της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Ο τουρισμός «κερνάει» έσοδα στην Ολυμπιακή Ζυθοποιία η οποία στο πρώτο εξάμηνο του έτους εμφανίζει υψηλό μονοψήφιο ποσοστό ανάπτυξης, ενώ ανοδικές επιδόσεις αναμένονται και στο τρίτο τρίμηνο.
Το 2022 εξάλλου αναμένεται να είναι χρονιά ολικής επαναφοράς της εγχώριας αγοράς μπύρας σε επίπεδο πωλήσεων, ωστόσο η ενεργειακή κρίση και ο ισχυρός πληθωρισμός αποτελεί για όλο το κλάδο μια μεγάλη πρόκληση.
Στρέφοντας το βλέμμα στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, η διοίκηση της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας αναπτύσσει σχεδιασμούς διαχείρισης του αυξημένου λειτουργικού κόστους και των επιπτώσεων του έντονου πληθωριστικού κύματος στην κατανάλωση. Πάντως, διατηρώντας την στήριξη της μητρικής Carlsberg, η Ολυμπιακή Ζυθοποιία είναι σε θέση να εμφανίσει ισχυρότερες "αντοχές" έναντι των κλυδωνισμών που προκαλεί η συγκυρίας ειδικά σε επίπεδο αγοράς πρώτων υλών που πραγματοποιεί μέσω συμφωνιών του μητρικού ομίλου.
Ταυτόχρονα, οι περσινές σημαντικά βελτιωμένες επιδόσεις ενισχύουν περαιτέρω την ευελιξία κινήσεων της ζυθοποιίας. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τα στοιχεία της οικονομικής έκθεσης του 2021 που δημοσιοποιήθηκαν χθες, ο κύκλος εργασιών της Ολυμπιακής Ζυθοποίας ενισχύθηκε κατά 29,5% στα 141,5 εκατ. ευρώ, εξέλιξη που αποδίδεται στην επαναλειτουργία της εστίασης και στις καλές επιδόσεις του τουρισμού.
Σε όρους όγκου πωλήσεων η εταιρεία επέτυχε σε εγχώριο επίπεδο άνοδο 19% ενώ οι εξαγωγές της "έτρεξαν" με ρυθμό 36%.
Τα προ φόρων κέρδη ανήλθαν σε 5,9 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 11 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη σε 5,5 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 9,4 εκατ. ευρώ το 2020.
Η χρηματοοικονομική διάρθρωση της εταιρείας εμφάνισε βελτίωση κυρίως λόγω της αναδιάρθρωσης του ενδοομιλικού δανείου και της αύξησης της καθαρής θέσης και των ίδιων κεφαλαίων.
Η καθαρή θέση ενισχύθηκε 54% στα 15,9 εκατ. ευρώ και το καθαρό χρέος διαμορφώθηκε σε 83,2 εκατ. ευρώ, με τη σχέση καθαρού χρέους προς ίδια κεφάλαια να επηρεάζεται σημαντικά από ενδοομιλικό δάνειο ύψους 78 εκατ. ευρώ.
Σε επενδυτικό επίπεδο η Ολυμπιακή Ζυθοποιία διέθεσε πέρυσι κεφάλαια ύψους 6,3 εκατ. ευρώ στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού των παραγωγικών της μονάδων σε τεχνολογικό εξοπλισμό και αυτοματοποίηση των συστημάτων της. Σημειώνεται ότι η εταιρεία διατηρεί δύο ιδιοκτήτες παραγωγικές μονάδες : στην Βόρεια Ελλάδα στην περιοχή της Σίνδου και στην κεντρική Ελλάδα στην περιοχή της Ριτσώνας αντίστοιχα, με ετήσια παραγωγική δυνατότητα που ξεπερνά τα 2,1 εκατ. εκατόλιτρα.