Τη στενή σχέση μεταξύ καινοτομικότητας μιας οικονομίας και των κλάδων υψηλής τεχνολογίας αποτυπώνει μελέτη του ΙΟΒΕ. Σύμφωνα με τη μελέτη, η ανάπτυξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας αν και δεν μεταφράζεται αυτόματα σε αύξηση του καινοτομικού αποτελέσματος, ωστόσο μέσω των προϊόντων και των υπηρεσιών του, μπορεί να κινητοποιήσει πόρους, δεξιότητες και γνώση σε άλλους κλάδους επιτρέποντας τελικά καλύτερες καινοτομικές επιδόσεις στο σύνολο της οικονομίας.
Η Ελλάδα σύμφωνα με το European Innovation Scoreboard 2007, περιλαμβάνεται στην ομάδα των χωρών που υστερούν αρκετά του μέσου όρου της Ε.Ε.-27. Η καινοτομική της επίδοση βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα συγκρινόμενη με τους λοιπούς εταίρους, καθώς καταλαμβάνει την 20η θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη. Η Ελλάδα εμφανίζει γενικά χαμηλές επιδόσεις σε τεχνολογικές καινοτομίες, αλλά υψηλότερες επιδόσεις σε μη τεχνολογικές καινοτομίες.
Αναλυτικότερα, στους περισσότερους δείκτες η Ελλάδα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις, εμφανίζοντας κακή εικόνα, με εξαίρεση κυρίως τις οργανωτικού τύπου καινοτομίες. Καλές σχετικά επιδόσεις – περί το μέσο κοινοτικό όρο – σημειώνει η Ελλάδα κυρίως σε δείκτες εισροών (απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικό επίπεδο νέων, δημόσια χρηματοδότηση επιχειρήσεων για καινοτομία, ποσοστό μικρομεσαίων επιχειρήσεων με οργανωτικές καινοτομίες και πωλήσεις νέων για την επιχείρηση προϊόντων). Αντίθετα, αρνητικές είναι οι επιδόσεις στην κατηγορία της πνευματικής ιδιοκτησίας, της δια βίου μάθησης και των επιχειρηματικών δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξης (Ε&Α).
Εξάλλου, από τα αποτελέσματα των κοινοτικών μετρήσεων (4η Κοινοτική Έρευνα για την Καινοτομία (CIS 4), σε επίπεδο κλάδων, «πρωτοπόρος» τομέας στην Ελλάδα είναι ο τομέα Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών. Στην Ελλάδα το 35,8% των ελληνικών επιχειρήσεων είχε τεχνολογική καινοτομική δραστηριότητα κατά την περίοδο 2002 – 2004, ενώ το 35,1% εισήγαγε με επιτυχία τουλάχιστον μία τεχνολογική καινοτομία στην επιχείρηση. Οι περισσότερες από αυτές τις τεχνολογικά καινοτόμες ελληνικές επιχειρήσεις, παρουσίασαν καινοτομία διαδικασίας. Συγκεκριμένα, το 25,1% των επιχειρήσεων λάνσαρε κάποιο νέο προϊόν / υπηρεσία (καινοτομία προϊόντος), ενώ το 31,8% επέδειξε καινοτομία διαδικασίας.
