ΠΑΣΟΚ: Πρόταση νόμου για την προστασία των καταναλωτών από την υπερχρέωση

Πέμπτη, 08 Μαΐου 2008 17:38
UPD:17:49

Πρόταση Νόμου κατέθεσαν 46 βουλευτές - μέλη του ΚΤΕ Οικονομίας και Ανάπτυξης του ΠΑΣΟΚ για την ελάφρυνση των νοικοκυριών και την προστασία των καταναλωτών από την υπερχρέωση.

Παρουσιάζοντας την πρόταση η πολιτική εκπρόσωπος του κόμματος για την Οικονομία Λούκα Κατσέλη δήλωσε ότι κινείται στην κατεύθυνση ανακούφισης των νοικοκυριών χωρίς να προκαλεί πρόβλημα στη λειτουργία των τραπεζών, πρόσθεσε και ζήτησε από την κυβέρνηση να την υιοθετήσει στο σύνολό της.

Ο πολιτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ για την Ανάπτυξη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ανέφερε πως «από έθνος αποταμίευσης που είμαστε πριν μερικά χρόνια γίναμε έθνος δανειοληπτών».

Όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, με το πρώτο άρθρο προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 14 παράγραφος 11 του Ν. 2251/1994, για να διευρυνθεί και να ενισχυθεί η προστασία των δανειοληπτών σε περίπτωση που βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις από καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες.

Με το δεύτερο άρθρο, εισάγεται ρύθμιση και τροποποιούνται οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ώστε να διασφαλισθεί ότι δεν θα εκπλειστηριάζεται σε καμία περίπτωση ακίνητο με τιμή εκκίνησης χαμηλότερη από την αντικειμενική.

Με τρίτο άρθρο λαμβάνονται μέτρα για την προστασία των καταναλωτών από την υπερχρέωση, στην περίπτωση που η οφειλή τους διογκώνεται υπερβολικά και καθίσταται έτσι πολύ δύσκολη η διευθέτησή της. Επίσης ρυθμίζεται το θέμα των «πανωτοκίων» στις συμβάσεις στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών, καθώς και θέματα ευθύνης των εγγυητών.

Με την πρώτη παράγραφο του τέταρτου άρθρου διασφαλίζεται η διαφάνεια στη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκί­ου και η υποχρέωση των τραπεζών να μειώνουν το κυμαινόμενο επιτόκιο στις δανειακές ή άλλες πιστωτικές συμβάσεις, όταν μειώνεται το επιτόκιο αναφοράς.

Με την δεύτερη παράγραφο προβλέπεται ότι το κυμαινόμενο επιτόκιο μπορεί να μεταβληθεί μόνο μετά τη λήξη των περιόδων που έχουν συμφωνηθεί και προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης.

Με την τρίτη παράγραφο προβλέπεται ότι ο οφειλέτης πρέπει να ενημερώνεται εγγράφως από τον πιστωτικό φορέα σχετικά με οποιαδήποτε τροποποίηση του κυμαινόμενου επιτοκίου.

Με την τέταρτη παράγραφο προβλέπεται ότι τυχόν παράλειψη των πιστωτικών ιδρυμάτων να προβούν στην ανωτέρω μείωση του συμβατικού επιτοκίου δίδει το δικαίωμα στον δανειολήπτη να αξιώσει δικαστικώς τη μείωσή του, καθώς και αποζημίωση σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.

Τέλος με την πέμπτη παράγραφο προβλέπεται ότι οποιαδήποτε συμφωνία αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι άκυρη.

Με το πέμπτο άρθρο προτείνεται η σύσταση Επιτροπής από τον Υπουργό Ανάπτυξης για την επεξεργασία σχεδίου νόμου με σκοπό την καθιέρωση και στη χώρα μας διαδικασιών και διατάξεων για τη ρύθμιση των χρεών του καταναλωτή ή και την απαλλαγή του από αυτά, όταν βρίσκεται σε αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσει τα χρέη του και όταν δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίησή των δανειστών του ή τα τυχόν υφιστάμενα ή τα τρέχοντα εισοδήματα του δεν επαρκούν προς τούτο και αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα επιβίωσης.

