Θα μπορούσε το ΔΝΤ να έχει αποτρέψει την κρίση;

Παρασκευή, 18 Απριλίου 2008 01:23
UPD:01:28

ΕΩΣ πρόσφατα κύρια αποστολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ήταν ο δανεισμός προς χώρες με προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών. Σήμερα, όμως, οι αναδυόμενες οικονομίες στρέφονται ολοένα και περισσότερο στην «αυτο-ασφάλιση», συγκεντρώνοντας τεράστια αποθέματα σε συνάλλαγμα (τα οποία και μοιράζονται με περιφερειακούς διακανονισμούς).

Τo ΔΝΤ οφείλει, κατά συνέπεια, να αλλάξει, ενισχύοντας τον εποπτικό του ρόλο και τις δυνατότητές του να ελέγχει ότι τα μέλη του τηρούν την υποχρέωσή τους να συμβάλλουν στη χρηματοοικονομική σταθερότητα.

Η αποτυχία του να πιέσει τις ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν εκ νέου τις αδυναμίες της αγοράς ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, οι οποίες και πυροδότησαν τη σημερινή χρηματοοικονομική κρίση, καταδεικνύουν την ανάγκη για αλλαγές.

Πράγματι, στην έκθεση του 2006 για την αμερικανική οικονομία το ΔΝΤ χρησιμοποίησε εξαιρετικά ήπια ορολογία στις εκτιμήσεις του για τους κινδύνους από τη χαλάρωση των στάνταρντ δανεισμού στην αμερικανική αγορά ενυπόθηκου χρέους. «Οι δανειολήπτες που θα έρθουν αντιμέτωποι με μεγάλες αυξήσεις στις δόσεις των δανείων τους παραμένουν μια μικρή μειοψηφία.

Πρόκειται δε για κυρίως για νοικοκυριά υψηλού εισοδήματος, που γνώριζαν το ρίσκο που αναλαμβάνουν», αναφέρει χαρακτηριστικά και οδηγείται στο συμπέρασμα πως «υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μηχανισμοί καταμερισμού του ρίσκου στην αμερικανική αγορά στέγης παρέμειναν σχετικά αποτελεσματικοί. «Αυτό -καταλήγει- είναι καθησυχαστικό».

Παρομοίως, δεν γινόταν καμία αναφορά στο πρόβλημα στις βασικές εκδόσεις του ΔΝΤ, την Εκθεση Παγκόσμιας Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας το Σεπτέμβριο του 2006, μόλις δέκα μήνες πριν η κρίση στην αγορά ενυπόθηκου χρέους υψηλού ρίσκου (subprime) καταστεί εμφανής σε όλους.

Κατά την άποψη του ΔΝΤ, «οι μεγάλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί σε ώριμες... αγορές (ήταν)... υγιείς, έχοντας παραμείνει κερδοφόροι και με επάρκεια κεφαλαίων». Επιπλέον, «οι χρηματοοικονομικοί τομείς σε πολλές χώρες είναι σε ισχυρή θέση και μπορούν να αντιμετωπίσουν τις όποιες κυκλικές προκλήσεις ή περαιτέρω διορθώσεις στις αγορές».

Το ΔΝΤ άρχισε να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει τον Απρίλιο του 2007, όταν το πρόβλημα είχε ήδη ξεσπάσει. Και πάλι όμως δεν του προσέδιδε χαρακτήρα επείγοντος. Αντιθέτως, σύμφωνα με το ΔΝΤ, «η αδυναμία έχει περιοριστεί σε συγκεκριμένα τμήματα της subprime αγοράς (και σε μικρότερο βαθμό στην αγορά δανείων υψηλής αξιολόγησης) και δεν είναι πιθανό να εξελιχθεί σε συστημική απειλή».

Ακόμη «η αμερικανική αγορά στέγης εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης... Στο σύνολό της η αμερικανική αγορά ενυπόθηκου χρέους παραμένει ανθεκτική παρά το γεγονός ότι η διόρθωση στον τομέα του subprime εξελίσσεται ταχύτερα απ' όσο αναμενόταν».