Η μελέτη του ΙΟΒΕ επισημαίνει ωστόσο ότι η γνώση η οποία οδηγεί σε καινοτομική συμπεριφορά δεν αφορά μόνο στους «συνήθεις υπόπτους», τους κλάδους δηλαδή με έντονο τεχνολογικό περιεχόμενο, αλλά είναι εξίσου έντονη και σε παραδοσιακούς κλάδους της οικονομίας (τρόφιμα, μη μεταλλικά ορυκτά κ.α.). Σε αυτούς τους κλάδους υπάρχει συσσωρευμένη γνώση ετών η οποία αξιοποιείται, άλλοτε με συστηματικό και άλλοτε με μη συστηματικό τρόπο, και οδηγεί σε «κρυφή καινοτομία». Συνεπώς η καινοτομία δεν έχει αυστηρά τεχνολογικό περιεχόμενο. Αν και ο πυρήνας της στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να αφορά τη νέα τεχνολογία, ωστόσο σχετίζεται περισσότερο με μία ευρύτερη νοοτροπία που διέπει ένα οικονομικό σύστημα παρά μία διαδικασία τεχνολογικής αλλαγής. Η καινοτομία αυτή συνεισφέρει εξίσου στην οικονομική ανάπτυξη ακόμα και αν με βάση παραδοσιακούς δείκτες καινοτομίας (π.χ δαπάνες για Ε&Α), οι επιδόσεις τους δείχνουν φτωχές.. Η θεώρηση αυτή επιτρέπει έτσι την υπόθεση ότι και άλλοι τύποι πολιτικών (π.χ. εκπαιδευτική πολιτική), έχουν εξίσου σημαντικές επιπτώσεις στην καινοτομική επίδοση. Η σύνθετη επομένως φύση της καινοτομίας επιτρέπει στις δημόσιες πολιτικές κάθε είδους να την επηρεάσουν και να διαμορφώσουν ευνοϊκές συνθήκες σε διάφορες παραμέτρους του εθνικού συστήματος καινοτομίας.
Προκύπτει επομένως μία αντιφατική εικόνα. Από τη μία πλευρά οι χαμηλές επιδόσεις της Ελλάδας σε βασικούς δείκτες φανερώνουν ότι κύριες παράμετροι του Εθνικού Συστήματος καινοτομίας υστερούν σε σχέση με τις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Από την άλλη πλευρά σύμφωνα με τους ορισμούς που υιοθετούνται διεθνώς για την καινοτομική επίδοση των επιχειρήσεων, οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται να καινοτομούν. Αυτή η αντίφαση εξηγείται από τη συνήθης στρατηγική των ελληνικών επιχειρήσεων να αρκούνται στην υιοθέτηση-αφομοίωση της καινοτομίας, την υιοθέτηση ενσωματωμένης γνώσης και τεχνολογίας που αναπτύχθηκε στο εξωτερικό, χωρίς να δαπανούν πόρους στη ανάπτυξή της. ¶λλωστε ένα από τα βασικά εμπόδια στην ανάπτυξη της καινοτομίας σχετίζεται με το υψηλό κόστος της. Πράγματι, το κόστος του πειραματισμού που η διαδικασία της καινοτομίας ενέχει, η ανάγκη δέσμευσης πόρων σε δραστηριότητες με ρίσκο και χωρίς ενδεχομένως βραχυχρόνια αποτελέσματα, φαίνεται να δρα ανασταλτικά στην προώθηση της καινοτομίας στην Ελλάδα και οδηγεί τελικά σε πολιτικές επιδότησης της έρευνας. Συνεπώς η ελληνική οικονομία βασίζεται σημαντικά στη μεταφορά τεχνογνωσίας και καινοτομιών από το εξωτερικό. Το εθνικό περιβάλλον δεν φαίνεται να επιτρέπει τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την ενίσχυση της ενδογενούς καινοτομίας στην Ελλάδα, με το ελληνικό σύστημα καινοτομίας να βρίσκεται μάλλον σε πρώιμα στάδια ανάπτυξης.