Με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 6 ρυθμίζεται το δικαίωμα του καταναλωτή να υπαναχωρεί αναιτιολογήτως και χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση, μέσα σε προθεσμία δεκατεσσάρων ημερών, από συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, για την εξασφάλιση των οποίων δεν έχει εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης.

Με την δεύτερη παράγραφο του άρθρου αυτού τίθεται ως προϋπόθεση για τη δυνατότητα των τραπεζών να καταγγείλουν τις συμβάσεις καταναλωτικών δανείων να υπάρχει καθυστέρηση τουλάχιστον τεσσάρων μηνιαίων δόσεων ή του ισόποσου αυτών. Για την περίπτωση δε που η καθυστέρηση αφορά στεγαστικό δάνειο πρώτης κατοικίας, απαιτείται για την καταγγελία καθυστέρηση οκτώ μηνιαίων δόσεων ή του ισόποσου αυτών. Επίσης τίθεται ως προϋπόθεση η προηγούμενη έγγραφη όχληση και ειδοποίηση του οφειλέτη.

Με την τρίτη παράγραφο του άρθρου αυτού επιδιώκεται η αποφυγή της αθέμιτης και παραπλανητικής διαφήμισης εκ μέρους των πιστωτικών φορέων, που με την προβολή αποσπασματικών και ασαφών στοιχείων αποσιωπούν το πραγματικό κόστος της πίστωσης και παραπλανούν τους καταναλωτές.

Με τη τέταρτη παράγραφο του άρθρου αυτού προβλέπεται η σε όφελος του καταναλωτή αναπροσαρμογή των όρων της σύμβασης για την περίπτωση που ο πιστωτικός φορέας δεν υπολογίζει ορθά το Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο, με αποτέλεσμα να δημιουργεί την εντύπωση στον καταναλωτή ότι το συνολικό κόστος της πίστωσης είναι χαμηλότερο.

Τέλος με το άρθρο 7 δίνεται ο ορισμός του όρου «καταναλωτής» και ρυθμίζεται η έναρξη ισχύος του νόμου.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της πρότασης νόμου:

ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ

Για την ελάφρυνση των νοικοκυριών και την προστασία των καταναλωτών από την υπερχρέωση

¶ρθρο 1

Περιορισμός του δικαιώματος κατάσχεσης της κύριας κατοικίας για απαιτήσεις καταναλωτικής πίστης

1. Τροποποιείται το άρθρο 14 παράγραφος 11 του Ν. 2251/1994 και διαμορφώνεται ως εξής:

«Σε περίπτωση επιβολής κατάσχεσης για την ικανοποίηση απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιριών παροχής πιστώσεων, καθώς και των εκδοχέων των απαιτήσεων αυτών, από καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, επί ακινήτου του οφειλέτη ή του εγγυητή, ο καθ’ ου η κατάσχεση οφειλέτης ή εγγυητής μπορεί, εντός προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων (15) ημερών από την επίδοση σ’ αυτόν της κατασχετήριας έκθεσης, να ασκήσει ανακοπή κατά αυτής, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 933 επ. Κ.Πολ.Δ., και να ζητήσει την ακύρωση της επιβληθείσας κατάσχεσης, εφόσον συντρέχουν, σωρευτικώς, οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) το κατασχεθέν ακίνητο αποτελεί αποδεδειγμένα την κύρια κατοικία του καθ’ ου η κατάσχεση οφειλέτη ή εγγυητή,

β) η απαίτηση της τράπεζας, στο σύνολό της, όπως βεβαιώνεται στο σχετικό τίτλο εκτέλεσης, δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ,

γ) δεν έχει εγγραφεί, με τη βούληση του οφειλέτη ή του εγγυητή, επί του ακινήτου αυτού προσημείωση ή υποθήκη υπέρ της δικαιούχου Τράπεζας,

δ) ο οφειλέτης βρίσκεται σε αποδεδειγμένη και ανυπαίτια αδυναμία να εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση.

