ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ επί τα χείρω, τόσο της πρόβλεψης για το ρυθμό ανάπτυξης όσο και της πρόβλεψης για το πληθωρισμό του 2008, περιλαμβάνει η ετήσια έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Νικόλαου Γκαργκάνα. Στην τελευταία - για την τρέχουσα θητεία του - ετήσια έκθεση, ο κ. Γκαργκάνας εκφράζει παράλληλα ανησυχία για τη συνεχή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία πλήττεται από τη μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού.
Πιο αναλυτικά, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος στο 3,5% έναντι 4,0% το 2007.
«Εκτιμούμε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2008 θα είναι αισθητά χαμηλότερος από το 3,7% και εκτιμούμε ότι θα διαμορφωθεί γύρω στο 3,5%», δήλωσε ο κ. Γκαργκάνας στη γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας.
Η κεντρική τράπεζα αναθεώρησε προς τα επάνω την εκτίμησή της για τον πληθωρισμό το 2008 στο 4,0% από το 3,4% προηγουμένως.
«Ορισμένοι κίνδυνοι που είχαν επισημανθεί το Φεβρουάριο κυρίως όσον αφορά την εξέλιξη της τιμής του πετρελαίου αλλά και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος φαίνεται ότι πραγματοποιούνται. Για το λόγο αυτό ο πληθωρισμός θα είναι τελικά υψηλότερος από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί και εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί γύρω στο 4%», ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών φέτος αναμένεται σταθερό ή υψηλότερο του 14,1% που διαμορφώθηκε το 2007 ως ποσοστό του ΑΕΠ.
«Οι προοπτικές μείωσης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά τα αμέσως επόμενα έτη δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνες και το έλλειμμα εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερό ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2008 ενώ ενδέχεται και να αυξηθεί», δήλωσε ο κ. Γκαργκάνας.
Επισήμανε επίσης ότι η κεντρική τράπεζα τίθεται υπέρ των συγχωνεύσεων και των εξαγορών στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο.
«Το μέγεθος των ελληνικών τραπεζών είναι μικρό. Η ΤτΕ...ενθαρρύνει τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις, ώστε οι μικρές τράπεζες να ενταχθούν σε ένα μεγάλο όμιλο».
Ελλειμμα ανταγωνιστικότητας
Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η απόκλιση του πληθωρισμού στην Ελλάδα από το αντίστοιχο μέγεθος στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο παραμένει μεγάλη, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ως προς τις τιμές.
«Η εμμονή της διαφοράς πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ οφείλεται τόσο σε μακροοικονομικούς παράγοντες, που συνδέονται με τις εξελίξεις της συνολικής ζήτησης και του κόστους παραγωγής, όσο και στο ότι ορισμένες αγορές δεν λειτουργούν αποτελεσματικά, καθώς δεν είναι ικανοποιητικές οι συνθήκες ανταγωνισμού».
Ο κ. Γκαργκάνας έκανε επίσης λόγο για «σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες, που αντανακλώνται στον σχετικά υψηλό πληθωρισμό, στο υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας, και στο υψηλό δημόσιο χρέος».
Οι προκλήσεις
Σύμφωνα πάντα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η προβλεπόμενη γήρανση του πληθυσμού, η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και, πιο άμεσα, η επιβράδυνση του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης αποτελούν προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, η οποία θα είναι δύσκολο να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στο μέλλον εάν δεν ενταθούν οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας.
Συστάσεις
Προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από τη συνεχιζόμενη κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, τις εξωτερικές πληθωριστικές πιέσεις και τη διαφαινόμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, ο ασφαλέστερος τρόπος σύμφωνα με τον κ. Γκαργκάνα είναι να συνεχιστεί η προσπάθεια για τη βελτίωση των βασικών μεγεθών της οικονομίας.
Όπως ανέφερε, την τελευταία δωδεκαετία το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε σωρευτικά κατά 51%. Ωστόσο, παρά τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, το 13% των εργαζομένων, το 25% των συνταξιούχων και το 33% των ανέργων εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Επιπλέον, συνέχισε ο κ. Γκαργκάνας, στο χώρο ανάμεσα στα νοικοκυριά που έχουν ήδη ωφεληθεί από την οικονομική ανάπτυξη και απολαμβάνουν υψηλά και αυξανόμενα εισοδήματα, αφενός, και στα φτωχά νοικοκυριά, αφετέρου, υπάρχει σημαντικός αριθμός νοικοκυριών που ζουν στο όριο της οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας.
Για την καταπολέμηση της φτώχειας και της ανισότητας, η σύσταση του Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής αποτελεί θετικό βήμα, αλλά δεν αρκεί μόνη της, υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ. «Απαιτείται παράλληλα η εφαρμογή πολιτικών που συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού ανεργίας και στην αύξηση του ποσοστού του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, και διευκολύνουν την πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
»Συνεπώς, προκειμένου να συνεχιστεί η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της φτώχειας και της ανισότητας, είναι απαραίτητο να δοθεί πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη που στηρίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η ανάπτυξη που βασίζεται στην ενίσχυση της ζήτησης αλλά δεν συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγικότητας έχει τα όριά της, και δεν μπορεί να αναμένεται ότι θα προστατεύσει την ελληνική οικονομία από τις επιπτώσεις μιας πιθανής επιβράδυνσης του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης και μιας αύξησης του πληθωρισμού παγκοσμίως. Αντίθετα, η άσκηση πολιτικών που βελτιώνουν την παραγωγικότητα μπορεί να προφυλάξει καλύτερα την οικονομία από εξωγενείς διαταραχές και να θέσει πιο στέρεα θεμέλια για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου στο μέλλον».