Οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δίνει με ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών:
«Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του ν. 3659/2008 που αναφέρονται σε τροποποιήσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και παροχή οδηγιών σχετικά με την εφαρμογή τους»
Σας γνωρίζουμε ότι με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 37 του ν. 3659/2008 (ΦΕΚ 77Α’/7.5.2008) επήλθαν ορισμένες τροποποιήσεις στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), οι οποίες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του ίδιου νόμου ισχύουν από 8/6/2008, εκτός εάν στις επιμέρους ως άνω διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.
Από την ίδια ως άνω ημερομηνία καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα στα οποία αναφέρεται ο νέος νόμος.
Τις παραπάνω διατάξεις (άρθρα 1 έως 37 και 82) του νέου νόμου σας κοινοποιούμε για ενημέρωσή σας, επισημαίνοντας ιδιαιτέρως τις κατωτέρω μεταβολές που σχετίζονται με τον έλεγχο και την μετ’ έλεγχο διαδικασία:
1. Με τις διατάξεις του άρθρου 5 του νέου νόμου προστίθεται, μεταξύ άλλων μεταβολών, νέα παράγραφος 2 στο άρθρο 54 του ν. 2717/1999, με την οποία αντιμετωπίζονται θέματα επιδόσεων σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής. Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, οι επιδόσεις στα πρόσωπα που κατά το χρόνο της επίδοσης είναι άγνωστης διαμονής γίνονται, όταν δεν υπάρχει αντίκλητος, στο δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας:
• της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής τους ή
• της έδρας της αρχής που εξέδωσε την πράξη, αν δεν υπάρχει γνωστή κατοικία ή διαμονή.
Σημειώνεται ότι για το θέμα αυτό είχε εκδοθεί και εφαρμοζόταν μέχρι τώρα η αριθ. 307/2001 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. (σχετ. εγκ. ΠΟΛ. 1244/2001), με την οποία αντιμετωπίζονταν ήδη κατά τον ίδιο τρόπο τα παραπάνω.
2. Με τις διατάξεις του άρθρου 6 αντικαθίσταται η περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του ν. 2717/1999 και πλέον προβλέπεται ρητά, προς άρση αμφισβητήσεων, ότι για τη θυροκόλληση επιδοτέου εγγράφου επί μη ανεύρεσης του προσώπου το οποίο αφορά η επίδοση, απαιτείται η αναζήτηση του προσώπου αυτού διαζευκτικά στην κατοικία ή στο χώρο εργασίας του και όχι σωρευτικά στους παραπάνω χώρους.
3. Με τις διατάξεις του άρθρου 10 επέρχονται μεταβολές στο άρθρο 92 του ν. 2717/1999 ως προς το όριο του ποσού των χρηματικών διαφορών, προκειμένου να ασκηθεί έφεση στις σχετικές πρωτόδικες αποφάσεις. Ειδικότερα, επί χρηματικών φορολογικών διαφορών, σε έφεση υπόκεινται πλέον οι αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων, αν το ποσό της κατά περίπτωση χρηματικής διαφοράς του κύριου φόρου βάσει των αποφάσεων αυτών, όπως η έννοια της διαφοράς αυτής ορίζεται επακριβώς από τις διατάξεις του άρθρου 92, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ (αντί του προϊσχύοντος ποσού των 200.000 δρχ.). Συνεπώς, για τις πρωτόδικες οριστικές αποφάσεις που δημοσιεύονται από 8/6/2008 και μετά ισχύουν πλέον οι προαναφερόμενες διατάξεις.
Περαιτέρω, με τις νέες διατάξεις θεσπίζεται νέα περίπτωση πέραν των περιπτώσεων που ήδη προβλέπονταν (παρ. 4 άρθ. 92), για την οποία επιτρέπεται πάντοτε να ασκηθεί έφεση και συγκεκριμένα ορίζεται ότι επιτρέπεται πάντοτε να ασκηθεί έφεση επί προστίμων για παράβαση διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ανεξάρτητα από το ύψος του προστίμου, εφόσον όμως προβάλλεται από το διάδικο και προκύπτει κατά τρόπο συγκεκριμένο, ότι η επίλυση της διαφοράς έχει για αυτόν ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις.
4. Με τις διατάξεις του άρθρου 12 προστίθεται νέο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 126 του ν. 2717/1999, με βάση το οποίο επί φορολογικών διαφορών προβλέπεται πλέον δυνατότητα κατάθεσης της προσφυγής και στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο αυτή απευθύνεται και όχι μόνο στην αρμόδια φορολογική αρχή, όπως ίσχυε με το προγενέστερο καθεστώς. Περαιτέρω, η γραμματεία του κατά τα ανωτέρω δικαστηρίου διαβιβάζει την προσφυγή στην αρμόδια φορολογική αρχή, προκειμένου αυτή στη συνέχεια να αποστείλει στο δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η προσφυγή το σχετικό διοικητικό φάκελο κατά τις διατάξεις των άρθρων 129 και 149 του ν. 2717/1999 (σχετ. και η εγκ. ΠΟΛ. 1211/1999).
Διευκρινίζεται ότι, εφόσον με το δικόγραφο της προσφυγής υποβάλλεται και πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς, θα πρέπει μόλις η προσφυγή παραλαμβάνεται από την αρμόδια φορολογική αρχή να ορίζεται αρμοδίως σχετική ημερομηνία συζήτησης, σε περίπτωση δε που επέρχεται ολική ή μερική επίλυση της διαφοράς, η αρμόδια φορολογική αρχή θα πρέπει να ενημερώνει σχετικά τη γραμματεία του οικείου δικαστηρίου για τις περαιτέρω ενέργειές της, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή η προσφυγή που ασκήθηκε δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ή ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά.
5. Με τις διατάξεις του άρθρου 14 επέρχονται μεταβολές στο άρθρο 127 του ν. 2717/1999 επί θεμάτων ορισμού δικασίμου. Έτσι, στις φορολογικές εν γένει διαφορές ο φορολογούμενος μπορεί πλέον να ζητήσει τον ορισμό δικασίμου και πριν από τη διαβίβαση στο δικαστήριο της προσφυγής από την αρμόδια φορολογική αρχή. Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται η σχετική διαδικασία.
6. Τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 35 αναπροσαρμόζεται το ύψος των ποσών περιπτώσεων παραβόλου που ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 277 του ν. 2717/1999 και ρυθμίζονται λοιπά σχετικά θέματα.