Για την εφαρμογή του παρόντος, ως κύρια κατοικία του οφειλέτη ή του εγγυητή θεωρείται εκείνη στην οποία έχει οποιοδήποτε ποσοστό πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας και στην οποία ιδιοκατοικεί. Στην περίπτωση που ο οφειλέτης ή ο εγγυητής έχει οποιοδήποτε ποσοστό πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας επί μίας και μοναδικής οικίας, στην οποία δεν κατοικεί ο ίδιος αλλά ο/η σύζυγός του ή τα προστατευόμενα, κατά τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, τέκνα του, τότε η οικία αυτή εμπίπτει στην έννοια της κύριας κατοικίας του παρόντος άρθρου.

Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων ελέγχεται από το δικαστήριο της ανακοπής.»

¶ρθρο 2

Ελάχιστη τιμή πρώτης προσφοράς στους αναγκαστικούς πλειστηριασμούς ακινήτων

1. Στους αναγκαστικούς πλειστηριασμούς ακινήτων η τιμή πρώτης προσφοράς πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στο ύψος της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, που προβλέπεται για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, όσες φορές κι αν επαναληφθεί ο πλειστηριασμός. Η παράβαση της διάταξης αυτής επιφέρει την ακυρότητα του πλειστηριασμού.

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 993 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τροποποιείται ως εξής :

«Οι διατάξεις των παραγράφων 1 εδ. β’ και 2 έως 4 του άρθρου 954 εφαρμόζονται και εδώ. Το κατασχεμένο ακίνητο πρέπει, ύστερα από επιτόπια μετάβαση του δικαστικού επιμελητή, να περιγράφεται με ακρίβεια ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την ταυτότητά του. Αν για το ακίνητο που κατάσχεται προβλέπεται αντικειμενική αξία για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, η τιμή πρώτης προσφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται της αξίας αυτής, όπως ισχύει κατά το χρόνο της κατάσχεσης.»

3. α) Στο άρθρο 1001 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 1 που έχει ως εξής :

«1. Στην περίπτωση ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 η διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης από το δικαστήριο είναι υποχρεωτική, εφόσον η τιμή πρώτης προσφοράς υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, που προβλέπεται για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, όπως η αξία αυτή ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ανακοπής.»

β) Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1001 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναριθμούνται σε παραγράφους 2 και 3 αντίστοιχα.

4. Μετά την παράγραφο 4 του άρθρου 1003 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 5 που έχει ως εξής :

«5. Κατά την ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 966 δεν μπορεί το δικαστήριο να ορίσει τιμή πρώτης προσφοράς ή τίμημα ελεύθερης πώλησης του ακινήτου, που να υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, που προβλέπεται για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης.»

5. Όπου στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται ως τόπος διεξαγωγής δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα, στο εξής θα νοείται το κατάστημα της Δ.Ο.Υ. της τοποθεσίας του ακινήτου. Στον πλειστηριασμό θα παρίσταται και ο προϊστάμενος της εν λόγω Δ.Ο.Υ. ή εξουσιοδοτημένος από αυτόν υπάλληλος.

6. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και σε αναγκαστικούς πλειστηριασμούς ακινήτων που εκκρεμούν κατά την δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.

¶ρθρο 3

Ανώτατο όριο οφειλής - Απαγόρευση ανατοκισμού - Ευθύνη εγγυητών - Εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος

1. α) Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή, συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως τόκων, εξόδων, επιβαρύνσεων και προσαυξήσεων, από κάθε είδους συμβάσεις καταναλωτικών δανείων, πιστωτικών καρτών και στεγαστικών δανείων για την αγορά, ή επισκευή ή κατασκευή πρώτης (α’) κατοικίας, που έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος ή που θα συνομολογηθούν εφεξής με πιστωτικά ιδρύματα ή εταιρίες παροχής πιστώσεων, δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης, από το οποίο αφαιρούνται όλες οι καταβολές που έχουν γίνει, οποτεδήποτε, και καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

β) Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι εταιρίες παροχής πιστώσεων, καθώς και οι εκδοχείς των απαιτήσεων αυτών οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεών τους, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου α) της παρούσας παραγράφου.

γ) Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι εταιρίες παροχής πιστώσεων, καθώς και οι εκδοχείς των απαιτήσεων αυτών οφείλουν, σε περίπτωση που έχουν εκκινήσει διαδικασίες επιδίκασης ή αναγκαστικής εκτέλεσης, να μειώσουν το ύψος των απαιτήσεών τους, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου α) της παρούσας παραγράφου, κατά το υπερβάλλον.

δ) Από της ισχύος του παρόντος νόμου τα πιστωτικά ιδρύματα και λοιποί ως άνω φορείς υποχρεούνται, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης από τον οφειλέτη ή τον εγγυητή του, να του γνωστοποιούν εγγράφως το συνολικό ύψος της οφειλής κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, και την ενδεχόμενη μείωση, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου α) της παρούσας παραγράφου.

ε) Καταβληθέντα μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος ποσά, από τους οφειλέτες καταναλωτικών δανείων ή πιστωτικών καρτών ή στεγαστικών δανείων για την αγορά ή επισκευή ή κατασκευή πρώτης (α’) κατοικίας, ή από τρίτους χάριν αυτών, είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας ή οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν μπορούν να αναζητηθούν για το λόγο ότι υπερβαίνουν το ανώτατο όριο της οφειλής, όπως αυτό καθορίζεται από τη διάταξη του εδαφίου α) της παρούσας παραγράφου.

στ) Λογιστικά και φορολογικά θέματα που προκύπτουν για τους πιστωτικούς φορείς από την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας.

2. Συμφωνία για ανατοκισμό των τόκων σε συμβάσεις στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών, που έχουν συνάψει ή συνάπτουν μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, καταναλωτές με πιστωτικά ιδρύματα ή εταιρίες παροχής πιστώσεων, είναι άκυρη. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι εταιρίες παροχής πιστώσεων, καθώς και οι εκδοχείς των απαιτήσεων αυτών δεν δύνανται να διεκδικήσουν και να εισπράξουν οποιοδήποτε ποσό, το οποίο προέρχεται από ανατοκισμό τόκων. Τόκοι τόκων που έχουν καταβληθεί με οποιονδήποτε τρόπο, μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος, με βάση σχετική συμφωνία του οφειλέτη στεγαστικού ή καταναλωτικού δανείου ή πιστωτικής κάρτας με το πιστωτικό ίδρυμα ή την εταιρία παροχής της πίστωσης, δεν μπορούν να αναζητηθούν.

3. Οι εγγυητές των στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών ευθύνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Παραίτηση από τις ενστάσεις των άρθρων 859, 862, 863 και 864 του Αστικού Κώδικα είναι άκυρη.

4. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου υπόκειται και στην εποπτική και κυρωτική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 55 Α του Καταστατικού της.

¶ρθρο 4

Υποχρεωτική μείωση κυμαινόμενου επιτοκίου

Το κυμαινόμενο επιτόκιο που εφαρμόζεται στις συμβάσεις πιστώσεως, μειώνεται υποχρεωτικά κάθε φορά που μειώνεται το επιτόκιο αναφοράς που έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση (παρεμβατικά επιτόκια της Ε.Κ.Τ., διατραπεζικό επιτόκιο Euribor κ.λ.π.) και τουλάχιστον στο αντίστοιχο με τη μείωση αυτή ποσοστό.

Το κυμαινόμενο επιτόκιο μπορεί να μεταβληθεί μόνο μετά τη λήξη των περιόδων εκτοκισμού που έχουν συμφωνηθεί και προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης.

Ο οφειλέτης ενημερώνεται εγγράφως από τον πιστωτικό φορέα σχετικά με οποιαδήποτε τροποποίηση του κυμαινόμενου επιτοκίου.

Τυχόν παράλειψη των πιστωτικών ιδρυμάτων να προβούν στην ανωτέρω μείωση του συμβατικού επιτοκίου δίδει το δικαίωμα στον δανειολήπτη να αξιώσει δικαστικώς τη μείωσή του, καθώς και αποζημίωση σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.

Οποιαδήποτε συμφωνία αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι άκυρη.

¶ρθρο 5

Σύσταση Επιτροπής για την εκπόνηση σχεδίου νόμου για τη ρύθμιση των χρεών των καταναλωτών και τις προϋποθέσεις απαλλαγής τους από αυτά

1. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, που εκδίδεται εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος, συνιστάται Επιτροπή για την επεξεργασία και κατάρτιση σχεδίου νόμου, με τον οποίο θα εισαχθούν και στη χώρα μας διαδικασίες και διατάξεις για τη ρύθμιση των χρεών των καταναλωτών, την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής τους και τις προϋποθέσεις απαλλαγής τους από αυτά, όταν βρίσκονται σε αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, και όταν δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα για την ικανοποίηση των δανειστών τους ή τα υφιστάμενα δεν επαρκούν προς τούτο, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα επιβίωσης.

2. Στην ανωτέρω Επιτροπή, η οποία είναι εννεαμελής, προεδρεύει ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Ανάπτυξης και συμμετέχουν:

α) ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομίας, που προτείνεται από τον Υπουργό Οικονομίας

β) ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που προτείνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης

γ) ένας Καθηγητής ή αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Νομικής Σχολής ΑΕΙ

δ) ένας Καθηγητής ή αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικού Τμήματος ΑΕΙ

ε) ένα μέλος από την πιο αντιπροσωπευτική ένωση καταναλωτών

στ) ένας εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος, που ορίζεται από αυτήν

ζ) ένας εκπρόσωπος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, που ορίζεται από αυτήν

η) ένας εκπρόσωπος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, που ορίζεται από αυτό

θ) ένας εκπρόσωπος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, που ορίζεται από αυτό

ι) ένας Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω

3. Με την ίδια ως άνω απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ρυθμίζονται θέματα οργάνωσης, λειτουργίας, διοικητικής και γραμματειακής υποστήριξης της Επιτροπής.

4. Η Επιτροπή πρέπει μέσα σε έξι μήνες από τη σύστασή της να περατώσει το έργο της και να υποβάλει στον Υπουργό Ανάπτυξης το εκπονηθέν τελικό σχέδιο νόμου, καθώς και να το κοινοποιήσει στα κόμματα της Βουλής.

¶ρθρο 6

Δικαίωμα υπαναχώρησης - Προθεσμία καταγγελίας πιστωτικών συμβάσεων από πλευράς των πιστωτικών ιδρυμάτων - Διαφήμιση - Πληροφόρηση

1. α) Πέραν των περιπτώσεων που προβλέπονται από τον Ν. 2251/1994 ή από άλλες ειδικές διατάξεις, στις συμβάσεις καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών που δεν διασφαλίζονται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης, ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα μέσα σε προθεσμία δεκατεσσάρων (14) ημερολογιακών ημερών να υπαναχωρήσει από την αποδοχή της σύμβασης πίστωσης, χωρίς να αναφέρει τους λόγους.

β) Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής λαμβάνει επί αποδείξει αντίτυπο της συναφθείσας σύμβασης πίστωσης. Η προθεσμία δεν αρχίζει αν ο πιστωτής δεν ενημερώσει τον καταναλωτή σαφώς και γραπτώς σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης, χορηγώντας του συγχρόνως, σε χωριστό έντυπο, υπόδειγμα δήλωσης υπαναχώρησης.

γ) Ο καταναλωτής πρέπει να κοινοποιήσει την υπαναχώρηση στον πιστωτικό φορέα εγγράφως, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στο εδάφιο α) της παρούσας παραγράφου. Η προθεσμία θεωρείται ότι έχει τηρηθεί εάν η ειδοποίηση αποσταλεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας.