Ταυτόχρονα όμως στην Ελλάδα αναπτύσσονται ταχύτατα τα τελευταία χρόνια οι κλάδοι υψηλής τεχνολογίας. Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται πάνω από 26.000 επιχειρήσεις σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας με την πλειονότητα αυτών να έχει ιδρυθεί την τελευταία 15ετία ενώ και η σχετική απασχόληση παρουσιάζει σημαντική αύξηση την περίοδο 2001-2006: απασχολούν πλέον 80.000 εργαζομένους, έχοντας ενισχύσει τη συμμετοχή τους στην απασχόληση της χώρας κατά 0,22 ποσοστιαίες μονάδες. Κατά την ίδια περίοδο, οι κλάδοι αυτοί έχουν ενισχύσει και τη συνεισφορά τους στο ΑΕΠ (αποτελούν περίπου το 3,8% του ΑΕΠ το 2006), με άξονα κυρίως όμως το εμπόριο υψηλής τεχνολογίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι κλάδοι αυτοί έχουν εισέλθει σε μία φάση μεγέθυνσης και μπορούν να αποτελέσουν νέες πηγές ανάπτυξης συνολικά για την ελληνική οικονομία. Σταδιακά ξεπερνούν τις νηπιακές ασθένειες που αντιμετώπισαν και συμπορεύονται με τους αντίστοιχους κλάδους στο διεθνές περιβάλλον. Χτίζοντας σε ένα υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό παρέχουν στο ελληνικό περιβάλλον υπηρεσίες και προϊόντα αντίστοιχα με προηγμένες αγορές του εξωτερικού. Αν και αποτελούν τους πρωτοπόρους κλάδους σε όρους καινοτομίας, πολύ σημαντικότερη είναι η συνεισφορά τους στη βελτίωση της καινοτομικής επίδοσης των υπόλοιπων κλάδων της οικονομίας και της αναβάθμισης - όχι μόνο - τεχνολογικής των αντίστοιχων αγαθών και υπηρεσιών.
Την ίδια στιγμή σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής γίνεται πλέον φανερό ότι οι πολυπληθείς άμεσες πολιτικές για την καινοτομία δεν επαρκούν, καθώς δεν έφεραν τα αποτελέσματα τα οποία ευαγγελίζονταν. Πράγματι οι άμεσες πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί για την ενίσχυση της καινοτομίας είναι αρκετές και ευθυγραμμίζονται με τις κοινοτικές αντίστοιχες πολιτικές. Το ζήτημα όμως που προκύπτει είναι κατά πόσο αυτές οι άμεσες πολιτικές οδηγούν πράγματι σε αποδοτική αξιοποίηση των πόρων και δεν εξαντλούνται στην απορρόφησή τους. Οι φτωχές επιδόσεις σε βασικούς δείκτες φανερώνουν ότι δεν έχουν επιφέρει ευρύτερα αποτελέσματα και είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο οι πόροι έχουν βελτιώσει τους μηχανισμούς δημιουργίας, μεταφοράς και αξιοποίησης της γνώσης στο εθνικό σύστημα καινοτομίας.
Προκύπτει επομένως ένα ζήτημα κατά πόσο μια χώρα σαν την Ελλάδα μπορεί απλώς να περιοριστεί στις καλές εκροές - μέσω ενσωμάτωσης της γνώσης που παράγεται αλλού -, χωρίς να συμμετέχει στη διαδικασία παραγωγής της. Οι άμεσες πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί μπορεί πράγματι να στοχεύουν στη βελτίωση των εισροών, ωστόσο θα πρέπει να στραφούν και προς την επιβράβευση και ανάδειξη των εκροών από τον εθνικό αγωγό καινοτομίας. Αυτό που φαίνεται όμως κρίσιμο για τη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές και σε αυτό το επίπεδο, είναι ένας συνολικός προσανατολισμός όλων των πολιτικών στην καινοτομία ώστε να διαμορφωθεί ένα κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον πιο «φιλικό» για την καινοτομία.
Έμμεσες πολιτικές (π.χ. επιχειρηματική πολιτική, εκπαιδευτική πολιτική, κτλ) είναι εξίσου σημαντικές και σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ θα πρέπει να υποστηρίζουν την ανάπτυξη δύο βασικών προϋποθέσεων στην ελληνική κοινωνία: την ικανότητα απορρόφησης των νέων εξελίξεων που γεννά η παγκόσμια οικονομία και τη δημιουργικότητα, την προδιάθεση δηλαδή για διαμόρφωση νέων λύσεων με βάση αυτή τη γνώση. Ο βαθμός λοιπόν που μια οικονομία προωθεί την ανάπτυξη αυτών των δύο προϋποθέσεων και οι πολιτικές μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί αυτό, έχουν αποφασιστική σημασία για τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού πλαισίου που ευνοεί τελικά την καινοτομία.