Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Το τελευταίο διάστημα μπρεντ και αμερικανικό αργό κινούνται σταθερά κάτω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, με την τιμή τους περίπου 25% χαμηλότερα σε σχέση με τα υψηλά του Ιουνίου και σε επίπεδα που είχαμε να δούμε από τα μέσα Φεβρουαρίου, πριν εισβάλει η Ρωσία στην Ουκρανία πυροδοτώντας γεωπολιτικές αναταράξεις και έναν παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο. Η πρόσφατη υποχώρηση των τιμών ήρθε εν μέσω σεναρίων μίας παγκόσμιας ύφεσης. Ωστόσο δεν θα έχει διάρκεια, προειδοποιούν ειδικοί. Αν και τα τελευταία μακροικονομικά δεδομένα είναι όντως απογοητευτικά, μία σειρά παραγόντων προβλέπεται να κρατήσουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα το ενεργειακό κόστος με την UBS να προβλέπει μάλιστα επιστροφή του πετρελαίου στα 125 δολάρια το βαρέλι έως τα τέλη του έτους.
Ας δούμε όμως πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα. Οι traders στην αγορά πετρελαίου ήρθαν την τελευταία εβδομάδα με στοιχεία που αποκάλυψαν ότι ο κινεζικός δράκος δεν βγάζει πια φωτιές. Με το Πεκίνο να επιμένει στην πολιτική μηδενικής ανοχής έναντι της Covid-19 «κλειδώνοντας» εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες στα σπίτια τους και σφραγίζοντας λιμάνια κάθε φορά που καταγράφονται μερικές δεκάδες κρούσματα, δεν μπορεί κανείς να περιμένει πολλά. Οι πωλήσεις λιανικής, η βιομηχανική παραγωγή, οι επενδύσεις σε πάγιο ενεργητικό και η πιστωτική επέκταση (τα δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις) ήταν όλα πολύ κατώτερα των προσδοκιών τον Ιούλιο.
Υπό τις συνθήκες αυτές η Goldman Sachs υποβάθμισε την εκτίμησή της για τους ρυθμούς ανάπτυξης του 2022 στο 3% από 3,3% χωρίς να αποκλείει ακόμη ισχυρότερες πιέσεις και η Nomura προβλέπει πλέον ότι το κινεζικό ΑΕΠ θα μεγεθυνθεί μόλις κατά 2,8% έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 3,3%. Οι προβλέψεις των οίκων απέχουν βεβαίως αρκετά από τον επίσημο στόχο του Πεκίνου που έχει τοποθετήσει τον πήχυ της ανάπτυξης στο 5,5% για φέτος.
Η Nomura στο σημείωμά της σχολιάζει πως το Πεκίνο πιθανότατα θα επιμείνει στην πολιτική της μηδενικής ανοχής έναντι του Covid έως τον Μάρτιο του 2023. Αυτό σημαίνει ότι θα εξακολουθεί να υπάρχει ένα μεγάλο βαρίδι για το ΑΕΠ και στο πρώτο τρίμηνο της επόμενης χρονιάς. Υπενθυμίζεται ότι και η UBS είχε από τον Μάιο υποβαθμίσει την πρόβλεψή της για την κινεζική ανάπτυξη στο 3%.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου στον κόσμο και επομένως η αδυναμία της μεταφράζεται σε χαμηλότερη ζήτηση του μαύρου χρυσού. Την ίδια ώρα ωστόσο η Ευρώπη έχοντας καεί από την εκρηκτική άνοδο του φυσικού αερίου κάνει στροφή στο πετρέλαιο, με αποτέλεσμαο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας να έχει, παρά την κινεζική επιβράδυνση, αναβαθμίσει την εκτίμησή του για την παγκόσμια κατανάλωση του ορυκτού καυσίμου.
Η UBS επικαλείται τρεις παράγοντες που θα επαναφέρουν σε τροχιά ανόδου τις τιμές του πετρελαίου και άλλων εμπορευμάτων.
- Η κινεζική ζήτηση αναμένεται να ανακάμψει - Τα στοιχεία για τη μεταποίηση, τις πωλήσεις λιανικής, την αγορά ακινήτων εντείνουν την πίεση στο Πεκίνο για ένα νέο πακέτο τόνωσης της οικονομίας. Αυτό αναμένεται να ενεργοποιηθεί μέσα στους επόμενους μήνες, σταθεροποιώντας τη ζήτηση για ενέργεια και άλλες πρώτες ύλες, όπως το σιδηρομετάλλευμα και τα βιομηχανικά μέταλλα.
- Οι συζητήσεις για ύφεση της αμερικανικής οικονομίας είναι πρόωρες - Μπορεί το ΑΕΠ των ΗΠΑ να συρρικνώθηκε ελαφρώς επί δύο διαδοχικά τρίμηνα (σε τριμηνιαία βάση) αλλά δεν μπορούμε πραγματικά να λέμε ότι είναι σε ύφεση μία οικονομία που παράγει 528.000 νέες θέσεις εργασίας σε έναν μήνα. Η αμερικανική οικονομία περισσότερο φαίνεται να επιστρέφει σε προ πανδημίας μοτίβα, με αποτέλεσμα η μεταποίηση να κατεβάζει ταχύτητα, την ώρα που υπηρεσίες όμως αναπτύσσονται. Συνολικά επιβραδύνεται, αλλά δεν είναι σε ύφεση, σχολιάζουν οι αναλυτές της UBS.
- Οι φόβοι για έλλειμμα προσφοράς θα επιστρέψουν - Η συμμαχία των πετρελαιοπαραγωγών OPEC+ πρόσφατα αποφάσισε μία πολύ μικρή αύξηση στην προσφορά. Το πρόβλημα βεβαίως είναι πως ήδη οι ισχυρότεροι του καρτέλ, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, είναι κοντά στα όρια των παραγωγικών δυνατοτήτων τους, ενώ επιμένουν τα προβλήματα σε χώρες, όπως η Λιβύη. Επιπλέον η ρωσική παραγωγή πετρελαίου θα μειωθεί ως απόρροια του ευρωπαϊκού εμπάργκο, ενώ και το ιρανικό πετρέλαιο δεν προβλέπεται να επιστρέψει άμεσα στην αγορά, παρά τις προσπάθειες για μία νέα συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.