Πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) επιβεβαιώνει τις απόψεις τις Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματικών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) για την κατάσταση και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ΜΜΕ λόγω του έντονου ανταγωνισμού, αλλά κύρια λόγω της συρρίκνωσης του οικογενειακού εισοδήματος για κατανάλωση.
Τα παραπάνω επισημαίνει σε σημερινή της ανακοίνωση η ΓΣΕΒΕΕ προσθέτοντας ότι, όταν το εισόδημα συρρικνώνεται, η ανάπτυξη επιβραδύνεται, οι Μικρές Επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης και σμίκρυνσης και η αγορά ολιγοπωλείται, περιέρχεται στα «χέρια» των ολίγων, οι οποίοι τελικά ελέγχουν και «χειραγωγούν» και τις τιμές των προϊόντων.
Σύμφωνα πάντα με την ΓΣΕΒΕΕ, η κυβέρνηση «συνδράμει προς αυτή την κατεύθυνση με αποφάσεις που επιβαρύνουν το εισόδημα: Παράλογες αυξήσεις σε ΦΠΑ - στις υποχρεωτικές δαπάνες για ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, κλπ) - μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας. Αλλά και με πολιτικές υπέρ των Υπερκαταστημάτων (ωράριο, εμπορική χωροταξία, επαπειλούμενη πώληση υγρών καυσίμων και άρτου σε Super Market κλπ), με στόχο την συρρίκνωση του μεγάλου δικτύου πωλήσεων και παραγωγής των Μικρών Επιχειρήσεων.
Δεν εξετάζονται τα μέτρα και οι πολιτικές που αποφασίζονται σε ό,τι αφορά στις επιπτώσεις τους στις Μικρές Επιχειρήσεις. Είμαστε τελευταίοι στην Ε.Ε. στον τομέα αυτό».
Eρευνα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τις ΜΜΕ
1. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Οι ελληνικές επιχειρήσεις που έλαβαν μέρος στην έρευνα του Ευρωβαρομέτρου για τις ΜΜΕ στης Ευρώπη ήταν 460, από τις οποίες οι 433 κατατάσσονται (έπειτα από στάθμιση) στις Πολύ Μικρές (1-9 απασχολούμενοι). Κατά μέσο όρο, οι ελληνικές ΜΜΕ απασχολούν 6 άτομα, έναντι 6,8 του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το 40% των ελληνικών ΜΜΕ που συμμετείχαν στην έρευνα δραστηριοποιείται στον κλάδο του εμπορίου (27% για το σύνολο της ΕΕ-27) και ακολουθούν οι κλάδοι της μεταποίησης (14%), των ξενοδοχείων & εστιατορίων (12%), των λοιπών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (12%) και των κατασκευών (11%). Ίσο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, είναι το ποσοστό των ελληνικών ΜΜΕ που θεωρούν ότι ανήκουν στον βιοτεχνικό τομέα της οικονομίας (29%). Σε κλαδικό επίπεδο, ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό των βιοτεχνιών στη μεταποίηση (79% έναντι 57,4% για την ΕΕ-27), ενώ σχετικά χαμηλότερο είναι στο εμπόριο (16,3% έναντι 22,6%).
Όσον αφορά τον τζίρο των επιχειρήσεων, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελληνικές ΜΜΕ υπήρξαν από τις πλέον αισιόδοξες στην Ευρώπη, αναμένοντας αύξηση κατά 15% το 2006 και με προσδοκίες περαιτέρω αύξησης για το 2007. Ανάλογη είναι η κατάσταση σε σχέση με την απασχόληση, όπου σημειώθηκε άνοδος κατά 26% το 2006, με το 34% των επιχειρήσεων να αναμένει αύξηση μέσα στο 2007. Οι τάσεις αυτές ήταν ιδιαίτερα έντονες στους κλάδους των κατασκευών, των ξενοδοχείων & εστιατορίων και των λοιπών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
2. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Η έρευνα του Ευρωβαρομέτρου εστιάζει σε 9 κατηγορίες περιορισμών που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές ΜΜΕ κατά την άσκηση της λειτουργίας τους. Οι περιορισμοί αυτοί είναι:
α) η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών (46% των ευρωπαϊκών ΜΜΕ απάντησε ότι αντιμετωπίζει αυτόν τον περιορισμό),
β) οι διοικητικοί κανονισμοί (36%),
γ) η έλλειψη κατάλληλα εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού (35%),
δ) το κόστος του εργατικού δυναμικού (33%),
ε) οι ελλείψεις υποδομών (23%), στ) η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση (21%),
ζ) η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών (17%),
η) η υιοθέτηση νέων μορφών διοικητικής οργάνωσης (16%) και
θ) η έλλειψη διαδικασιών διαχείρισης ποιότητας (11%).
Το σημαντικότερο πρόβλημα που αναφέρουν οι ελληνικές ΜΜΕ είναι η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών (πρώτη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες) σε ποσοστό 77%. Το πρόβλημα αυτό συναντάται κυρίως στον κλάδο των κατασκευών (96,8%) των μεταφορών (91,2%), της μεταποίησης (86,9%) και των λοιπών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (84,2%). Στο εμπόριο, το ποσοστό είναι λίγο χαμηλότερο (71,3%), αλλά παραμένει πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (53%). Επιπλέον, η πλειοψηφία των ελληνικών ΜΜΕ θεωρεί ότι το πρόβλημα αυτό έχει επιδεινωθεί κατά τα δύο τελευταία χρόνια.
Γενικότερα, οι ελληνικές ΜΜΕ βρίσκονται στις πρώτες θέσεις σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες περιορισμών που αντιμετωπίζουν στη λειτουργία τους. Ιδιαίτερα οξυμμένα εμφανίζονται τα προβλήματα της έλλειψης κατάλληλα εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού (57%) και της έλλειψης υποδομών (48% έναντι 23% στην ΕΕ-27). Ο μόνος περιορισμός όπου το ποσοστό είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 είναι οι διοικητικοί κανονισμοί (30% έναντι 36%). Αναφορικά με την εξέλιξη της κατάστασης κατά τα δύο τελευταία χρόνια, οι Έλληνες επιχειρηματίες, σε γενικές γραμμές, δεν παρατήρησαν κάποια ουσιαστική μεταβολή. Σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες, το μεγαλύτερο μέρος απαντά ότι η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη, με εξαίρεση την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και το κόστος απασχόλησης όπου παρατηρείται επιδείνωση, ενώ η μοναδική κατηγορία όπου παρουσιάζεται σχετική βελτίωση είναι η διαχείριση της ποιότητας.
3. ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ / ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Οι ελληνικές ΜΜΕ που ανέφεραν στην έρευνα ότι έχουν θυγατρικές ή κοινοπραξίες στο εξωτερικό είναι σχεδόν 6%, σε σχέση με 5% στην Ε.Ε. Αυτό το χαμηλό ποσοστό, σε συνάρτηση με το μικρό δείγμα (μόνο 27 από τις 450 ελληνικές ΜΜΕ) δεν προσφέρεται για την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων. Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι αυτές οι επιχειρήσεις βρίσκονται στον κλάδο του εμπορίου, των ξενοδοχείων και εστιατορίων, των κατασκευών και των λοιπών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Οι χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνται είναι η Γερμανία (6 εμπορικές επιχειρήσεις), η Γαλλία (5 κατασκευαστικές επιχειρήσεις), η Ιταλία (9 επιχειρήσεις – 6 εμπορικές και 3 ξενοδοχείων & εστιατορίων), το Ηνωμένο Βασίλειο (2 λοιπών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων), ενώ ορισμένες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται και σε τρίτες χώρες (εκτός ΕΕ-27, Τουρκίας, Νορβηγίας και Ισλανδίας).
Οι λόγοι για τους οποίους οι ελληνικές ΜΜΕ επιλέγουν να έχουν θυγατρικές ή κοινοπραξίες στο εξωτερικό είναι οι εξαγωγικές ρυθμίσεις και η γεωγραφική εγγύτητα ως προμηθευτής άλλων επιχειρήσεων για τον κλάδο του εμπορίου, ενώ οι χαμηλότεροι φόροι και η γεωγραφική εγγύτητα στους τελικούς καταναλωτές έχουν βαρύνουσα σημασία στον κλάδο των ξενοδοχείων & εστιατορίων.
Τέλος, όσον αφορά την επίδραση της άσκησης δραστηριότητας στο εξωτερικό στην απασχόληση στη μητρική χώρα, παρόλο που σε ευρωπαϊκό επίπεδο η απασχόληση στις ΜΜΕ γενικά δεν επηρεάζεται (49%) αλλά αυξήθηκε μόνο στο 18% αυτών των επιχειρήσεων, το 65% των ελληνικών ΜΜΕ που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό δήλωσε ότι προέβη σε νέες προσλήψεις.
4. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρατηρήθηκε αύξηση της έντασης του ανταγωνισμού κατά τα τελευταία χρόνια από το 60% των ΜΜΕ. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ήταν ακόμα υψηλότερο και ανήλθε στο 81% των ΜΜΕ. Οι κλάδοι στους οποίους οι επιχειρήσεις ανέφεραν τη μεγαλύτερη αύξηση του ανταγωνισμού ήταν εκείνοι του εμπορίου (90%) και των μεταφορών (86%).
Προκειμένου να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, οι ευρωπαϊκές ΜΜΕ είναι διατεθειμένες να ακολουθήσουν τέσσερις, κυρίως, στρατηγικές:
α) αύξηση της ποιότητας (64% των επιχειρήσεων),
β) αύξηση της διαφοροποίησης των προϊόντων (62%),
γ) αύξηση των δραστηριοτήτων marketing (61%) και
δ) μείωση του κόστους (53%).
