Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Δεν έχει τέλος η ρητορική για ακόμη πιο επιθετικές επιτοκιακές αυξήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αφότου τα υψηλότερα του αναμενομένου στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ καταδεικνύουν ότι οι μέχρι τώρα προσπάθειες δεν έχουν αποδώσει καρπούς.
Στον τραπεζικό κόσμο, την ίδια στιγμή, έντονες ανησυχίες προκαλούν τα σχέδια της ΕΚΤ να καταστήσει πιο αυστηρούς τους κανόνες που διέπουν τραπεζικά δάνεια ύψους τρισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία είχαν δοθεί σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την ενίσχυση της ρευστότητας. Για συνέχιση της σημερινής αυστηρής νομισματικής πολιτικής καλεί και το ΔΝΤ, παρότι αναγνωρίζει τον αυξημένο κίνδυνο ύφεσης, με τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, να παραδέχεται δημοσίως ότι η χώρα του έπαψε να είναι η «ατμομηχανή» της ανάπτυξης.
Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ παραμένει κολλημένος στα ύψη, καθώς τον Σεπτέμβριο διαμορφώθηκε στο 8,2% από 8,3% τον Αύγουστο και έναντι εκτιμήσεων για 8,1%, με τον δομικό να εκτινάσσεται στο 6,6%, στο υψηλότερο επίπεδο από το 1982, με βάση τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν χθες. Τα νούμερα αυτά επαναφέρουν στο τραπέζι την προοπτική ακόμη και μίας επιτοκιακής αύξησης κατά μία ποσοστιαία μονάδα στην επόμενη συνεδρίαση της Fed, ανεβάζοντας τον πήχη των προβλέψεων για το βασικό επιτόκιό της στο 4,5% έως 4,75% έως το τέλος του έτους.
Υπερβολικά υψηλές χαρακτήρισε τις τιμές ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος βλέπει τις ελπίδες ότι θα μπορούσε να έχει επιτύχει αποκλιμάκωση του πληθωρισμού έως τις ενδιάμεσες εκλογές του Κογκρέσου να εξανεμίζονται. Τα στοιχεία αυτά επιφέρουν ακόμη ένα πλήγμα στον Μπάιντεν και στους Δημοκρατικούς, οι οποίοι ευελπιστούν να ανακτήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου και θα πρέπει να πείσουν τους ψηφοφόρους, που ανησυχούν βαθύτατα βλέποντας την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται. Αντίστοιχα, τα «γεράκια» της ΕΚΤ ζητούν μεγαλύτερες και περισσότερες επιτοκιακές αυξήσεις, αφού και στη Γερμανία o εναρμονισμένος δείκτης πληθωρισμού εκτινάχθηκε στο 10,9% τον Σεπτέμβριο. Ο διοικητής της Μπούντεσμπανκ, Χοακίμ Νάγκελ, ανέφερε ότι τα στατιστικά υποδεικνύουν μία πιο δυναμική κίνηση στη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου, ενώ ο Βέλγος κεντρικός τραπεζίτης, Πιερ Βουνς, είπε ότι το θέμα τώρα δεν είναι εάν το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα ξεπεράσει έως το τέλος του έτους το 2% αλλά το 3%.
Ο Νάγκελ τόνισε ακόμη ότι η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής επ’ ουδενί έχει ολοκληρωθεί και κάλεσε την ΕΚΤ να αρχίσει να πωλεί κρατικά ομόλογα από το τεράστιο χαρτοφυλάκιό της από το επόμενο έτος. Ωστόσο, σύμφωνα με τέσσερις πηγές που επικαλείται το Reuters, το προσωπικό της ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι χρειάζονται μικρότερες επιτοκιακές αυξήσεις από αυτές που προεξοφλεί η αγορά για την τιθάσευση του πληθωρισμού εάν ταυτόχρονα αρχίσει και το πρόγραμμα ποσοτικής σύσφιγξης, που σημαίνει ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα μπορούσε να κορυφωθεί στο 2,25%.
Κέρδη χωρίς ρίσκο
Την ίδια στιγμή, αξιωματούχοι της ΕΚΤ φέρεται να βρίσκονται κοντά σε συμφωνία για την αλλαγή των κανόνων που αφορούν τα δάνεια TLTRO (στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης), ύψους 2,1 τρισ. ευρώ, τα οποία είχε διανείμει η κεντρική τράπεζα με εξαιρετικά χαμηλά, ακόμη και αρνητικά, επιτόκια, σύμφωνα με το Reuters, επικαλούμενο πηγές. Μετά από μια σειρά μεγάλων επιτοκιακών αυξήσεων, οι τράπεζες μπορούν να σταθμεύσουν τα μετρητά αυτά στην ΕΚΤ αποκομίζοντας κέρδη χωρίς ρίσκο, κάτι που ενοχλεί τους αξιωματούχους της ευρωτράπεζας, οι οποίοι βλέπουν σε αυτό χειραγώγηση του συστήματος. «Είμαστε πολύ κοντά στη λήψη απόφασης», δήλωσε στο Reuters μία εκ των πηγών, που ζήτησε να μην κατονομαστεί. Η ίδια πηγή εκτίμησε ότι ο αντίκτυπος για τις τράπεζες θα ανέρχεται σε περίπου 30 έως 40 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ μια δεύτερη πηγή ανέφερε ότι θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερος εάν τα επιτόκια αυξηθούν όπως αναμένουν οι αγορές.
Ταυτόχρονα, η γερμανική χρηματοπιστωτική ρυθμιστική αρχή Bafin κάλεσε τις γερμανικές τράπεζες να προετοιμαστούν για σημαντική αύξηση των κινδύνων -παρότι θεωρεί ότι διαθέτουν επαρκή κεφάλαια-, επικαλούμενη την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών. Εξάλλου, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, είπε ότι η χώρα του δεν είναι πλέον «ατμομηχανή» της ανάπτυξης και ότι άλλες χώρες περνούν καλύτερα την τρέχουσα κρίση, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για πολιτική δράση, αναφερόμενος εμμέσως σε φοροελαφρύνσεις.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, ενώ προειδοποίησε ότι αυξάνεται ο κίνδυνος ύφεσης για πολλές χώρες, προτρέπει να συνεχιστεί η σημερινή επιθετική νομισματική πολιτική, ακόμη και εάν είναι σε βάρος της ανάπτυξης, καθώς η απραξία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερο πλήγμα. Η οικονομική επιβράδυνση, συμπλήρωσε, θα οδηγήσει σε πτώση τις τιμές εμπορευμάτων και αυτό θα αποσυμφορήσει τον πληθωρισμό. Τοποθετεί στο 25% την πιθανότητα μιας παγκόσμιας ύφεσης.