Το πρώτο πράγμα που εκπλήσσει κάποιον όταν παρακολουθεί τις αντιδράσεις στη χρηματοπιστωτική κρίση είναι ότι κανείς δεν ξέρει πραγματικά τι πρέπει να γίνει. Η αβεβαιότητα αυτή αποτελεί μέρος του παιχνιδιού: ο τρόπος που θα αντιδράσει η αγορά εξαρτάται όχι μόνο από την εμπιστοσύνη που θα δείξουν οι συμμετέχοντες στις κυβερνητικές παρεμβάσεις, αλλά και από την εμπιστοσύνη που πιστεύουν ότι μπορούν να εμπνεύσουν σε άλλους συμμετέχοντες. Είμαστε έτσι υποχρεωμένοι να κάνουμε επιλογές χωρίς να διαθέτουμε τις γνώσεις που θα μας επέτρεπαν να κάνουμε μια σοφή επιλογή. Oπως το θέτει ο Τζον Γκρέι: «Είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε σαν να ήμασταν ελεύθεροι».
Καθώς δεν παύουν να μας επαναλαμβάνουν ότι η εμπιστοσύνη παίζει αποφασιστικό ρόλο, θα πρέπει να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό η αμερικανική κυβέρνηση αύξησε με τις παρεμβάσεις της τον κίνδυνο που προσπαθεί να αντιμετωπίσει. Αξίζει να συγκρίνουμε τη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο πρόεδρος Μπους στην ομιλία του προς τον αμερικανικό λαό μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τη γλώσσα που χρησιμοποίησε μετά την κατάρρευση των αγορών: θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για δύο εκδοχές του ίδιου λόγου.
Και στις δύο περιπτώσεις, γράφει ο σλοβένος φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ (φωτογραφία) στη «Monde», ο αμερικανός πρόεδρος αναφέρθηκε στην απειλή προς το «American way of life» και στην ανάγκη να υπάρξει άμεση και αποφασιστική αντίδραση για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής. Και στις δύο περιπτώσεις, ζήτησε να εγκαταλειφθούν προσωρινά οι αμερικανικές αξίες προκειμένου να σωθούν οι ίδιες αυτές αξίες. Να είναι άραγε αυτό το παράδοξο αναπόφευκτο;
Η πίεση να «κάνουμε κάτι» μοιάζει με την τάση που έχει ένας προληπτικός να κάνει μια χειρονομία όταν παρακολουθεί μια διαδικασία στην οποία δεν έχει καμιά επιρροή. Μερικές φορές, επίσης, κάνουμε κάτι, ώστε να μη σκεφθούμε και να μη συζητήσουμε αυτό που κάνουμε. Οπως, για παράδειγμα, ότι διαθέτουμε 700 δισεκατομμύρια δολάρια, αντί να αναρωτηθούμε πώς φτάσαμε μέχρι εδώ.
Η αντίσταση στο σχέδιο Πόλσον πήρε τη μορφή μιας «πάλης των τάξεων»: το Χρηματιστήριο, η Ουολ Στριτ, εναντίον του Δρόμου, της Μέιν Στριτ. Γιατί να βοηθήσουμε τους υπεύθυνους της κρίσης («Ουολ Στριτ»), αναγκάζοντας τους απλούς δανειστές («Μέιν Στριτ») να πληρώσουν το κόστος; Δεν έχουμε εδώ το κλασσικό παράδειγμα του «ηθικού κινδύνου» για τον οποίο μιλά η οικονομική θεωρία; Ισως ο Μάικλ Μουρ να γράψει μια δημόσια επιστολή με την οποία θα χαρακτηρίζει το σχέδιο «λεηλασία του αιώνα». Αυτή η απροσδόκητη σύγκλιση της Αριστεράς και των συντηρητικών Ρεπουμπλικανών είναι αξιοσημείωτη.
Είναι όμως πράγματι το σχέδιο Πόλσον «σοσιαλιστικό»; Και είναι σωστό να γίνεται αποδεκτό ένα «σοσιαλιστικό» σχέδιο, μόνο όταν είναι να σώσει τον καπιταλισμό;
Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα ίσως να είναι ότι ο «ηθικός κίνδυνος» ανήκει στη θεμελιώδη δομή του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, στο καπιταλιστικό σύστημα είναι αδύνατο να διαχωρίσει κανείς την ευημερία της Μέιν Στριτ από εκείνη της Ουολ Στριτ.
Αν οι ρεπουμπλικανοί «αντάρτες» που αντιτίθενται στο σχέδιο συμπεριφέρονται λάθος για τους σωστούς λόγους, οι υπέρμαχοι του σχεδίου συμπεριφέρονται σωστά για τους λάθος λόγους. Αυτό που είναι καλό για τη Ουολ Στριτ δεν είναι κατ' ανάγκη καλό για τη Μέιν Στριτ. Αλλά η Μέιν
Στριτ δεν μπορεί να πάει καλά αν η Ουολ Στριτ πάει άσχημα. Είναι φανερό ότι αυτή η ασυμμετρία δίνει ένα πλεονέκτημα στην Ουολ Στριτ.
Ολα αυτά δείχνουν ότι δεν υπάρχει ουδέτερη αγορά: η δράση της καθορίζεται από πολιτικές αποφάσεις. Το πραγματικό δίλημμα, κατά συνέπεια, δεν είναι αν το Κράτος πρέπει ή όχι να παρεμβαίνει, αλλά με ποια μορφή πρέπει να το κάνει.
Πηγή: Le Monde, ΑΠΕ-ΜΠΕ