Διαχρονικό «βαρίδι» του Χ.Α. η χαμηλή αξία συναλλαγών

Άπιαστο όνειρο καθιστά τις 900 μονάδες η ρηχότητα της αγοράς
Τετάρτη, 26 Οκτωβρίου 2022 21:00
Eurokinissi/ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ

Από την έντυπη έκδοση

Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]

Το άλυτο πρόβλημα του ελληνικού Χρηματιστηρίου από τη δραχμή μέχρι σήμερα -εάν εξαιρέσουμε το καλοκαίρι του 1999- είναι ότι στην πλειονότητα των μετοχών γίνονται εξαιρετικά χαμηλές συναλλαγές. 

Σε σύνολο 151 μετοχών (έναντι 370 τη φούσκα του ’99), μόνο σε 10 μετοχές (4 τράπεζες και 6 εμποροβιομηχανικές μετοχές) του FTSE 25 συγκεντρώνονται τζίροι και όγκοι συναλλαγών.

Οι ενεργοί κωδικοί όλα τα τελευταία χρόνια έχουν παγιωθεί μεταξύ των 15 και 35 χιλιάδων, ενώ περίπου το 85% αυτών διαθέτει χαρτοφυλάκια έως 3.000 ευρώ. Ελάχιστοι είναι οι κωδικοί που διαθέτουν χαρτοφυλάκια έως 9.000 ευρώ. Οι ενεργοί κωδικοί του Σεπτεμβρίου ήταν μόλις 17.781, λιγότεροι δηλαδή από τον Αύγουστο (18.268), έναν κατεξοχήν χαλαρό από πλευράς τζίρου μήνα. Από αυτούς, οι 17.170 ήταν εγχώριοι κωδικοί και οι 611 αλλοδαποί. Ενεργός κωδικός λογίζεται αυτός που έκανε έστω και μία κίνηση μέσα στον μήνα.

Το σύνολο των κωδικών που έχουν έστω και κάποιο μικρό υπόλοιπο στο Χ.Α., έστω και αν έχουν 5, 10 ή 15 χρόνια να κάνουν κίνηση, είναι 494.221, ενώ οι αλλοδαποί με υπόλοιπα είναι 9.470. Έτσι, το σύνολο των κωδικών που υπάρχουν ακόμη στο ελληνικό Χρηματιστήριο είναι 503.691, αλλά από αυτούς ένα ελάχιστο ποσοστό διαθέτουν πραγματική παρουσία. 

Το πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς, υπήρχαν προσδοκίες για μια σημαντική αύξηση της μέσης ημερήσιας αξίας των συναλλαγών, που είχε τονωθεί το 2021 στα 71 εκατ. ευρώ, από 64,9 εκατ. το 2020. Πράγματι, το πρώτο τρίμηνο έκλεισε με τη μέση ημερήσια αξία στα 95 εκατ. ευρώ, ενώ για το εξάμηνο μειώθηκε ελαφρώς, στα 90 εκατ. ευρώ, ποσό που αν μπορούσε να κρατηθεί για το σύνολο του έτους, θα οδηγούσε σε μια θεαματική αύξηση των συναλλαγών σχεδόν κατά 30%.

Όμως, από τον Ιούλιο η ρευστότητα της αγοράς άρχισε να στεγνώνει: ο μέσος ημερήσιος τζίρος υποχώρησε απότομα στα 51 εκατ. ευρώ, ενώ τον Αύγουστο ήταν στα 56,7 εκατ. ευρώ και τον Σεπτέμβριο διαμορφώθηκε στα 59,8 εκατ. ευρώ. Τις τρεις εβδομάδες του Οκτωβρίου, οι μέσες συναλλαγές υποχώρησαν εκ νέου, έχοντας κατέλθει κάτω από τα 50 εκατ. ευρώ. 

Με τις υπάρχουσες συνθήκες, και να ήθελε η αγορά να διασπάσει τις 900 μονάδες και να προσεγγίσει τις 1.000 μονάδες είναι αδύνατο, όταν η καθαρή αξία συναλλαγών δεν μπορεί να υπερβεί τα 60 με 70 εκατ. ευρώ. Γι’ αυτό επικρατεί αναβρασμός στα χρηματιστηριακά γραφεία όπου συζητούνται νέες συγχωνεύσεις και πωλήσεις εταιρειών, καθώς «στεγνώνουν» από ρευστότητα. 
 

Η υποβάθμιση από MSCI

Η υποβάθμιση της χρηματιστηριακής αγοράς στις αναπτυσσόμενες, το 2013 -εκτός των άλλων κακών που δημιούργησε-, στέρησε από το Χρηματιστήριο σημαντικά θεσμικά χαρτοφυλάκια, ενώ τα κατάλοιπα από τη φούσκα του ’99 δυστυχώς ταλαιπωρούν ακόμη νοοτροπίες, επενδυτικές συνειδήσεις και κουλτούρες. Το ελληνικό χρηματιστήριο μεταλλάχθηκε τα τελευταία χρόνια σε μία ρηχή αγορά. Ένα πρόσθετο πρόβλημα είναι ότι μετά το... κάψιμο της χρηματιστηριακής γενιάς του ’99 δεν «χτίστηκε» νέα γενιά επενδυτών και η συμμετοχή των millennials είναι μηδαμινή. 
 

Χωρίς ξένες εισροές

Ο κυριότερος λόγος που οι θεσμικοί επενδυτές αποφεύγουν μεγάλες θέσεις στο ελληνικό Χρηματιστήριο είναι το γεγονός ότι η αγορά μας δεν έχει βάθος. Εν ολίγοις, οι διεθνείς επενδυτές φοβούνται ότι σε περίπτωση ενός συστημικού κινδύνου που αλλάξει άρδην το κλίμα στις αγορές και τη διάθεση για ρίσκο, θα κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν στο ελληνικό Χρηματιστήριο.

Ταυτόχρονα ο χαμηλός δείκτης εμπορευσιμότητας (αριθμός μετοχών που είναι διαθέσιμες προς διαπραγμάτευση) μπλοκάρει τα ξένα funds να προχωρήσουν σε προσυμφωνημένες συναλλαγές αποκτώντας απλώς θέση βασικού μετόχου (5% και άνω). 



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα