Tου Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Από τα ξημερώματα του Σαββάτου, η Ρωσία φαίνεται έτοιμη να ξαναρχίσει τις προμήθειες φυσικού αερίου μέσω του βασικού αγωγού Nord Stream 1 προς την Ευρώπη, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησης. Μια κίνηση που θα ανακουφίσει μεν τις αγορές, παρόλο που εξακολουθούν να υπάρχουν φόβοι για περισσότερες διακοπές αυτόν τον χειμώνα.
Η ροή στον αγωγό σταμάτησε την περασμένη Τετάρτη για τεχνικό έλεγχο στην τουρμπίνα που βοηθά στην άντληση αερίου στον αγωγό. Κανονικά, στον αγωγό χρησιμοποιούνται έξι μεγάλες τουρμπίνες και δύο μικρότερες.
Αλλά από τον περασμένο Ιούλιο οι περισσότερες τουρμπίνες τέθηκαν εκτός λειτουργίας με την Gazprom, να αποδίδει το πρόβλημα στις διεθνείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Gazprom, η ροή του φυσικού αερίου θα επαναληφθεί στο 20% της χωρητικότητας όπως είχε προγραμματιστεί, στα ίδια επίπεδα δηλαδή πριν τις εργασίες συντήρησης.
Αν και το τελευταίο διάστημα οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν υποχωρήσει στην Ευρώπη λόγω των ανακοινώσεων της ΕΕ για μεταρρύθμιση στην αγορά, ο δεκαπλασιασμός τους - εδώ και ένα χρόνο - έχει προκαλέσει έκρηξη στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην ευρωπαϊκή αγορά χονδρικής.
Πολλές κυβερνήσεις ζητούν επείγουσα αποσύνδεση μεταξύ της τιμής του αερίου και της ηλεκτρικής και στην κατεύθυνση αυτή αναμένεται να κινηθεί η πρωτοβουλία της Κομισιόν, που αναμένεται να παρουσιαστεί στις 14 Σεπτεμβρίου, όπως ανακοίνωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν.
Οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος έχουν απογειωθεί στη Γηραιά Ήπειρο, καθώς ξεπερνούν τα 700 ευρώ ανά μεγαβατώρα, από έναντι περίπου 50 ευρώ που ήταν συνήθως, πριν την κρίση.
«Η δομή της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λειτουργική εάν οδηγεί σε τόσο υψηλές τιμές», δήλωσε μάλιστα και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η γαλλική κυβέρνηση, τάσσεται υπέρ της αποσύνδεσης της τιμής του ρεύματος από την τιμή του φυσικού αερίου. Η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στην Ευρώπη εξακολουθεί να προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την καύση αερίου, περίπου 20%.
Ο κίνδυνος έλλειψης αερίου
Σύμφωνα πάντως με αρκετούς ειδικούς, η ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, δεν μπορεί πλέον να εξηγηθεί από την άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου, αλλά μάλλον από τον φόβο της έλλειψης.
«Υπάρχει πλέον κίνδυνος έλλειψης φυσικού αερίου αυτόν τον χειμώνα, που ωθεί ορισμένους εμπόρους χονδρικής να πληρώνουν πολύ περισσότερα για τη μεγαβατώρα, για να εξασφαλίσουν την παράδοση», τονίζουν στη Ναυτεμπορική γνώστες της αγοράς.
Μάλιστα - προσθέτουν - αν αποκλείονταν η προοπτική διακοπής ρεύματος, η αύξηση θα ήταν πολύ χαμηλότερη στις αγορές, ανεξάρτητα από τις τιμές του φυσικού αερίου.
«Πρώτα απ 'όλα, θα πρέπει να καταλάβουμε πώς λειτουργεί αυτό το περίφημο ευρωπαϊκό σύστημα. Σε γενικές γραμμές, ο ρόλος του είναι να συμβαδίζουν η ζήτηση και η διαθέσιμη παραγωγή ανά πάσα στιγμή.
Αλλά δεν υπάρχει ρήτρα που να καθορίζει a priori μια τιμαριθμική αναπροσαρμογή μεταξύ αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. Επομένως, η άνοδος των τιμών οφείλεται πρωτίστως στο κόστος επαναλειτουργίας των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο που έχει εκτοξευθεί στα ύψη, καθώς οι δυνατότητες για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έχουν συρρικνωθεί…
Για να διαχωριστούν οι τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, θα ήταν επομένως απλώς απαραίτητο να μην χρησιμοποιείται φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τόσο μέσω του εθνικού του μείγματος, όσο και μέσω των εισαγωγών του».
Το παράδειγμα της Ιβηρικής
Η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες έλαβαν εξαίρεση από την ΕΕ πριν από λίγους μήνες, που τους επέτρεπε να ανακοινώνουν τιμές ηλεκτρικής ενέργειας πολύ χαμηλότερες από τις γειτονικές τους χώρες, δεν έχουν εφαρμόσει τέτοια αποσύνδεση.
Οι δύο χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου επενέβησαν πράγματι στην τιμή του φυσικού αερίου, επιδοτώντας τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με φυσικό αέριο. Το Δημόσιο πληρώνει τη διαφορά μεταξύ της αγοραίας τιμής και αυτής που έχει ορίσει, δηλαδή 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Με τον τρόπο αυτό, Ισπανία και Πορτογαλία, κρατούν - έστω και προσωρινά - τις τιμές χονδρικής του ρεύματος στα χαμηλότερα ευρωπαϊκά επίπεδα (στα 202 ευρώ ανά MWH έναντι 600 με 700 ευρώ στην υπόλοιπη Ευρώπη).
Ως βασικό μειονέκτημα όμως αυτού του σεναρίου προβάλλεται το ότι οι χαμηλότερες τιμές μπορεί να σημαίνουν περισσότερες εξαγωγές σε διασυνοριακές συνδέσεις με χώρες όπως η Γαλλία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται να κινείται προς μια άλλη επιλογή. Σύμφωνα με διαρροές στις Βρυξέλλες, οι πρώτες σκέψεις είναι να επιβληθεί ένα ανώτατο όριο τιμής ανά μεγαβατώρα για ορισμένους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, των οποίων το κόστος παραγωγής θα ήταν χαμηλότερο από αυτό των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση φυσικού αερίου.
Με άλλα λόγια, σχεδιάζεται η φορολόγησης μέρους των κερδών των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής ή των αιολικών και ηλιακών πάρκων, προκειμένου να απελευθερωθούν πόροι για τη χρηματοδότηση της μείωσης των τιμών της ενέργειας για τους καταναλωτές.
Κίνδυνοι στρέβλωσης
Ωστόσο, οι επιπτώσεις θα ήταν πολλές. «Ό,τι κερδίζουμε από τη μια πλευρά βραχυπρόθεσμα, κινδυνεύουμε να χάσουμε από την άλλη.
Επειδή οι πυρηνικές ή ανανεώσιμες εγκαταστάσεις θα ανακτούσαν το λειτουργικό τους κόστος, αλλά όχι το πάγιο κόστος, που είναι απαραίτητο για την πραγματοποίηση των επενδύσεων που είναι απαραίτητες για την ενεργειακή μετάβαση», προειδοποιούν οι ειδικοί
Απομένει, τέλος, ένα άλλο ενδεχόμενο: να ανασταλεί η διασύνδεση της αγοράς στην κλίμακα των Είκοσι Επτά.
«Αυτό δεν θα εμπόδιζε έναν εθνικό φορέα εκμετάλλευσης δικτύου από το να συμφωνήσει για εξωχρηματιστηριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά κάθε χώρα θα οργάνωνε τις δικές της δημοπρασίες», εξηγούν γνώστες του κλάδου.
Στην περίπτωση αυτή, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας θα ήταν πολύ διαφορετική μεταξύ των 27, καθώς θα εξαρτιόταν κυρίως από το ενεργειακό μείγμα κάθε χώρας.
Οι ειδικοί βλέπουν επίσης και μια άλλη εναλλακτική λύση, η οποία θα επέτρεπε να μετριαστεί η τιμή του ρεύματος: «Αντί να δημοπρατούμε με βάση το ωριαίο οριακό κόστος, το οποίο είναι πολύ ευαίσθητο στις τιμές του φυσικού αερίου και επομένως πολύ ασταθές, θα μπορούσαμε να επιβάλουμε ένα είδος μακροπρόθεσμου οριακού κόστους.
Ως εκ τούτου, οι παραγωγοί θα πρέπει να αποδεχθούν ότι θα χάνουν λίγα χρήματα όταν οι τιμές του φυσικού αερίου εκτινάσσονται στα ύψη, αλλά να κερδίζουν περισσότερα, όταν πέφτουν οι τιμές του αερίου», εξηγούν οι ίδιες πηγές.