Οι ελληνικές ΜΜΕ παρουσιάζονται περισσότερο πρόθυμες να ακολουθήσουν και άλλες στρατηγικές, πιθανότατα ως συνέπεια του εντονότερου ανταγωνισμού που αντιμετωπίζουν. Έτσι, οι ελληνικές ΜΜΕ προτίθενται να ακολουθήσουν, κατά σειρά, τις εξής στρατηγικές:
α) αύξηση της ποιότητας (83%) – στον κλάδο των κατασκευών αγγίζει το σύνολο,
β) αύξηση των δραστηριοτήτων marketing (82%) – 90% στο εμπόριο και τις λοιπές επιχειρηματικές δραστηριότητες,
γ) μείωση του κόστους (66%) – 87% στη μεταποίηση,
δ) αύξηση της διαφοροποίησης των προϊόντων (62%) – 80% στον κλάδο ξενοδοχείων & εστιατορίων,
ε) συγκρότηση στρατηγικών συμμαχιών (61%) και στ) μείωση τιμών (54%) – 74% στη μεταποίηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και στις υπόλοιπες στρατηγικές, τις οποίες οι περισσότερες επιχειρήσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν, οι θετικές απαντήσεις από τις ελληνικές ΜΜΕ είναι περισσότερες (αναζήτηση (άλλων) ξένων αγορών – 48% έναντι 26%, αύξηση ωρών εργασίας – 44% έναντι 28% και μείωση παραγωγής – 14% έναντι 11%, αλλά στον κλάδο της μεταποίησης φτάνει στο 37%).
5. ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ
Η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών ΜΜΕ θεωρεί την ύπαρξη του κοινού νομίσματος ως το σημαντικότερο στοιχείο της κοινής αγοράς. Το 25% των ΜΜΕ το θεωρεί πολύ σημαντικό, ενώ το 16% αρκετά σημαντικό (συνολικά 41%).
Στην Ελλάδα, το ποσοστό των ΜΜΕ που θεωρεί σημαντική την ύπαρξη του κοινού νομίσματος είναι πολύ υψηλότερο και ανέρχεται σε 66% (56% πολύ σημαντική, 10% αρκετά σημαντική). Οι κλάδοι στους οποίους η τάση αυτή ενισχύεται, είναι εκείνοι των ξενοδοχείων & εστιατορίων, των μεταφορών και των λοιπών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Ως ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο της κοινής αγοράς, θεωρείται η εναρμόνιση των τεχνολογικών προτύπων από το 39% των ευρωπαϊκών ΜΜΕ. Για την περίπτωση της Ελλάδας, το ποσοστό αυτό είναι και πάλι υψηλότερο (51% των ΜΜΕ), ιδιαίτερα στους κλάδους όπου θεωρείται σημαντική και η ύπαρξη του κοινού νομίσματος.
Ανάλογη είναι η εικόνα αναφορικά με την απουσία ελέγχων στα σύνορα. Ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο μόνο το 32% των ΜΜΕ δήλωσε ότι αυτό αποτελεί σημαντικό στοιχείο (και το 31% ότι δεν είναι), στην Ελλάδα το ποσοστό ανέρχεται σε 53%.
Τέλος, στο ζήτημα της δυνατότητας πρόσληψης εργαζομένων από άλλες χώρες της Ε.Ε., το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών και ελληνικών ΜΜΕ δεν το θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικό (για την Ελλάδα, 24% σημαντικό – 38% μη σημαντικό).
Αξίζει να τονιστεί ότι η «αίσθηση» που αποκομίζουν οι ελληνικές ΜΜΕ από την ύπαρξη της κοινής αγοράς δεν συνάδει με τα πραγματικά δεδομένα σε σχέση με την εξαγωγική τους δραστηριότητα.
Μόνο το 8% των ΜΜΕ που συμμετείχε στην έρευνα ανέφερε ότι έχει εξαγωγική δραστηριότητα (ίσο ποσοστό με τον μέσο όρο της ΕΕ-27) και το μερίδιο των εξαγωγών στο σύνολο των εσόδων είναι το χαμηλότερο (2%) στην Ευρώπη (ΕΕ-27, Τουρκία, Νορβηγία και Ισλανδία). Παρόλα αυτά, οι ελληνικές ΜΜΕ εμφανίστηκαν αρκετά αισιόδοξες για την αύξηση των εξαγωγών τους. Οι βασικοί περιορισμοί που αντιμετωπίζουν στην εξαγωγική τους δραστηριότητα είναι η έλλειψη γνώσης για τις ξένες αγορές, οι δασμολογικοί φραγμοί στη χώρα προορισμού και τα προβλήματα γλώσσας.