ΕΤΕ: Σε υψηλά επίπεδα θα παραμείνει ο δομικός πληθωρισμός

Τρίτη, 02 Σεπτεμβρίου 2008 13:34

Μολονότι η Ελλάδα διανύει τον όγδοο χρόνο της εντός της ΟΝΕ, η διαφορά πληθωρισμού από το μέσο όρο της ευρωζώνης παραμένει σημαντική – υπερβαίνοντας τη μια ποσοστιαία μονάδα, επισημαίνει η Διεύθυνση Σχεδιασμού και Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ).

Παρά την αξιοσημείωτη βελτίωση της παραγωγικότητας κυρίως στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος στο 92% της ευρωζώνης, ο ελληνικός πληθωρισμός δεν εμφανίζει τάση σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκεκριμένα ο μέσος πληθωρισμός στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία ήταν 3,4% ήτοι 1,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Ακόμη σημαντικότερη, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της ΕΤΕ, περίπου 1,3 ποσοστιαίες μονάδες είναι η διαφορά των δομικών πληθωρισμών (όπως υπολογίζονται από τον ρυθμό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή εξαιρουμένης της επίδρασης των τιμών της ενέργειας και των μη επεξεργασμένων τροφίμων) η οποία αντανακλά σε μεγαλύτερο βαθμό την επίδραση διαρθρωτικών και άλλων παραγόντων στις πληθωριστικές πιέσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία μας.

Η διερεύνηση των παραγόντων που τροφοδοτούν τις πληθωριστικές πιέσεις στην ελληνική οικονομία καθίσταται ακόμη περισσότερο επίκαιρη δεδομένου του πρωτοφανούς –για την τελευταία 25-ετία—επιπέδου των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών του πετρελαίου και των τροφίμων. H αύξηση των τιμών της ενέργειας κατά 24% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο 7μηνο του έτους σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των τιμών των τροφίμων κατά 5½ % εκτιμάται ότι προσέθεσαν περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες στον ετήσιο ρυθμό μεταβολής του ΔΤΚ οδηγώντας τον κοντά στο 5% τους τελευταίους 3 μήνες. Δεδομένου ότι η εμπειρία δείχνει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις μετακυλίονται σταδιακά στο δομικό πληθωρισμό, οι ανησυχίες για το εύρος των επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία ενισχύονται.

Από την εμπειρική ανάλυση της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ προκύπτει ότι η αύξηση στον εγχώριο δομικό πληθωρισμό από μια ενδεχόμενη αύξηση των τιμών του πετρελαίου της τάξης του 10% είναι κατά 40% υψηλότερη στην Ελλάδα σε σύγκριση με την ευρωζώνη ενώ οι πληθωριστικές επιδράσεις διαρκούν για σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου η αύξηση των τιμών του πετρελαίου κατά 42% σε ευρώ σε ετήσια βάση το τελευταίο εξάμηνο εκτιμάται ότι προσέθεσε 0,7 ποσοστιαίες μονάδες στο δομικό πληθωρισμό συγκριτικά με 0,4 στην ευρωζώνη. Ως εκ τούτου ο δομικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3,7% στο 2ο τρίμηνο του έτους και αναμένεται να κορυφωθεί στο 4ο τρίμηνο του 2008, οπότε εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 4,2%, ενώ η διαφορά από τον αντίστοιχο πληθωρισμό της ευρωζώνης θα ξεπεράσει τις 1,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Η ανάλυση καταδεικνύει ότι η ισχύς και η διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων στην ελληνική οικονομία απορρέει από τους ακόλουθους παράγοντες:

- Την ισχυρή εγχώρια ζήτηση, η οποία αποτυπώνεται στο θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας (που συνίσταται από τη διαφορά του πραγματοποιηθέντος από το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης) και το οποίο ανερχόταν στις 1,4 ποσοστιαίες μονάδες κατά το 2007 σε σύγκριση με περίπου μηδέν στην ευρωζώνη .

- Τον υψηλό βαθμό εξάρτησης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας από την χρήση πετρελαίου τόσο σε οικιακό αλλά κυρίως σε επίπεδο βιομηχανικής παραγωγής.

