Οι επενδυτές πρέπει να στραφούν πέρα από τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα (τις επονομαζόμενες χώρες BΡΙΚ) για μελλοντικές ευκαιρίες ανάπτυξης, σύμφωνα με νέα έκθεση της PricewaterhouseCoopers LLP (PwC) «Ο κόσμος το 2050: Πέρα από τις χώρες ΒΡΙΚ».
Η έρευνα καταλήγει ότι οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της Κίνας, της Ινδίας και των άλλων οικονομιών των E7 (Βραζιλία, Μεξικό, Ρωσία, Ινδονησία και Τουρκία) είναι ακόμη αισιόδοξες, αλλά και εξετάζει, για πρώτη φορά, και άλλες 13 αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες έχουν σημαντικές δυνατότητες ταχύτερης ανάπτυξης από τις οικονομίες των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Ο κ. John Hawksworth, επικεφαλής του κλάδου μακροοικονομικής της PwC, δήλωσε: «Το οικονομικό κέντρο του κόσμου ήδη μεταφέρεται στην Κίνα, στην Ινδία και σε άλλες μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, και η ανάλυσή μας υποδεικνύει ότι πρόκειται για μία διαδικασία που θα διαρκέσει για πολύ ακόμη.»
Οι τελευταίες μας προβλέψεις δείχνουν ότι η Κίνα θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ γύρω στο 2025, θα γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ενώ θα φτάσει το 130% περίπου του μεγέθους των ΗΠΑ έως το 2050. Η Ινδία μπορεί να αναπτυχθεί έως και 90% περίπου του μεγέθους των ΗΠΑ έως το 2050. Η Βραζιλία φαίνεται πιθανό να ξεπεράσει την Ιαπωνία έως το 2050, ανεβαίνοντας στην τέταρτη θέση, ενώ η Ρωσία, το Μεξικό και η Ινδονησία έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις οικονομίες τους περισσότερο από τη Γερμανία ή την Αγγλία ως το 2050. Ωστόσο, το Βιετνάμ θα μπορούσε να είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία, με δυνατότητα ρυθμού ανάπτυξης σχεδόν 10% ετησίως σε όρους πραγματικών δολαρίων, που μπορεί να ωθήσει την οικονομία του στο 70% περίπου της οικονομίας της Αγγλίας ως το 2050.
Η έκθεση υπογραμμίζει, επίσης, ότι υπάρχουν πολλές άλλες οικονομίες που αξίζει να εξετασθούν, ανάλογα με τη μορφή της επένδυσης και την ανοχή που έχουν οι επενδυτές σε θέματα επιχειρηματικού ρίσκου.
Η Νιγηρία, παρόλο που είναι χώρα υψηλού κινδύνου, έχει τη δυνατότητα μακροπρόθεσμα να ξεπεράσει τη Νότιο Αφρική και να εξελιχθεί στη μεγαλύτερη οικονομία της Αφρικής έως το 2050. Οι Φιλιππίνες, η Αίγυπτος και το Μπαγκλαντές έχουν εξίσου μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης, αλλά και υψηλά επίπεδα κινδύνου. Ωστόσο, με πιθανή εξαίρεση το Βιετνάμ, η επιπλέον ανάλυση δεν αλλοιώνει το συμπέρασμα προηγούμενης έρευνας της PwC ότι οι E7 θα παραμείνουν οι μεγαλύτερες αναδυόμενες οικονομίες έως το 2050.
Ο κ. Hawksworth πρόσθεσε ότι «η γρήγορη ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών δεν συνεπάγεται τον αφανισμό των οικονομιών του ΟΟΣΑ. Στην πραγματικότητα μπορεί να τις τονώσει, μέσω του αυξανόμενου εισοδήματος από εξαγωγές και υπερπόντιες επενδύσεις, παρόλο που το μερίδιο του ΟΟΣΑ στο παγκόσμιο ΑΕΠ φθίνει. Παρόλο που μακροοικονομικά πρόκειται για μια κατάσταση όπου όλοι κερδίζουν, σε επίπεδο εταιρειών είναι πιθανό να υπάρξουν τόσο νικητές όσο και ηττημένοι από τη διαδικασία προσαρμογής σε αυτή τη νέα παγκόσμια οικονομική τάξη.»
Οι έμποροι λιανικής είναι πιθανόν να βγουν κερδισμένοι, επωφελούμενοι από τις εισαγωγές με μικρότερο κόστος στις δικές τους αγορές του ΟΟΣΑ, έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα ίδρυσης νέων καταστημάτων στις χώρες E7. Η Κίνα, ειδικότερα, είναι πιθανό να αποτελέσει τη δεύτερη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά στον κόσμο έως το 2020, ενώ στις πόλεις όλων των κορυφαίων αναδυόμενων αγορών, από τη Σαγκάη έως το Μέξικο Σίτι, θα υπάρξει γρήγορη αύξηση των πληθυσμών μεσαίας τάξης με καταναλωτική ισχύ για προϊόντα και υπηρεσίες από τη Δύση.
Ο κ. Hawksworth σχολίασε: «Οι έμποροι λιανικής πρέπει να έχουν τον κοινό νου για να αναγνωρίζουν τις σωστές επιχειρηματικές στρατηγικές και τους τοπικούς συνεργάτες για τέτοιες επενδύσεις που ενδέχεται να έχουν κινδύνους. Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα με τις υπερπόντιες επενδύσεις από εμπόρους λιανικής στο παρελθόν, ειδικά σε χώρες που πολιτισμικά δεν μας ήταν οικείες, όπως η Κίνα ή η Ινδία.»
Παρόμοιες προφυλάξεις ισχύουν και για άλλους πιθανούς επωφελούμενους, όπως οι επιχειρήσεις των κλάδων παροχής υπηρεσιών, ενέργειας, υγείας, εκπαίδευσης, οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας, οι εταιρείες ΜΜΕ και τα κορυφαία brands παγκοσμίως. Όλοι αυτοί είναι κατ’ αρχήν σε θέση να επωφεληθούν από τη γρήγορη ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών, με την προϋπόθεση ότι μπορούν να εντοπίσουν και να υλοποιήσουν την κατάλληλη στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη ότι σήμερα ή αύριο θα αντιμετωπίσουν ισχυρό εγχώριο ανταγωνισμό.
Χαμένοι από αυτοί την υπόθεση είναι πιθανότατα οι κατασκευαστές ειδών μαζικής κατανάλωσης, λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού από τους Κινέζους. Οι νέοι, όμως, ανταγωνιστές με χαμηλότερο κόστος, όπως το Βιετνάμ, θα προκαλούν όλο και περισσότερο την Κίνα ως ηγέτη του τομέα κατασκευής χαμηλού κόστους στην παγκόσμια οικονομία. Παράλληλα, η Κίνα κινείται προς τομείς υψηλότερης τεχνολογίας, όπως είχαν κάνει πριν από χρόνια η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα.
¶λλοι πιθανοί χαμένοι θα είναι εταιρείες (και κατασκευαστές) που κάνουν μεγάλη χρήση ενέργειας και άλλων αγαθών ως παραγωγικά μέσα, δεδομένης της πιθανής ανοδικής πίεσης στις τιμές από τη γρήγορη ανάπτυξη της Κίνας και άλλων αναδυόμενων οικονομιών. Όπως τονίστηκε σε προηγούμενη έρευνα της σειράς ‘World in 2050’ της PwC, ο περιορισμός της ανοδικής τάσης κατανάλωσης ενέργειας και εκπομπών άνθρακα είναι μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που θέτει η ταχεία ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών.