Ε.Ε.: Αιτιολογημένη γνώμη στην Ελλάδα για τη φορολογία

Πέμπτη, 28 Φεβρουαρίου 2008 13:29

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη απευθυνόμενη στην Ελλάδα, όσον αφορά τον χειρισμό των αιτήσεων επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων ως επακόλουθο της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-62/93.

Όπως επισημαίνεται σε ανακοίνωση της Κομισιόν, στα δικαιώματα που αντλούν οι φορολογούμενοι από το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα του ΦΠΑ περιλαμβάνεται και εκείνο της ανάκτησης των καταβληθέντων φόρων όταν τα κράτη μέλη δεν έχουν μεταφέρει ορθώς τη σχετική νομοθεσία στο εθνικό δίκαιο.

Όποτε διαπιστώνεται ότι ένα κράτος μέλος παρέβη το κοινοτικό δίκαιο, ιδιαίτερα όταν δεν έχει ενσωματώσει ορθώς την κοινοτική νομοθεσία στο εσωτερικό δίκαιο, το δικαίωμα επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών φόρου λόγω της μη ορθής μεταφοράς της νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο αποτελεί συνέπεια και συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει στους πολίτες το κοινοτικό δίκαιο.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το εθνικό δίκαιο είναι εκείνο που καθορίζει τους δικονομικούς όρους που διέπουν τις προσφυγές διασφάλισης των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο, οι εθνικοί αυτοί κανόνες δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες διαδικασίες εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας), ούτε μπορούν να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας).

Αιτιολογημένη γνώμη

Όπως αναφέρει η Κομισιόν στην ανακοίνωσή της, στο διάστημα μεταξύ 1987 και 1992, η Ελλάδα εφήρμοσε ειδικό καθεστώς ΦΠΑ στην εισαγωγή και διανομή πετρελαιοειδών. Ο ΦΠΑ δεν επιβαλλόταν σε κάθε συναλλαγή και σε όλο το μήκος της αλυσίδας διανομής, όπως όριζε η οδηγία, αλλά σε ένα μόνο στάδιο, κατά την εισαγωγή των ειδών στη χώρα. Όλες οι περαιτέρω συναλλαγές θεωρούνταν ως απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ. Οι εμπορευόμενοι που πραγματοποιούσαν τις συναλλαγές αυτές δεν είχαν επομένως το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ επί των σχετικών εισροών.

Ως προς το ζήτημα αυτό, ένα εθνικό δικαστήριο υπέβαλε ερωτήματα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) βάσει του άρθρου 234 της συνθήκης ΕΚ. Στην υπόθεση C-62/93 BP Σουπεργκάζ, το ΔΕΚ έκρινε ότι δεν επιτρεπόταν στην Ελλάδα να εφαρμόζει το ειδικό καθεστώς και ότι οι εμπορευόμενοι που πραγματοποιούσαν τις εν λόγω συναλλαγές αντλούσαν δικαιώματα απευθείας από τις διατάξεις της οδηγίας ΦΠΑ όσον αφορά το δικαίωμα έκπτωσης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εμπορευόμενοι δικαιούνταν να αξιώσουν αναδρομικώς την επιστροφή του ΦΠΑ που δεν μπορούσε να εκπέσει.

Ωστόσο, από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας φαίνεται ότι στην πράξη η άσκηση του δικαιώματος αυτού καθίσταται εκ των πραγμάτων αδύνατη. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι εμπορευόμενοι δικαιούνται επιστροφής μόνον εφόσον μπορούν να αποδείξουν ότι τα ποσά ΦΠΑ επί των εισροών, τα οποία δεν μπορούσαν να εκπέσουν βάσει του ειδικού καθεστώτος, είναι μεγαλύτερα από τα ποσά ΦΠΑ επί των εκροών με τα οποία θα επιβαρύνονταν οι παραδόσεις τους εάν η Ελλάδα είχε μεταφέρει ορθώς την οδηγία στο εθνικό δίκαιο.

Με βάση το πλήθος των καταγγελιών, η Επιτροπή ήδη απέστειλε προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα, αλλά η απάντηση των αρχών της χώρας δεν οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν παρέβη το κοινοτικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποστέλλει πλέον αιτιολογημένη γνώμη στο ελληνικό κράτος, με την οποία του ζητά επίσημα να αλλάξει την αμφισβητούμενη πρακτική. Εφόσον η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί, η Επιτροπή μπορεί να την παραπέμψει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα