ICAP: Στάσιμη η αγορά αλκοολούχων ποτών

Πέμπτη, 03 Απριλίου 2008 15:47

Στασιμότητα παρουσιάζει η αγορά των αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη νεότερη έκδοση κλαδικής μελέτης η οποία κυκλοφόρησε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP:

Ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν οι Έλληνες καταναλωτές, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα, άρχισαν να υποκαθιστούν σταδιακά τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα με άλλα εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά. Κάτω από συνθήκες έντονου ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο, αρκετές ελληνικές παραγωγικές και εισαγωγικές εταιρείες περιήλθαν μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, στον έλεγχο οίκων του εξωτερικού.

Η ζήτηση των αλκοολούχων ποτών επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις καταναλωτικές συνήθειες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια στρέφονται προς έναν πιο υγιεινό τρόπο διατροφής και διαβίωσης, γεγονός που ευνοεί τη ζήτηση μη αλκοολούχων ποτών και ποτών χαμηλού αλκοολικού βαθμού. Η τιμή πώλησης των αλκοολούχων ποτών, σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, αποτελούν επίσης σημαντικούς παράγοντες που επιδρούν στη ζήτηση. Η ειδική φορολογία στην οποία υποβάλλονται τα αλκοολούχα επιδρά στη διαμόρφωση της τελικής τους τιμής και ενισχύει την υποκατάστασή τους από άλλα ποτά χαμηλότερης περιεκτικότητας σε αλκοόλ και κατ’ επέκταση και χαμηλότερης τιμής. Επίσης, η ζήτηση των εξεταζόμενων προϊόντων επηρεάζεται και από κοινωνικούς παράγοντες, καθώς επίσης και από δημογραφικούς παράγοντες όπως λ.χ. το επίπεδο του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία κατάλληλη για κατανάλωση αλκοόλ.

Αναφορικά με τον τομέα της προσφοράς, σημειώνεται ότι η εγχώρια παραγωγή αλκοολούχων ποτών αφορά κυρίως το ούζο, τα λικέρ και το μπράντυ και πραγματοποιείται από ένα σχετικά μικρό αριθμό επιχειρήσεων. Οι μεγάλες παραγωγικές επιχειρήσεις παρουσιάζονται αρκετά διαφοροποιημένες σε σχέση με τις μικρότερου μεγέθους, ως προς τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας και το δίκτυο διανομής τους. Οι μικρές παραγωγικές μονάδες έχουν κυρίως βιοτεχνικό χαρακτήρα και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους αφορά το ούζο.

Σχεδόν στο σύνολό τους, οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο διανομής των προϊόντων τους, που καλύπτει τη «ζεστή» και «κρύα» αγορά, ενώ οι εξαγωγές τους αφορούν κυρίως το ούζο.

Ο εισαγωγικός τομέας ελέγχεται από λίγες μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις, που είναι θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών. Διαθέτουν πανελλαδικά δίκτυα διανομής, μέσω των οποίων διοχετεύουν στην αγορά τα προϊόντα τους, καθώς και τα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων του κλάδου.

Το μεγαλύτερο δε μέρος των εισαγωγών προέρχεται από χώρες της Ε.Ε.

Η συνολική εγχώρια αγορά αλκοολούχων ποτών παρουσίασε αυξομειώσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου 1992-2006. Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αγοράς καλύπτεται από εισαγόμενα προϊόντα, ενώ η εγχώρια παραγωγή συνίσταται κυρίως σε ούζο, τσίπουρο, μπράντυ και λικέρ. Στο σύνολο της αγοράς, το ουίσκι καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνοντας ποσοστό περίπου 41% το 2006, ενώ ακολουθεί το ούζο με μερίδιο της τάξης του 25%. Στην τρίτη θέση με αρκετά μικρότερη ζήτηση βρίσκονται τα λικέρ και η βότκα με ποσοστό συμμετοχής 9% για το καθένα και ακολουθούν τα μπράντυ με μερίδιο 8%. Τη μικρότερη ζήτηση συγκεντρώνουν το τζιν και το ρούμι.

Στα πλαίσια της μελέτης έγινε εκτεταμένη χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 22 παραγωγικών και οκτώ εισαγωγικών επιχειρήσεων, για τις χρήσεις 2005 και 2006. Όπως προέκυψε από την εν λόγω ανάλυση, το σύνολο του ενεργητικού των παραγωγικών εταιρειών αυξήθηκε κατά 3% το 2006, σε αντίθεση με τις πωλήσεις που εμφανίζονται μειωμένες κατά περίπου 5%. Τα κέρδη προ φόρου εμφάνισαν αύξηση της τάξης του 17% την ίδια περίοδο κυρίως λόγω της μείωσης των μη λειτουργικών εξόδων.

Επίσης, αύξηση εμφάνισε ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίου κεφαλαίου σε αντίθεση με το περιθώριο μικτού κέρδους το οποίο δεν παρουσίασε αξιόλογη μεταβολή. Η σχέση των ξένων προς ίδια κεφάλαια κρίνεται ως χαμηλή για τις παραγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου.

Σχετικά με τις εισαγωγικές εταιρείες, το σύνολο του ενεργητικού αυξήθηκε περίπου κατά 17% το 2006, ενώ οι πωλήσεις εμφανίζονται αυξημένες κατά περίπου 4%. Τα κέρδη προ φόρου εμφάνισαν μείωση της τάξης του 14% την ίδια περίοδο, γεγονός που οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αύξηση των λοιπών λειτουργικών εξόδων αλλά και των χρηματοοικονομικών δαπανών.

Τέλος, μείωση εμφάνισε ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίου κεφαλαίου σε αντίθεση με το περιθώριο μικτού κέρδους το οποίο δεν παρουσίασε αξιόλογη μεταβολή. Η σχέση των ξένων προς ίδια κεφάλαια υποδηλώνει μεγαλύτερη εξάρτηση σε σχέση με τις παραγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις, η συνολική εγχώρια αγορά των αλκοολούχων ποτών δεν αναμένεται να εμφανίσει αξιόλογες μεταβολές τη διετία 2007-2008, παράγοντες δε της αγοράς αναμένουν τη σταθεροποίησή της στα επίπεδα του 2006.

Ειδικότερα, τα λευκά ποτά (τζιν, βότκα και τεκίλα) εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά, ενώ ανοδικά θα εξακολουθήσει να κινείται και η κατηγορία των malts και premium ουίσκι σε βάρος των στάνταρτ. Οριακή πτώση αναμένεται να παρουσιάσει η κατηγορία των μπράντυ, ενώ μεγαλύτερη εκτιμάται ότι θα είναι η πτώση για τα λικέρ. Στασιμότητα αναμένεται επίσης για το ούζο και το ρούμι, το δε τσίπουρο αναδεικνύεται ως ο δυναμικός ανταγωνιστής του ούζου, καθώς εμφανίζει συνεχή ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα