Το 2022 εξελίσσεται καλύτερα του αναμενόμενου για την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως για τις χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Νότου όπως η Ελλάδα, ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, προβλέποντας μεγαλύτερη του αναμενόμενου αύξηση του ΑΕΠ για την Ελλάδα το 2022.
Ειδικότερα, μιλώντας στο συνέδριο του Εconomist ο κ. Στουρνάρας είπε η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κινείται γύρω στο 6%. «Σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο δανεισμού του δημοσίου, υποβοηθώντας έτσι τη σημαντική μείωση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Για την ζώνη του ευρώ η αύξηση του ΑΕΠ το 2022 αναμένεται στο 3,1%», σημείωσε.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα η καλύτερη εικόνα στο ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες: στις καλύτερες του αναμενόμενου ταξιδιωτικές εισπράξεις (τουρισμός) και, γενικότερα, στην αύξηση της λεγόμενης «καταπιεσμένης» ζήτησης (pent-up demand – καταπιεσμένης από τον εγκλεισμό της πανδημίας).
Ωστόσο, όπως προειδοποίησε οι εξελίξεις δεν επιτρέπουν εφησυχασμό, παρόλο που οι εξελίξεις στο μέτωπο του ΑΕΠ βελτιώνουν σημαντικά την εικόνα του Δημοσίου Χρέους, καθώς μειώνεται το ποσοστό του. «Για το 2023 ο συνδυασμός της αύξησης των επιτοκίων, των πολύ υψηλών τιμών φυσικού αερίου, της σταδιακής, περαιτέρω απόσυρσης της κρατικής βοήθειας για λόγους δημοσιονομικούς και της εξάντλησης της ‘καταπιεσμένης’ ζήτησης, ενδεχομένως οδηγήσει τις οικονομικές εξελίξεις στην ζώνη του ευρώ πιο κοντά στο χειρότερο σενάριο παρά στο σενάριο βάσης», προειδοποίησε.
Όπως είπε, αυτό το σενάριο θα επηρεάσει και τις εξελίξεις στην Ελλάδα, αλλά με λιγότερες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Εξηγώντας τους λόγους δήλωσε πως «η αναλογικά μεγάλη εισροή κονδυλίων από το RRF (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) και από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, σε συνδυασμό με τη μικρότερη ενεργειακή επιβάρυνση (energy intensity) της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ και τα χαρακτηριστικά της διάρθρωσης του δημοσίου χρέους της, δημιουργούν τις συνθήκες ώστε η ενδεχόμενη υλοποίηση του χειρότερου σεναρίου για την ΕΕ να μην έχει αντίστοιχες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία»,
Προϋπόθεση πάντως γι’ αυτό είναι «η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων για το 2022 και το 2023 (πρωτογενές έλλειμα κοντά στο 2% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεόνασμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ για το 2023) και η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή», είπε.
Για το 2023 η αύξηση του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ αναμένεται σε ελαφρά θετική στο σενάριο βάσης (+0,9%) αλλά αρνητική στο χειρότερο σενάριο (-0,9%). Για την Ελλάδα η αύξηση του ΑΕΠ για το 2023 αναμένεται σήμερα στο 2,8%.
Παρά τις συνθήκες αυτές, όπως είπε ο κ. Στουρνάρας γίνεται ακόμη πιο επιτακτικός ο στόχος απόκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.
Ιδιαίτερους κινδύνους προκαλεί στους Ισολογισμούς των τραπεζών ο συνδυασμός της αύξησης των επιτοκίων και η επιδείνωση της ποιότητας στοιχείων του ενεργητικού (δάνεια). Αναγνώρισε ωστόσο ότι οι τράπεζες ωφελούνται από την αύξηση των επιτοκίων.
Ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεχίσει την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής σταδιακά και με ευελιξία, μέχρι τα επιτόκια να επανέλθουν στο λεγόμενο ουδέτερο επίπεδο ή και υψηλότερο αυτού.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, επανέλαβε ότι προέρχεται από την πλευρά της προσφοράς και όχι της ζήτησης. «Σε πολύ υψηλό ποσοστό οφείλεται στο εισαγόμενο φυσικό αέριο από τη Ρωσία, το οποίο έχει εργαλειοποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, αλλά απαιτεί συμπληρωματική δράση της ενεργειακής πολιτικής και της δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η λεγόμενη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής (δηλαδή η επαναφορά των επιτοκίων παρέμβασης σε ουδέτερο επίπεδο ή/και υψηλότερα) δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον τρέχοντα πληθωρισμό –ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είναι πληθωρισμός από την πλευρά της προσφοράς- παρά μόνο τις πληθωριστικές προσδοκίες και το σπιράλ μισθών-τιμών. Κατά την άποψή μου η ΕΚΤ πρέπει να διατηρήσει τις βασικές αρχές της σταδιακότητας (gradualism) και της ευελιξίας (flexibility) αφού το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι διαφορετικό από αυτό που αντιμετωπίζει η Fed στις ΗΠΑ», είπε.
naftemporiki.gr