Με βεβαιότητα οι συντάκτες της έκθεσης επεσήμαναν «ότι έρευνες επενδυτικών τραπεζών καταδεικνύουν πως ακόμη και σε περίπτωση άνευ προηγουμένου υποχώρησης των τιμών κατοικιών, οι περισσότεροι επενδυτές με έκθεση στη subprime αγορά δεν θα έρθουν αντιμέτωποι με ζημίες».

Γιατί η εποπτεία της αμερικανικής οικονομίας από το ΔΝΤ είναι τόσο αναποτελεσματική; Ας υποθέσουμε ότι τα συσσωρευόμενα προβλήματα στην αμερικανική αγορά ενυπόθηκου χρέους -ακριβώς κάτω από τη μύτη του ΔΝΤ, που έχει την έδρα του στην Ουάσιγκτον- είχαν παρουσιαστεί σε μια οικονομία του αναπτυσσόμενου κόσμου. Πραγματικά κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί ότι το ΔΝΤ θα είχε αποτύχει τόσο οικτρά στον εντοπισμό τους.

Το ΔΝΤ έχει συχνά κατηγορηθεί ότι επιφορτίζει τους δανειολήπτες του με μη αναγκαία βάρη και ορισμένες φορές ακόμη και με παράλογους όρους δανεισμού. Το υψηλά καταρτισμένο προσωπικό του δεν είχε κανένα ενδοιασμό στο να προβεί σε συστάσεις προς άλλες χώρες, όπου διαπιστώθηκαν αδυναμίες. Γιατί, λοιπόν, δεν εξέτασε τα δεδομένα της αμερικανικής οικονομίας με τον ίδιο ζήλο;

Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στη δομή διακυβέρνησης του ΔΝΤ. Σήμερα, η κατανομή της εξουσίας ακολουθεί τη λογική του ρόλου του ως πιστωτή. Οσο πιο πολλά χρήματα δίνει μια χώρα τόσο μεγαλύτερη επιρροή έχει. Αυτό όμως μπορεί να ωθεί το ΔΝΤ στο να κάνει τα στραβά μάτια στις οικονομικές αδυναμίες των πιο σημαντικών μελών του, αυτών δηλαδή των οποίων οι εγχώριες πολιτικές έχουν ευρύτερες συνέπειες για το διεθνές σύστημα.

Το μοντέλο διακυβέρνησης «χρήματα ίσον επιρροή» υπονομεύει τη δυνατότητα του ΔΝΤ να ασκήσει κριτική στις οικονομίες των πιο σημαντικών μελών του (πόσο μάλλον να εποπτεύσει την τήρηση των υποχρεώσεών τους). Εάν κάποια στιγμή η κριτική από το προσωπικό του οργανισμού γίνει λίγο πιο σκληρή, οι χώρες μπορούν ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσουν το όπλο της χρηματοδότησης, ώστε να απαλύνουν την ορολογία του τελικού ανακοινωθέντος, που δημοσιεύεται από το συμβούλιο του ΔΝΤ.

Το Ταμείο μπορεί να αποτρέψει μια αντίστοιχη μελλοντική κρίση, μόνο εάν πρώτα θέσει φραγμό στις αδικαιολόγητες παρεμβάσεις και αν ασκήσει κριτική σε πολιτικές και κανονισμούς χωρών με σημαντική επιρροή. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια διαφορετική δομή διακυβέρνησης, μια πιο δίκαιη κατανομή της εξουσίας, ώστε το ΔΝΤ να ασκεί τον εποπτικό του ρόλο, όπου πρέπει και όχι μόνο όπου μπορεί.

* ΧΕΚΤΟΡ ΤΟΡΕΣ, αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής στο ΔΝΤ και πρώην επικεφαλής του γραφείου της διακυβερνητικής ομάδας G-24 στην Ουάσιγκτον.

Copyright: Project Syndicate, 2008.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα