Η νομισματική πολιτική είναι πιο αποτελεσματική, όταν οι πληθωριστικές προσδοκίες είναι σταθεροποιημένες ή χαμηλές, δήλωσε σήμερα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
«Η νομισματική πολιτική είναι πιο αποτελεσματική όταν υπάρχουν σαφώς σταθεροποιημένες προσδοκίες γεγονός που δίνει στις κεντρικές τράπεζες τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν τις πληθωριστικές διαταραχές με μικρότερο κόστος», ανέφερε ο κ. Γκαργκάνας σε δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια γεύματος όπου παρουσίασε βιβλίο του σχετικά με τις προκλήσεις για τη νομισματική πολιτική.
«Η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να καταφέρει τα πάντα και είναι πολύ προτιμότερο να παραμένει επικεντρωμένη σε αυτό που είναι σε θέση να πετύχει, δηλαδή τη σταθερότητα των τιμών».
Στην ολιγοπωλιακή διάρθρωση ορισμένων αγορών προϊόντων, αλλά και στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, επέρριψε την ευθύνη για τον υψηλό πληθωρισμό ο απερχόμενος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Νίκος Γκαργκάνας.
Πού οφείλεται ο υψηλός πληθωρισμός στην Ελλάδα
Ο κ. Γκαργκάνας εμφάνισε στοιχεία δείγματος 440 επιχειρήσεων, από τα οποία προκύπτει ότι το 2007 ο κλάδος του χονδρικού εμπορίου αύξησε κατά μέσον όρο τα κέρδη του κατά 82,1%, το λιανικό εμπόριο κατά 21,5% και το σύνολο του εμπορίου κατά 43,7%. Στην αντίπερα όχθη η βιομηχανία αύξησε τα κέρδη της κατά 11%.
Συμπερασματικά, όπως ανέφερε, το πρόβλημα της ακρίβειας που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, εντοπίζεται στον μεταπρατικό της χαρακτήρα, ενώ ο βιομηχανικός της τομέας συνθλίβεται από την μικρή αύξηση της παραγωγικότητας και τις υψηλές μισθολογικές αυξήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ που παρουσίασε ο κ.Γκαργκάνας, η παραγωγικότητα προβλέπεται ότι το 2008 θα αυξηθεί κατά 1,6%, ενώ οι συνολικές μισθολογικές δαπάνες των ιδιωτικών επιχειρήσεων (δηλαδή οι μισθοί και οι εργατικές εισφορές) εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 8,3% και το κόστος ανά μονάδα προϊόντος κατά 4,7%.
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν, σύμφωνα με τον κ. Γκαργκάνα, ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός στην Ελλάδα, σε σύγκριση με αυτόν της ΕΕ, οφείλεται κατ' αρχήν στα υπερβολικά περιθώρια κέρδους επιχειρήσεων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά, αλλά και στην πίεση που ασκεί το κόστος παραγωγής στις τιμές. Εσχάτως, όπως είπε, ανέκυψαν και οι εξωγενείς παράγοντες, όπως η έκρηξη των τιμών του πετρελαίου και των ειδών διατροφής, οι οποίοι όμως επηρεάζουν αναλόγως και τους άλλους εταίρους μας.
Πηγές: AΠΕ-ΜΠΕ, Reuters