δ) Η προσφυγή στο δικαίωμα υπαναχώρησης υποχρεώνει τον καταναλωτή να επιστρέψει, εντός δεκατεσσάρων (14) ημερολογιακών ημερών από την άσκησή του, στον πιστωτικό φορέα τα ποσά ή τα αγαθά, τα οποία έχει λάβει δυνάμει της σύμβασης πίστωσης. Ο καταναλωτής πρέπει να καταβάλει επίσης τους οφειλόμενους τόκους για την περίοδο ανάληψης της πίστωσης, οι οποίοι υπολογίζονται βάσει του συμφωνηθέντος συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου. Καμία άλλη αποζημίωση ή δαπάνη δεν μπορεί να απαιτηθεί λόγω της υπαναχώρησης. Οποιαδήποτε προκαταβολή έχει καταβληθεί από τον καταναλωτή δυνάμει της σύμβασης πίστωσης πρέπει να επιστρέφεται ανυπερθέτως στον καταναλωτή.

ε) Παραίτηση του καταναλωτή από το κατά τα άνω δικαίωμα υπαναχώρησης δεν επιτρέπεται, κι αν τυχόν δηλωθεί είναι άκυρη. Κάθε πιστωτική σύμβαση που με οποιοδήποτε τρόπο περιορίζει το κατά τα άνω δικαίωμα υπαναχώρησης του καταναλωτή είναι άκυρη.

2. α) Οι πιστωτικοί φορείς, σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής των δόσεων των καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών, δεν επιτρέπεται να προβαίνουν σε καταγγελία των συμβάσεων αυτών, αν δεν υπάρχει καθυστέρηση τεσσάρων (4) τουλάχιστον μηνιαίων δόσεων ή το ισόποσο αυτών και δεν έχουν οχλήσει εγγράφως τον οφειλέτη πριν από ένα τουλάχιστον μήνα, γνωστοποιώντας του ότι προτίθενται να προβούν στην καταγγελία της σύμβασης.

β) Εάν το δάνειο έχει χορηγηθεί για την αγορά ή επισκευή ή κατασκευή πρώτης κατοικίας, για την καταγγελία απαιτείται καθυστέρηση οκτώ (8) τουλάχιστον μηνιαίων δόσεων ή το ισόποσο αυτών και προηγούμενη έγγραφη όχληση δύο τουλάχιστον μηνών.

γ) Οποιαδήποτε συμφωνία αντίθετη με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου 2. είναι άκυρη.

3. Όλες οι πληροφορίες και τα αριθμητικά στοιχεία που σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία πρέπει να περιλαμβάνονται και γενικά αναφέρονται σε κάθε διαφήμιση ή προσφορά, μέσω της οποίας ο διαφημιζόμενος δηλώνει ότι προσφέρεται να χορηγήσει πίστωση ή να μεσολαβήσει για τη σύναψη πίστωσης, πρέπει να αποδίδονται με τρόπο σαφή, ευκρινή, διακεκριμένο και εύληπτο για τον καταναλωτή, τηρουμένων ιδίως των αρχών της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις εμπορικές συναλλαγές. Ο εμπορικός σκοπός των πληροφοριών αυτών θα πρέπει να διαφαίνεται με σαφήνεια.

4. Σε περίπτωση που το Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο που δηλώνεται στον καταναλωτή έχει υπολογιστεί εσφαλμένα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται χαμηλότερο, τότε το χρεωστικό επιτόκιο του δανείου μειώνεται τόσο ώστε να προκύπτει, σύμφωνα με τον ισχύοντα τύπο, το δηλούμενο Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο.

¶ρθρο 7

Τελικές διατάξεις

1. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ο καταναλωτής ορίζεται κατά την έννοια του άρθρου 1 παραγρ. 4 Ν. 2251/1994, όπως ισχύει.

2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα