Τραπεζικό ψαλίδι στις αιτήσεις για καταναλωτικά και κάρτες

Τι δείχνει μελέτη της ΕΕΤ για τα ελληνικά νοικοκυριά
Τετάρτη, 09 Ιουλίου 2008 10:21

Δεν είναι υπερχρεωμένα τα ελληνικά νοικοκυριά υποστηρίζει η Ελληνική Ενωση Τραπεζών (EET). Πάντως, οι τράπεζες έγιναν συντηρητικότερες στις χορηγήσεις, «κόβοντας» σχεδόν τις μισές αιτήσεις για καταναλωτικά και κάρτες, αναφέρεται σε εκτενή μελέτη μέσα από την οποία η ΕΕΤ επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε σειρά θεμάτων που επανέρχονται στην επικαιρότητα και δημιουργούν συχνά προβλήματα στις σχέσεις τραπεζών και καταναλωτών.

Ενα καίριο θέμα είναι αυτό της υπερχρέωσης και των επιτοκίων ενώ συχνές είναι οι αναφορές σε «υπερκέρδη» των τραπεζών. Στο πλαίσιο αυτό εκπονήθηκε από την ΕΕΤ μελέτη με τίτλο «Η συμβολή του τραπεζικού συστήματος στην ελληνική οικονομία», η οποία με πρωτοβουλία της Ενωσης κατατέθηκε χθες στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής από τον πρόεδρό Τάκης Αράπογλου και τους αντιπροέδρους Δημήτριο Μαντζούνη και Νίκο Νανόπουλο.

Υπερχρέωση

Οσον αφορά το ερώτημα εάν υπάρχει υπερχρέωση, παρατίθενται στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η χώρα μας έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά χορηγήσεων προς το ΑΕΠ, το οποίο διαμορφώνεται στο 86% έναντι 132% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση επί του συνόλου μειώθηκε κατά 1% την τελευταία διετία και διαμορφώθηκε στο 6% πέρυσι ενώ είναι σταθερό, στο 3,6%, την τελευταία τριετία.

Πρόκειται για εξέλιξη που αποδεικνύει ότι οι τράπεζες είναι συντηρητικότερες στην πολιτική δανεισμού, βελτιώνοντας έτσι τα χαρτοφυλάκιά τους, σημείωσε ο κ. Αράπογλου κατά την παρουσίαση της μελέτης στη Βουλή και πρόσθεσε ότι τα νοικοκυριά κατάφεραν να απορροφήσουν τις αυξήσεις επιτοκίων τα τελευταία τρία χρόνια, χωρίς να αυξηθούν οι καθυστερήσεις, κάτι που όπως είπε, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει υπερχρέωση.

Τα στοιχεία από τις τράπεζες δείχνουν ότι «κόβονται» οι 4,6 στις 10 αιτήσεις για πιστωτικές κάρτες και οι 4,4 στις 10 για καταναλωτικά χωρίς εγγύηση.

Ειδική αναφορά έγινε από τον κ. Αράπογλου στο δείκτη δανείων προς καταθέσεις του συστήματος που διαμορφώνεται στο 81,5% καθώς και στο θετικό ισοζύγιο καταθέσεων προς χορηγήσεις, το οποίο ανήλθε στα 45,9 δισ. ευρώ πέρυσι και το οποίο διαψεύδει όσους υποστηρίζουν ότι οι καταθέσεις στην Ελλάδα σχεδόν δεν υπάρχουν, όπως είπε χαρακτηριστικά.

Τα επιτόκια

Οσον αφορά τα επιτόκια, έχει επιτευχθεί η σύγκλιση και οι διαφορές με τα ευρωπαϊκά επιτόκια κυμαίνονται από 0,36 έως 0,73 στην επιχειρηματική πίστη, 1,26 στην καταναλωτική πίστη, και από μείον 0,71% έως μείον 0,51% στη στεγαστική πίστη. Εάν δε, αποπληθωριστούν, διαμορφώνονται από μείον 1,71 έως +0,26%, δηλαδή από αρκούντως αρνητικά ως οριακά θετικά, ανέφερε ο κ. Αράπογλου.

Στην μόνη κατηγορία που υπάρχουν υψηλότερα είναι τα τραπεζικά υπόλοιπα προς επιχειρήσεις άνω των πέντε ετών, τα οποία προέρχονται από παλαιότερα δάνεια που αντικαθίστανται από νεότερα δάνεια. Αντιστοίχως, στις καταθέσεις, τα ελληνικά νοικοκυριά απολαμβάνουν τα τελευταία χρόνια υψηλότερα επιτόκια από το μέσο όρο των υπολοίπων κρατών μελών της ευρωζώνης.

Εκτενής αναφορά γίνεται στη μελέτη για την δυναμική των ελληνικών τραπεζών που διασφαλίζει τη σταθερότητα του συστήματος και τη δυνατότητα απορρόφησης των οποιωνδήποτε κραδασμών καθώς και για την ευρύτερη συμβολή στην οικονομία και κοινωνία. Επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι οι τράπεζες απασχολούν με στοιχεία τέλους του 2007 64.350 εργαζόμενους με παροχές που ανήλθαν για τις 6 μεγάλες τράπεζες σε 2,7 δισ. ευρώ και 3,2 δισ. ευρώ σε επίπεδο ομίλων.

Ο κ. Αράπογλου τόνισε ότι οι ελληνικές τράπεζες φορολογούνται με συντελεστή 20% που είναι σημαντικά υψηλότερος από άλλες χώρες όπου δραστηριοποιείται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και ζήτησε να ακολουθηθεί στη χώρα μας η τάση μείωσης των φορολογικών συντελεστών η οποία παρατηρείται στα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι 6 μεγάλοι όμιλοι

Οι έξι μεγαλύτερες τράπεζες και οι όμιλοί τους, κατέβαλαν το 2007 φόρους της τάξης των 300 εκ. ευρώ σε επίπεδο τραπεζών και 460 εκ. ευρώ σε επίπεδο ομίλων και μερίσματα άνω των 1,8 δισ. ευρώ στους μετόχους τους.

Από τα χαρακτηριζόμενα ως «υπερκέρδη», επισήμανε ο πρόεδρος της ΕΕΤ, ποσοστό 45% έως 50% διανεμήθηκε στους περίπου 1,2 εκ. ιδιώτες μετόχους, όπως επίσης σε θεσμικούς και ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, ποσοστό 10% έως 15% περίπου αποδόθηκε σε φόρους στο ελληνικό Δημόσιο, ενώ ποσοστό 35% έως 45% αναμένεται να επανεπενδυθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό στο πλαίσιο της διαρκώς αυξανόμενης οργανικής ανάπτυξης των ελληνικών τραπεζών.

ΑΝΝΑ ΔΟΓΑ



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα