Από την έντυπη έκδοση
Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]
Οι εισηγμένες θωρακίστηκαν απέναντι στον ενεργειακό χειμώνα που έρχεται, αφού η ταμειακή τους εικόνα το πρώτο εξάμηνο του 2022 τους εξασφαλίζει απρόσκοπτη λειτουργία, αλλά και επεκτατική πολιτική στους κλάδους που δραστηριοποιούνται.
Φαίνεται ότι το πάθημα της δίχρονης πανδημίας έδωσε σπουδαία μαθήματα στις επιχειρήσεις, που ενίσχυσαν τις κεφαλαιακές τους επιδόσεις, και μάλιστα μπορεί να συγκριθούν με τη χρυσή χρονιά του 2007, όντας τότε και αρκετά περισσότερες σε σύγκριση με τις σημερινές που δραστηριοποιούνται στο Χρηματιστήριο.
Το ενεργειακό και χρηματοοικονομικό κόστος βρίσκεται ήδη σε ανοδική τροχιά, με αποτέλεσμα να δημιουργεί σκεπτικισμό ως προς την επίδοση του β’ εξαμήνου του 2022.
Ασφαλώς οι δύο περίοδοι δεν πρόκειται να είναι συμμετρικές και πιθανόν μια πρώτη κόπωση να διαπιστωθεί σε όσες εταιρείες δημοσιεύσουν εννεάμηνο μέσα στο τρέχον δίμηνο ΟκτωβρίουΝοεμβρίου.
Από την άλλη πλευρά, ο τουρισμός και η ισχυρή εμπορική περίοδος του δ’ τριμήνου για το λιανικό εμπόριο δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη και ίσως στηρίξουν τις οικονομικές επιδόσεις του β’ εξαμήνου.
Ταμειακά διαθέσιμα
Τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα στο πρώτο ήμισυ του 2022 ξεπέρασαν τα 16 δισ. ευρώ, έναντι σχεδόν 13 δισ. ευρώ που ήταν το σύνολο των μετρητών που είχαν οι εισηγμένες το πρώτο εξάμηνο του 2021.
Επίσης, κρατήστε ότι οι επιδόσεις αυτές δεν έγιναν σε μια περίοδο απόλυτης ηρεμίας για την οικονομία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται αν οι γεωπολιτικές συνθήκες βελτιωθούν, ενώ δημιουργούν μαξιλαράκι ασφαλείας για πολλές εισηγμένες σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα και το κόστος λειτουργίας τους.
Επίσης, οι 4 συστημικές τράπεζες μπαίνουν στο δεύτερο εξάμηνο του 2022 με υψηλότερα περιθώρια επιτοκίων, σε μια χρονιά που θα είναι όλες κερδοφόρες, με μονοψήφια ποσοστά κόκκινων δανείων.
Πολλές εισηγμένες της υψηλής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης διατηρούν μεγάλο μέρος των ταμειακών τους διαθεσίμων σε προθεσμιακές καταθέσεις σε τράπεζες του εξωτερικού.
Μπορεί η εγχώρια εικόνα της ρευστότητας στις επιχειρήσεις έπειτα από 24 μήνες Covid-19 να έχει σχετικά ομαλοποιηθεί, αλλά οι εταιρείες δεν μπορούν να ρισκάρουν την κανονική ροή των πληρωμών σε προμηθευτές του εξωτερικού για αγορά πρώτης ύλης σε θυγατρικές τους. Άλλωστε διατηρείται η απαίτηση των ξένων προμηθευτών για προκαταβολή του 100% της πώλησης των προϊόντων.
Άρα, ναι μεν υπάρχει ενδεχόμενο να δούμε πίεση στα περιθώρια, από την άλλη πλευρά όμως οι εισηγμένες έχουν ρευστότητα για να αντεπεξέλθουν στις υψηλότερες τιμές των πρώτων υλών μέχρι να τις μετακυλίσουν στην αγορά.
Το δυσάρεστο της υπόθεσης είναι ότι αυτό το «λίπος» που δημιούργησαν στο ξεκίνημα της χρονιάς οι εισηγμένες θα χρησιμοποιηθεί για να αντιμετωπίσουν μια ακόμα δυσκολία, στις πολλές που έχουν βρεθεί αντιμέτωπες την τελευταία δεκαετία. Και αυτό ίσως επηρεάσει τον προγραμματισμό του επενδυτικού τους σχεδιασμού.
Τα υψηλά διαθέσιμα πιθανόν να εξασφαλίζουν διαπραγματευτική ισχύ σε προμηθευτές έναντι του ανταγωνισμού και να αποτελούν ένα αμυντικό εργαλείο σε καιρούς δύσκολους. Από εκεί και πέρα, η ύπαρξή τους δεν συνεισφέρει στο εισόδημα της εταιρείας λόγω των πολύ χαμηλών αποδόσεων των τραπεζικών καταθέσεων, βοηθάει ωστόσο στο να διατηρούνται τα μερίσματα σε ικανοποιητικό επίπεδο ακόμα και αν υπάρχει μείωση στα καθαρά κέρδη.
Συνολικός δανεισμός
Βέβαια προκύπτει από τα αποτελέσματα και η αύξηση του συνολικού δανεισμού στα 38,8 δισ. ευρώ από 31,87 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021. Η εξήγηση είναι ότι οι επιχειρήσεις είχαν προχωρήσει σε εκδόσεις ομολογιακών δανείων, αλλά και συμβάσεις με τις τράπεζες για να εξυπηρετήσουν παλαιότερες δανειακές υποχρεώσεις πριν από την πρώτη αύξηση του επιτοκίου κατά 0,75% από την ΕΚΤ.
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται τους τελευταίους μήνες με επιτόκια της τάξης του 2% και 3% έως και 5% (για μικρομεσαίες), κόστος ιδιαίτερα υψηλό, ενώ οι τράπεζες είναι εξαιρετικά φειδωλές στη χορήγηση νέου κεφαλαίου κίνησης.
Τώρα βέβαια που το επιτόκιο χρηματοδότησης του ευρώ έχει πάρει την ανιούσα και είναι ήδη στο 1,25%, με προοπτική να πάει στο 2% στις 27 Οκτωβρίου, αρχίζει να δυσκολεύει ο δανεισμός των εταιρειών.
Αλώβητες από τις παραπάνω συνθήκες παραμένουν οι επιχειρήσεις που διαθέτουν ισχυρό ταμείο, ώστε να χρηματοδοτούν με άνεση το κεφάλαιο κίνησής τους ή την απρόσκοπτη υλοποίηση επενδύσεων.
Ως εκ τούτου, αποκτούν ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα στη συγκυρία, είτε γιατί επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της μείωσης της ζήτησης με αύξηση του μεριδίου αγοράς τους, είτε γιατί διαθέτουν ρευστό για εξαγορές ή συνενώσεις σε μια περίοδο όπου λόγω των εξαιρετικών δυσχερειών στην οικονομία η πίεση για συγχωνεύσεις ή πωλητήρια αυξάνεται αλματωδώς.
Εκροές κεφαλαίων
Υψηλές εκροές κεφαλαίων για τις ανάγκες τους σε κεφάλαια κίνησης απέναντι στην ενεργειακή κρίση και την καθίζηση της καταναλωτικής δαπάνης καταγράφεται στις λογιστικές καταστάσεις των εισηγμένων. Οι συνολικές εκροές για το φετινό εξάμηνο έφθασαν τα 2,45 δισ. ευρώ από 2,7 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Πληθωρισμός και ζήτηση έχουν επηρεάσει την πορεία των ταμειακών ροών των εισηγμένων. Πολλές εισηγμένες παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση δανεισμού ή μείωση ταμειακών διαθεσίμων, αφού η ισχυρή ζήτηση και οι υψηλές τιμές δημιούργησαν ανάγκη για περισσότερο κεφάλαιο κίνησης.
Αν, τώρα, αυτό συνδυάστηκε και με επενδύσεις που είχε να κάνει η εταιρεία, τότε οι εκροές κεφαλαίων είναι μεγαλύτερες και άρα μεγαλύτερη η αύξηση του καθαρού δανεισμού.