ΑΣΦΑΛΩΣ και δεν είναι προδιαγεγραμμένο ότι η παγκόσμια οικονομία θα βυθισθεί σε μεγάλη ύφεση εντός της επόμενης τριετίας. Ισως και να το αποφύγει. Ομως οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αρχίσουν από τώρα να ενεργούν προληπτικά, επιταχύνοντας τα βήματα τους ώστε να απαλύνουν, να αμβλύνουν και να συντομεύσουν την περίοδο της μεγάλης ανεργίας ή της αρνητικής ανάπτυξης, η οποία σήμερα φαίνεται ότι είναι πολύ πιθανή.
Αποτελεί στοιχείο της φύσης, τουλάχιστον της ανθρώπινης φύσης, ότι τακτικές οι οποίες σήμερα χαρακτηρίζονται ως συνετές και ήπιες, μπορεί αργότερα να θεωρηθούν ως υπερβολικές. Κάποια στιγμή, η παγκόσμια οικονομία θα αρχίσει να αναπτύσσεται και πάλι με ταχύ ρυθμό. Ομως, θα είναι υπερβολικά άστοχο το να υποθέσει κάποιος ότι τώρα έφθασε η κρίσιμη καμπή και ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να γίνει χειρότερη.
Ισως ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κάποιος τη σημερινή πραγματικότητα είναι να συνειδητοποιήσει ότι την τελευταία δεκαπενταετία τουλάχιστον τρεις ατμομηχανές καθοδήγησαν την παγκόσμια οικονομία.
Οι μεγάλες επενδύσεις με επίκεντρο τις ΗΠΑ λόγω της επανάστασης στον τομέα των νέων τεχνολογιών ήταν η πρώτη ατμομηχανή. Η δεύτερη ατμομηχανή ήταν οι επενδύσεις στον κατασκευαστικό τομέα, με επίκεντρο και πάλι τις ΗΠΑ, λόγω της μεγάλης οικιστικής ανάπτυξης. Οι επενδύσεις στον κατασκευαστικό τομέα σε άλλες χώρες του κόσμου, ιδιαίτερα στην Ασία, αποτέλεσαν την τρίτη ατμομηχανή.
Για δεκαπέντε χρόνια, οι συγκεκριμένες τρεις ατμομηχανές διατήρησαν την παγκόσμια οικονομία κοντά στα όρια της πλήρους απασχόλησης και της ταχύρυθμης ανάπτυξης. Οταν το 2000 η έκρηξη των νέων τεχνολογιών έφθασε στο τέλος της, η Φέντεραλ Ρεζέρβ δρομολόγησε την αντικατάστασή της από την «έκρηξη» της οικιστικής ανάπτυξης, την ίδια ώρα που η αύξηση του ρυθμού των επενδύσεων στην Ασία «τροφοδοτούσε» την αμερικανική αγορά.
Πολλοί σήμερα παραπονούνται για τη νομισματική πολιτική του πρώην διοικητή της Φέντεραλ Ρεζέρβ Αλαν Γκρίνσπαν, που αποτέλεσε «το καύσιμο» για την κίνηση των παραπάνω ατμομηχανών. «Ο άνθρωπος που πυροδότησε αλλεπάλληλες φούσκες» είναι η πιο κόσμια έκφραση που έχω ακούσει.
Αραγε όμως, η σημερινή παγκόσμια οικονομία θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, εάν είχε εφαρμοσθεί μια εναλλακτική νομισματική πολιτική, που θα συγκρατούσε την ανεργία στις ΗΠΑ σε ένα ρυθμό της τάξης του 7%, αντί του 5%; Αραγε θα ήταν καλύτερα σήμερα εάν περίπου τα 300 δισ. δολάρια ετησίως της αμερικανικής ζήτησης για τους κατασκευαστές στην Ευρώπη, Ασία και Λατινική Αμερική είχαν χαθεί;
Παρ' όλα αυτά η πρώτη ατμομηχανή, έμεινε από καύσιμα πριν από εφτά χρόνια περίπου και δεν φαίνεται ότι υπάρχει ουδείς εναλλακτικός τομέας στηριζόμενος από την τεχνολογία, όπως η βιοτεχνολογία, που να είναι σε θέση να εμπνεύσει ανάλογη ευφορία, τόσο σε εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο.
Η δεύτερη ατμομηχανή άρχισε να δυσλειτουργεί πριν από δύο χρόνια και σήμερα φθάνει στο τέρμα της διαδρομής της, εξέλιξη η οποία σημαίνει ότι η τρίτη ατμομηχανή, δηλαδή οι ΗΠΑ αρχίζει να «κόβει ταχύτητα». Το αδύνατο δολάριο σε συνδυασμό με την κρίση στην αγορά στέγης καθιστούν ασύμφορες τις εξαγωγές στις ΗΠΑ.
Η παγκόσμια οικονομία όπως το έθεσε ο John Maynard Keynes πριν από 75 χρόνια, παρουσιάζει συνεχή προβλήματα. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ώθηση, δηλαδή περισσότερη συλλογική ζήτηση. Στις ΗΠΑ, το αδύνατο δολάριο θα δώσει ισχυρή ώθηση στις εξαγωγές, οδηγώντας έτσι σε αύξηση της ζήτησης. Ομως, από την πλευρά της παγκόσμιας οικονομίας ως συνόλου, από μόνες τους οι εξαγωγές δεν οδηγούν πουθενά. Ετσι, θα πρέπει να στηριχθεί σε άλλες πηγές συλλογικής ζήτησης.
Πρώτη πηγή είναι η κυβέρνηση. Η δημοσιονομική σύνεση είναι σήμερα περισσότερο σημαντική από ποτέ σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη προοπτική. Ομως, για την επόμενη τριετία, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μειώσουν τους φόρους, ιδιαίτερα για τους οικονομικά ασθενέστερους, οι οποίοι είναι πολύ πιθανό να έχουν τη διάθεση να καταναλώσουν περισσότερα.
Δεύτερη πηγή είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις. Οι κεντρικές τράπεζες ήδη μειώνουν τα επιτόκια και θα τα μειώσουν ακόμα περισσότερο όσο ξεκαθαρίζει το τοπίο της παγκόσμιας επιβράδυνσης. Ομως τα χαμηλά επιτόκια σχετίζονται με τη στασιμότητα ή την ύφεση στην περίπτωση που τα premia κινδύνου παραμείνουν υψηλά, όπως απέδειξε η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 και όπως έμαθε η Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990.
Η πιο δύσκολη ενέργεια για τις κυβερνήσεις είναι να ενισχύσουν τη δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα να αναλαμβάνει κινδύνους με επιτυχία έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση σε κεφάλαιο που θα τους παρακινήσει να επεκταθούν.
ΒRADFORD DELONG, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Berkeley και πρώην βοηθός του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών.
Copyright:Project Syndicate, 2008