«Είναι η οικονομία, ηλίθιε» ήταν το συνεχές ρεφρέν του Τζέιμς Κάρβιλ, «στρατηγού» της προεκλογικής εκστρατείας του Μπιλ Κλίντον όταν μιλούσε με άλλα στελέχη το 1992. Τριάντα χρόνια μετά, παραμένει μια αξιοπρεπής συμβουλή προς πολιτικούς. Προς επιβεβαίωση ρωτήστε την Λιζ Τρας και τον Κουάσι Κουάρτενγκ...
Μελέτη αναλυτών σε 30 ευρωπαϊκές χώρες δείχνει ότι δεν έχει σημασία αν μια κυβέρνηση είναι αριστερή ή δεξιά. Ό,τι κι αν είναι, η καρέκλα μιας οικονομικής κρίσης είναι «ηλεκτρική» για τους πολιτικούς
Πόσο δίκαιο είναι αυτό; Είναι όντως οι κυβερνήσεις αυτές που ασκούν τον οικονομικό έλεγχο τελικά; Εξαρτάται από το πώς εννοούμε τον όρο έλεγχο, σχολιάζει ο οικονομικός αναλυτής Ντάνκαν Γουέλντον στον Guardian.
Μια κυβέρνηση μπορεί να τακτοποιήσει τα οικονομικά της με μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ικανότητας, αλλά σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να αλλάξει την κατεύθυνση του ανέμου, λέει ο Γουέλντον.
Άλλες φορές οι πολιτικοί είναι τυχεροί και άλλες όχι. Μερικές φορές απλώς δεν πετυχαίνουν τίποτα.
Παρά τη σημασία της οικονομίας στο μυαλό των ψηφοφόρων, η γενική τάση τις τελευταίες δεκαετίες είναι οι κυβερνήσεις να εγκαταλείπουν την οικονομική εξουσία αντί να αναλάμβάνουν περισσότερη.
Ο έλεγχος των επιτοκίων –το βασικό εργαλείο για τη διαχείριση των οικονομικών διακυμάνσεων, έχει παραδοθεί στους τεχνοκράτες των Κεντρικών Τραπεζών. Αυτός είναι πλέον ο κανόνας της σύγχρονης οικονομικής ορθοδοξίας
Η θεωρία πίσω από αυτήν την φαινομενικά αντιδημοκρατική διευθέτηση είναι ότι δεν μπορείς να εμπιστευθείς τους πολιτικούς. Εύκολα, θα μπουν στον πειρασμό να μειώσουν τα επιτόκια, τους φόρους ή να αυξήσουν τις δαπάνες πριν από τις εκλογές, για να κερδίσουν την εύνοια των ψηφοφόρων.
Παράλληλα θα παρακαμψουν ή θα καθυστερήσουν τις δύσκολες αποφάσεις, όπως η αύξηση του κόστους δανεισμού προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός.
Σε αντίθεση, οι τεχνοκράτες αδιαφορούν αν λαμβάνουν αποφάσεις που μπορεί να προκαλέσουν...πόνο στους πολίτες, αλλά θα εξομαλύνουν μακροπρόθεσμα ένα στρεβλό οικονομικό κλίμα.
Χαρακτηριστικό της δύναμής τους είναι ότι ακόμη και η πρόθεσή τους να αυξήσουν τα επιτόκια μπορεί να είναι αρκετή για να μειωθεί ο πληθωρισμός, χωρίς την ανάγκη να ληφθεί το μέτρο.
Αλλά και η ελευθερία μιας κεντρικής τράπεζας είναι επίσης πεπερασμένη.
Η Βρετανία για παράδειγμα, είναι μια σχετικά μικρή, ανοιχτή οικονομία. Μπορεί να είναι η πέμπτη ή η έκτη μεγαλύτερη στον κόσμο αλλά εξακολουθεί να είναι ένα απλό κλάσμα του συνολικού παγκόσμιου ΑΕΠ. Εάν άλλες κεντρικές τράπεζες –όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα– αυξήσουν τα επιτόκια, τότε η Τράπεζα της Αγγλίας είναι σχεδόν υποχρεωμένη να ακολουθήσει. Σε αντίθετη περίπτωση θα καταστήσει τη λίρα λιγότερο ελκυστική για τους διεθνείς επενδυτές, προκαλώντας πτώση της αξίας της και αύξηση της τιμής των εισαγόμενων αγαθών όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα.
Ακόμα κι αν οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν ελέγχουν τη νομισματική τους πολιτική, εξακολουθούν σε γενικές γραμμές να έχουν τον έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής – των κρατικών δαπανών και της φορολογίας. Κι εδώ, υπό περιορισμούς. Τα περιθώρια για δημοσιονομικούς ελιγμούς δεν είναι απεριόριστα.
Οι κυβερνήσεις υπερεκτιμούν το πόσο μπορούν να αλλάξουν την οικονομία μιας χώρας βραχυπρόθεσμα, και υποτιμούν - ή και αδιαφορούν- για τον τον πιθανό αντίκτυπο μακροπρόθεσμα, αφού προσβλέπουν στις επόμενες εκλογές, υπενθυμίζει ο Γουέλντον
Εκεί κάπου, καιροφυλαχτεί μια Κεντρική Τράπεζα, για να βάλει τα πράγματα στην θέση τους....
naftemporiki.gr