Αύξηση παρουσιάζει την τριετία 2004-2006 η εγχώρια αγορά κρέατος σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα (1986-2003), σύμφωνα με τη δέκατη έκδοση της κλαδικής μελέτης «Κρέας» της ICAP:
Το κρέας αποτελεί βασικό είδος διατροφής στη χώρα μας και η ζήτηση του συνολικά χαρακτηρίζεται από χαμηλή ελαστικότητα ως προς την τιμή. Οι μεταβολές στην τιμή δεν επηρεάζουν δραστικά τη συνολική κατανάλωση κρέατος, ωστόσο μπορούν να καθορίζουν το βαθμό υποκατάστασης μεταξύ των διαφόρων ειδών κρέατος. Οι παράγοντες που επηρεάζουν περισσότερο τη ζήτηση είναι η αντίληψη των καταναλωτών για την ποιότητα του κρέατος, η οποία συνδέεται συχνά με την προέλευσή του, οι διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών, τα έθιμα και οι παραδόσεις, τα οποία ευνοούν την κατανάλωση συγκεκριμένης κατηγορίας κρέατος σε συγκεκριμένες περιόδους κλπ.
Κύριο γνώρισμα του κλάδου είναι η πληθώρα επιχειρήσεων στον παραγωγικό τομέα. Στην αγορά του κρέατος λειτουργούν λίγες μεγάλες βιομηχανίες που λειτουργούν και ως σύνθετες καθετοποιημένες μονάδες, πλήθος χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων-μονάδων παραγωγής χοιρινού κρέατος και πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων-μονάδων παραγωγής κρέατος πουλε¬ρικών. Επιπλέον, η επεξεργασία και τυποποίηση κρέατος αποτελεί μόνη της το αντικείμενο πολλών εταιρειών, οι οποίες διευρύνουν την παρουσία τους στην αγορά. Οι μονάδες αυτές προμηθεύονται κρέας είτε από την εγχώρια αγορά είτε από το εξωτερικό και αναλαμβάνουν τον τεμαχισμό, την αποστέωση, την παραγωγή προϊόντων κρέατος και την τυποποίηση σε συσκευασίες που προορίζονται είτε για «επαγγελματική» χρήση, είτε για λιανική πώληση.
Κατά το διάστημα 1986-2006 η εγχώρια ανθρώπινη κατανάλωση αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 0,85%, αν και παρουσίασε διακυμάνσεις. Σε γενικές γραμμές το μερίδιο της εγχώριας παραγωγής στην κατανάλωση μειώνεται διαχρονικά, ενώ ταυτόχρονα οι εισαγωγές αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,4% την περίοδο 2001-2006. Η άνοδος αυτή των εισαγωγών αποδίδεται στις εγγενείς αδυναμίες της πρωτογενούς εγχώριας παραγωγής και στη μειωμένη ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων. Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγικές επιδόσεις της εγχώριας παραγωγής παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές.
Κατά την περίοδο 2000-2006 το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής αγοράς απέσπασε το χοιρινό κρέας με ποσοστό 34% κατά μέσο όρο, ακολούθησε το κρέας πουλερικών με ποσοστό 23% και το βόειο κρέας με ποσοστό 20% περίπου. Επίσης το αιγοπρόβειο κρέας και τα παραπροϊόντα κρέατος συμμετείχαν με ποσοστά 14% και 5% αντίστοιχα, ενώ τα υπόλοιπα είδη κρεάτων απέσπασαν πολύ μικρό μερίδιο.
Βασικό χαρακτηριστικό του κλάδου είναι ο κατακερματισμός της παραγωγής και η ύπαρξη μεγάλου αριθμού κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, συνήθως μικρής παραγωγικής δυναμικότητας. Σημαντικό πρόβλημα εντοπίζεται, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου και σε επίπεδο εκτροφής. Η αύξηση των τιμών των ζωοτροφών και των φυραμάτων πάχυνσης (σαν απόρροια των τιμών των δημητριακών), έχει αυξήσει το κόστος παραγωγής και δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στους παραγωγούς.
Στο επίπεδο των νέων τάσεων σημειώνεται η επέκταση της παρουσίας τυποποιημένου κρέατος σε μικρές «καταναλωτικές» συσκευασίες στις μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης, καθώς και η εμφάνιση προϊόντων κρέατος βιολογικής εκτροφής, τομέας που θεωρείται ότι έχει ευνοϊκές προοπτικές.
Στα πλαίσια της κλαδικής μελέτης έγινε χρηματοοικονομική ανάλυση αντιπροσωπευτικού δείγματος 51 επιχειρήσεων παραγωγής-επεξεργασίας κρέατος. Επιπλέον, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει δείγματος 50 επιχειρήσεων του κλάδου, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα δημοσιευμένα στοιχεία για τα έτη 2005 και 2006. Από την επεξεργασία αυτών προκύπτει ότι, το σύνολο του ενεργητικού αυξήθηκε κατά 11,08% το 2006 σε σχέση με το 2005, ενώ το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων σημείωσε μείωση κατά 1,88% την ίδια περίοδο. Οι συνολικές πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 5,8%, ενώ το μικτό περιθώριο μειώθηκε κατά 3,65%, παράλληλα με την αύξηση των χρηματοοικονομικών δαπανών. Οι εξελίξεις αυτές είχαν σαν συνέπεια το τελικό καθαρό αποτέλεσμα να καταστεί αρνητικό.