- Τις διαρθρωτικές ακαμψίες τόσο των αγορών προϊόντων και αγαθών όσο και της αγοράς εργασίας οι οποίες ενισχύουν τη μετακύλιση των πληθωριστικών επιδράσεων στην οικονομία.

Σημαντικό εύρημα της εμπειρικής ανάλυσης είναι ότι άνω του ημίσεος της διαφοράς πληθωρισμών μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης μπορεί να αποδοθεί στην επίδραση διαρθρωτικών παραγόντων ενώ η υπερβάλλουσα ζήτηση και οι ανατιμήσεις ενέργειας ευθύνονται για το υπόλοιπο της διαφοράς. Ως εκ τούτου η ανάγκη για περισσότερες μεταρρυθμίσεις είναι επιτακτική ώστε να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση τροφοδοτούμενη, μεταξύ άλλων, από τις επεκτατικές νομισματικές συνθήκες ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις

Η σημαντική μείωση των πραγματικών επιτοκίων που συνόδευσε την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη σε συνδυασμό με το σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον και την αλματώδη ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης που έλαβαν χώρα κατά την ίδια περίοδο, τροφοδότησαν την εγχώρια ζήτηση καθώς και τον πληθωρισμό. Ειδικότερα, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να απολαμβάνει πιο επεκτατικές νομισματικές συνθήκες συγκριτικά με το μέσο όρο της ευρωζώνης καθώς η ΕΚΤ ασκεί τη νομισματική πολιτική βάσει των μακροοικονομικών συνθηκών που επικρατούν κατά μέσο όρο στο σύνολο των χωρών της ευρωζώνης. Δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από ένα θετικό παραγωγικό κενό της τάξης του 1.4% συγκριτικά με 0.3% για την ευρωζώνη και από μια πληθωριστική απόκλιση υψηλότερη της μιας ποσοστιαίας μονάδας από την ευρωζώνη, το τρέχον μέσο επιτόκιο της ΕΚΤ είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό που υπαγορεύουν οι εγχώριες μακροοικονομικές συνθήκες (κατά περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες).

Ο υψηλός βαθμός ενεργειακής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τη χρήση πετρελαίου την εκθέτει σε μεγαλύτερο βαθμό στις ανατιμήσεις των διεθνών τιμών του πετρελαίου

Η μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια των πληθωριστικών επιπτώσεων από τις πετρελαϊκές ανατιμήσεις στην ελληνική οικονομία αντανακλά το γεγονός ότι η κατανάλωση πετρελαίου αντιστοιχεί σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό του εγχώριου ΑΕΠ σε σύγκριση με την ευρωζώνη (9.8% συγκριτικά με 6.6%). Ειδικότερα η αξία του καταναλισκόμενου πετρελαίου ανά ευρώ προστιθέμενης αξίας στην ελληνική βιομηχανία είναι από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη (υπερβαίνοντας κατά 50% το μ.ο της ευρωζώνης). Ο αντίστοιχος λόγος για τον τομέα των υπηρεσιών είναι ο υψηλότερος στην ευρωζώνη αντανακλώντας το σημαντικό ρόλο του ενεργοβόρου τομέα των μεταφορών στην ελληνική οικονομία (δεδομένης και της μεγάλης βαρύτητας της ακτοπλοΐας, του ανεπαρκώς ανεπτυγμένου σιδηροδρομικού δικτύου όπως και των αδυναμιών στο δίκτυο μαζικών μεταφορών) ο οποίος συνδέεται επίσης και με την τουριστική δραστηριότητα στην χώρα μας. Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή ηλεκτρισμού όπου η χρήση πετρελαίου υπερβαίνει κατά 30% το μ.ο. της ευρωζώνης. Φυσικό επακόλουθο αυτής της εξάρτησης είναι οποιαδήποτε ανατίμηση των τιμών του πετρελαίου να μετακυλίεται με μεγαλύτερη ένταση στις τιμές ενός ευρύτερου πλέγματος αγαθών και υπηρεσιών.

Οι διαρθρωτικές ακαμψίες στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις…

Η εμπειρική ανάλυση της ΕΤΕ καταδεικνύει ότι η ισχυρή εγχώρια ζήτηση και η ένταση χρησιμοποίησης πετρελαίου στην ελληνική οικονομία, αν και σημαντικές, εξηγούν λιγότερο από το ήμισυ της μέσης πληθωριστικής διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης. Το υπόλοιπο αποδίδεται στις διαρθρωτικές ακαμψίες που χαρακτηρίζουν τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών όσο και την εγχώρια αγορά εργασίας.

Συγκριμένα διαπιστώνεται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις επωφελούμενες τόσο από την ισχυρή ζήτηση όσο και τις συνθήκες ελλιπούς ανταγωνισμού σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας αύξησαν σημαντικά τα περιθώρια κέρδους τους ακόμη και σε τομείς όπου η επενδυτική δραστηριότητα και οι εξελίξεις στην παραγωγικότητα και την αμοιβή της εργασίας δεν το δικαιολογούσαν. Η τιμολογιακή ισχύς των ελληνικών επιχειρήσεων αντανακλάται τόσο στο ρυθμό αύξησης του μεικτού περιθωρίου κέρδους (mark-up) όσο και στο επίπεδο της κερδοφορίας τους (όπως προσεγγίζεται με βάση τον λόγο του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος κάθε κλάδου ως ποσοστό της αξίας του κεφαλαίου), τα οποία αυξήθηκαν με ρυθμό 50% υψηλότερο από την ευρωζώνη κατά την τελευταία οκταετία. Η τιμολογιακή ισχύς ήταν ακόμη υψηλότερη σε κλάδους των υπηρεσιών που εκ φύσεως είναι προστατευμένοι από τον διεθνή ανταγωνισμό (όπως οι μεταφορές, το χονδρικό εμπόριο, ο κλάδος εστίασης και άλλες υπηρεσίες σε νοικοκυριά) όπου τα περιθώρια κέρδους αυξήθηκαν με ρυθμό υπερδιπλάσιο από τον εκτιμώμενο μέσο όρο της ευρωζώνης. Οι πληθωριστικές επιδράσεις από την τιμολογιακή συμπεριφορά αυτών των κλάδων – οι οποίοι αντιστοιχούν σε ένα υψηλότερο ποσοστό της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας συγκριτικά με την ευρωζώνη — διευκόλυνε τη μετάδοση των πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία.

…όπως και οι στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας

Παράλληλα το σχετικά κεντρικοποιημένο σύστημα διαπραγμάτευσης της ελληνική αγοράς εργασίας σε συνδυασμό με το υψηλό μη μισθολογικό κόστος και άλλες στρεβλώσεις (πχ κλειστά επαγγέλματα) εμπόδισαν την παρατηρούμενη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας την τελευταία δεκαετία να μεταφραστεί σε μείωση των πληθωριστικών πιέσεων. Συγκεκριμένα οι βελτιώσεις στη μέση παραγωγικότητα της οικονομίας υπερκαλύφθηκαν από τις πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις -- σε αντίθεση με την ευρωζώνη -- οι οποίες ήταν μάλιστα σχεδόν ομοιόμορφες για το σύνολο της οικονομίας, ανεξαρτήτως της συνεισφοράς των επιμέρους κλάδων στη βελτίωση της παραγωγικότητας. Έτσι οι πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις στον ιδιαίτερα παραγωγικό μεταποιητικό κλάδο υπολείπονταν της παραγωγικότητας (αντανακλώντας και την πίεση που ασκεί ο διεθνής ανταγωνισμός) ενώ στις υπηρεσίες υπερκέρασαν κατά πολύ την παραγωγικότητα. Απόρροια των παραπάνω ήταν το μοναδιαίο κόστος ανά μονάδα εργασίας να αυξάνει την τελευταία δεκαετία με ρυθμό διπλάσιο από αυτόν της ευρωζώνης τροφοδοτώντας τον φαύλο κύκλο πληθωρισμού-μισθολογικών αυξήσεων.

Οι πληθωριστικές πιέσεις θα περιοριστούν σταδιακά αλλά ο δομικός πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός...

Το βασικό μας σενάριο για τον πληθωρισμό προβλέπει σταδιακή αποκλιμάκωση στο ρυθμό μεταβολής του ΔΤΚ στο 3ο και κυρίως 4ο τρίμηνο του έτους στο 4% περίπου, το οποίο συνεπάγεται μέσο ετήσιο πληθωρισμό της τάξης του 4,4% το 2008 και επιβράδυνσή του στο 3,4% το 2009. Ο δομικός όμως πληθωρισμός θα επιταχυνθεί στο 4,2% στο 4ο τρίμηνο του έτους και θα παραμείνει σε υψηλό επίπεδο (3,7% κατά μέσο όρο) για όλο το 2009 αντανακλώντας το ρόλο των προαναφερθέντων παραγόντων στη μετάδοση των πληθωριστικών πιέσεων στην ελληνική οικονομία.

Οι παραπάνω προβλέψεις προκύπτουν από το εμπειρικό μας υπόδειγμα με βάση τις ακόλουθες εκτιμήσεις:

i) αποκλιμάκωση και σταθεροποίηση των τιμών του πετρελαίου στα 70 ευρώ (ή στα 100 δολάρια) το βαρέλι από το 4ο τρίμηνο του έτους και για όλο το 2009, ii) περιορισμό του παραγωγικού κενού στο 0,9% το 2008 και στο 0,2% το 2009, iii) επιβράδυνση του πληθωρισμού τροφίμων στο μέσο όρο δεκαετίας τους που είναι 3,5% κατά το 4o τρίμηνο του 2008 συγκριτικά με 6½ % στο δεύτερο τρίμηνο του 2008 και iv) μερική ανάκαμψη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης από το χαμηλό δεκαετίας στο οποίο βρέθηκε στο 2ο τρίμηνο του 2008.

… επιβάλλοντας ένα σημαντικό τίμημα σε όρους οικονομικής ανάπτυξης

Η σημαντική ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων το τελευταίο οκτάμηνο συνεπάγεται ένα σημαντικό τίμημα σε όρους οικονομικής ανάπτυξης καθώς εξασθενεί την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα και την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ παράλληλα περιορίζει και την επιχειρηματική δραστηριότητα αυξάνοντας το λειτουργικό κόστος και επιδεινώνοντας τις προοπτικές ζήτησης.

Παράλληλα είναι πιθανό η εκλαμβανόμενη από τα νοικοκυριά μείωση στο διαθέσιμό τους εισόδημα να είναι υψηλότερη από την υπολογιζόμενη με βάση το ρυθμό μεταβολής του ΔΤΚ. Με βάση τον εκτιμώμενο από τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ δείκτη εκλαμβανόμενου πληθωρισμού ο οποίος απαρτίζεται από προϊόντα και υπηρεσίες που αγοράζονται με μεγαλύτερη συχνότητα, και επομένως επιδρούν περισσότερο στην πληθωριστική ψυχολογία, τα νοικοκυριά με χαμηλότερο από το μέσο όρο εισόδημα έχουν την αίσθηση ενός πληθωρισμού περίπου κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερου από τoν επίσημα υπολογιζόμενο, με αρνητικές συνέπειες για την πραγματική εσωτερική ζήτηση στην ελληνική οικονομία. Συνεκτιμώντας την επίδραση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα της ισχυρής ανόδου του πραγματικού όσο και του εκλαμβανόμενου πληθωρισμού, κατά το τελευταίο οκτάμηνο, καθώς και την αναμενόμενη πορεία τους μέχρι το τέλος του 2009, εκτιμάται ότι η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης θα ανέλθει στη μία ποσοστιαία μονάδα φέτος και στις 0,7 ποσοστιαίες μονάδες το 2009. Με βάση τα παραπάνω διατηρούμε σταθερές τις προβλέψεις μας (του Μαρτίου 2008) για το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ο οποίος αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3,3% το 2008 και να επιβραδυνθεί στο 2,7% το 2009 σε σύγκριση με 1,4% και 1,0% αντιστοίχως για την ευρωζώνη.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα