δανείων τους στα τέλη του 2006 έναντι 2,5% με 3% που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε.
Υπενθυμίζεται ότι ο διοικητής της ΤτΕ, Νίκος Γκαργκάνας, αφού τονίζει ότι δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τις ελληνικές τράπεζες έχει ζητήσει από τις τράπεζες να μειώσουν στο τέλος του 2008 το ποσοστό των καθυστερούμενων δανείων στο 3,5% επί του συνόλου από το 5,1% που διαμορφώθηκε ο σχετικός λόγος στο τέλος του 2007 και ο απώτερος στόχος είναι το ποσοστό των καθυστερούμενων δανείων να προσεγγίσει το μέσο επίπεδο της Ευρωζώνης που κινείται σε επίπεδα κάτω του 3%.
Στον τομέα των καταναλωτικών δανείων, που θεωρούνται υψηλού κινδύνου, το ποσοστό των δανείων που είναι σε καθυστέρηση υποχώρησε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο 6,4% από 6,9% που ήταν το Δεκέμβριο του 2006. Στα στεγαστικά δάνεια, το ποσοστό είναι χαμηλότερο, αφού τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται στο 3,5% από 3,4%, που ήταν το Δεκέμβριο του 2006.
Συνολικά, το ποσό που αντιπροσωπεύουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εκτιμάται σε περίπου 2 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε περισσότερα από 100.000 δάνεια.
Οι λόγοι απόρριψης
Η απόρριψη των αιτήσεων, αφορά σε πελάτες οι οποίοι είτε είναι στη λίστα του «Τειρεσία»με δάνεια από άλλες τράπεζες που δεν τα αποπληρώνουν είτε το εισόδημά τους δεν καλύπτει τα ποσά των δανείων που ζητούν. Υπενθυμίζεται ότι με βάση τα μέτρα της ΤτΕ, οι τράπεζες υποχρεούνται να μη χορηγούν δάνεια σε πελάτες τους όταν το ποσό των τοκοχρεολυτικών δόσεων υπερβαίνει το 30-40% του εισοδήματός τους.
ΠΑΝΟΣ ΚΑΚΟΥΡΗΣ
Αυστηρότεροι έλεγχοι για κεφαλαιακή επάρκεια
ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ και τον χρόνο (περιοδικότητα) με τον οποίο θα ενημερώνουν οι εμπορικές τράπεζες για τη μετοχική τους σύνθεση την κεφαλαιακή τους θέση και τις δραστηριότητές τους εντός και εκτός Ελλάδας ρυθμίζει οριστικά η 2606/21.2.2008 Πράξη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας ολοκληρώνοντας την προσαρμογή της πληροφόρησης με βάση τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ.
Αλλαγές στην πληροφόρηση
Με την πράξη Διοικητή η οποία δόθηκε την Παρασκευή στη δημοσιότητα και, η οποία αντικαθιστά την ΠΔ/ΤΕ 2563/19.7.2005 το καθεστώς πληροφόρησης των ελληνικών τραπεζών προς την κεντρική τράπεζα αλλάζει ως εξής:
- Προσαρμόζονται τα υποβαλλόμενα από τα πιστωτικά ιδρύματα στοιχεία σχετικά με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ιδίων κεφαλαίων και της κεφαλαιακής τους επάρκειας προς τις απαιτήσεις του νέου τραπεζικού νόμου 3601/1.8.2007, καθώς και των σχετικών αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος. Η υποβολή των ως άνω στοιχείων πραγματοποιείται με χρήση των Κοινών Υποδειγμάτων Υποβολής Εποπτικών Στοιχείων που έχουν προταθεί από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (CEBS).
- Καθιερώνεται υποχρέωση υποβολής στοιχείων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης σύμφωνα με τα προταθέντα από την προαναφερθείσα Επιτροπή, Υποδείγματα Παροχής Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης.
- Προβλέπεται παροχή εξειδικευμένης πληροφόρησης για: ορισμένα επενδυτικά προϊόντα και νέες μορφές δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων και τα πρόσωπα τα οποία ορίζονται για εποπτικούς σκοπούς ως έχοντα ειδική σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα, δυνάμει της εξουσιοδοτικής διάταξης του ν.3601/1.8.2007.
Σε ό,τι αφορά την περιοδικότητα της υποβολής των στοιχείων η πράξη του διοικητή η οποία είναι προσαρμοσμένη στους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ επιβάλλει ανά τρίμηνο την υποβολή στοιχείων:
- Κεφαλαιακές απαιτήσεις
- Ιδια κεφάλαια και πιστωτικούς κινδύνους
Κινδύνους αγοράς (αφορά το χαρτοφυλάκιο των συναλλαγών)
- Πληροφοριακά στοιχεία για τη σύνθεση των συναλλαγών, στοιχεία για τους λειτουργικούς κινδύνους και τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα προς τους κατοίκους του εξωτερικού και στοιχεία για τη ρευστότητα του κάθε χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.
Εξαμηνιαία ενημέρωση
Επίσης, με βάση τους νέους κανονισμούς θα πρέπει οι εμπορικές τράπεζες να ενημερώνουν κάθε έξι μήνες την ΤτΕ για τις κινήσεις των μεγάλων οφειλετών τους εντός και εκτός Ελλάδας.
Σε ετήσια βάση οι εμπορικές τράπεζες θα πρέπει να ενημερώνουν την ΤτΕ για τους λειτουργικούς κινδύνους κατά τη λειτουργία τους.
Η πράξη του διοικητή δεν αλλάζει την περιοδικότητα υποβολή των οικονομικών καταστάσεων αλλά ζητά μηνιαία ενημέρωση της ΤτΕ για τα ισοζύγια λογαριασμών.
Με τη χθεσινή Πράξη ολοκληρώνεται και σε τεχνικό επίπεδο η εφαρμογή του πλαισίου εποπτείας της Βασιλείας ΙΙ και ταυτόχρονα προσαρμόζεται στις τρέχουσες συνθήκες η παρεχόμενη από τα εποπτευόμενα ιδρύματα πληροφόρηση.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΤτΕ, με τις ρυθμίσεις αυτές, διευκολύνεται η εκπλήρωση από τα πιστωτικά ιδρύματα των υποχρεώσεών τους σε σχέση με το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο εποπτείας, ενώ ενισχύεται και η αποτελεσματικότητα της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Τ.Δ.