Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Σε μία άκρως δηλωτική αλλαγή κλίματος, οι τιμές πολλών εμπορευμάτων βούλιαξαν αυτή την εβδομάδα, με τους επενδυτές να αναζητούν την ασφάλεια στον χρυσό και στα ομόλογα.
Αφορμή οι ολοένα και πιο ζοφερές προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία που υπονομεύουν τη ζήτηση, με εξαίρεση το φυσικό αέριο, το οποίο συνεχίζει την ανεξέλεγκτη κούρσα ανόδου μέσα στον ασφυκτικό κλοιό πιέσεων της Ρωσίας και της ενεργειακής ανεπάρκειας της Ευρώπης.
Η βουτιά του αργού κάτω από τα 90 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά από τα μέσα Φεβρουαρίου, η μεγαλύτερη από το 2008 πτώση των τιμών ειδών διατροφής, το άλμα των τιμών χρυσού σε υψηλό μηνός και οι μεγαλύτερες σε διάρκεια έτους εισροές στις αγορές κρατικού χρέους υποδηλώνουν μία γενική επανατοποθέτηση των επενδυτών μέσα στο νέο περιβάλλον της οικονομικής δυσπραγίας, που ορίζεται από υψηλό πληθωρισμό και επιθετικές επιτοκιακές αυξήσεις.
Η στροφή στο ασφαλές ενεργητικό επιταχύνθηκε και από τη σινοαμερικανική ένταση, που πυροδοτήθηκε από το ταξίδι της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊβάν, ανοίγοντας ένα εν δυνάμει κρίσιμο γεωπολιτικό μέτωπο που θα μπορούσε να προκαλέσει νέες αναταράξεις στις διεθνείς αγορές, την ώρα που ο πόλεμος στην Ουκρανία δοκιμάζει τις αντοχές των οικονομιών, ειδικά στην Ευρώπη.
Το πετρέλαιο γνώρισε τη μεγαλύτερη εβδομαδιαία πτώση από τον Απρίλιο, με τις τιμές κοντά σε χαμηλό έξι μηνών. Η τιμή αργού στη Νέα Υόρκη, παρότι ανέκαμψε πάνω από τα 90 δολάρια από το αρχικό επίπεδο των 88 δολαρίων στη χθεσινή συνεδρίαση, κατέγραψε απώλειες περίπου 10% στην εβδομάδα, καθώς η κατανάλωση βενζίνης στις ΗΠΑ έχει περιοριστεί και τα αποθέματα σημείωσαν απρόσμενη αύξηση, την ώρα που η προσφορά από τη Λιβύη έχει αυξηθεί. Πτώση 10% κατέγραψαν αυτή την εβδομάδα και τα προθεσμιακά βενζίνης.
Μετά το εντυπωσιακό ράλι των πρώτων πέντε μηνών του τρέχοντος έτους, η αγορά άλλαξε κατεύθυνση, με τις απώλειες να μεγαλώνουν αυτόν τον μήνα μετά την πτώση του Ιουνίου και του Ιουλίου. Το sell off, το οποίο έχει εξανεμίσει όλα τα κέρδη που πυροδοτήθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, θα μπορούσε να δώσει μία ανάσα στις ασφυκτικές πληθωριστικές πιέσεις και να επιτύχει αυτό που δεν έχουν καταφέρει μέχρι τώρα οι επιθετικές επιτοκιακές αυξήσεις των κεντρικών τραπεζών.
Μοναδικό θετικό σημείο η απροθυμία του ΟΠΕΚ+ να αυξήσει σημαντικά την προσφορά, καθώς την Τετάρτη αποφάσισε μία μηδαμινή αύξηση της τάξης των 100.000 βαρελιών ημερησίως από τον Σεπτέμβριο.
Ο Μπιλ Σμιντ της Smead Capital Management χαρακτήρισε την τελευταία πτώση ως «την πρώτη σημαντική διόρθωση» σε μία bull market που άρχισε την άνοιξη του 2020, αφού πρώτα οι τιμές κατέρρευσαν. «Πρόκειται για τεράστια διακύμανση, από τα 20 δολάρια το βαρέλι εκτινάσσεται στα 120 δολάρια και μετά ξανά υποχωρεί και ο κόσμος πιστεύει ότι όλα τελείωσαν και ότι θα δοθεί γρήγορα και λύση στον πληθωρισμό», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα, υποστηρίζει ο αναλυτής, καθώς βλέπει αρκετούς παράγοντες που θα μπορούσαν να ωθήσουν ξανά σε άνοδο τις τιμές και γι’ αυτό συστήνει στους πελάτες του να αγοράσουν μετοχές από τον χώρο πετρελαίου.
Ο Μπιλ Σμιντ αναφέρει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να αναπληρώσουν τα 180 εκατ. βαρέλια που χρησιμοποίησαν από τα στρατηγικά τους αποθέματα, τη στιγμή που η προσφορά παραμένει σφιχτή, και ότι η Κίνα θα επιστρέψει σε πλήρη οικονομική δραστηριότητα μετά τα lockdowns, που σημαίνει ότι αυτομάτως θα αυξηθεί και η ζήτηση για πετρέλαιο.
Τα είδη διατροφής
Την ίδια στιγμή, η επανέναρξη των εξαγωγών σιτηρών από τα λιμάνια της Ουκρανίας έχει απομακρύνει εν μέρει τις ανησυχίες για την επάρκεια της προσφοράς και έχει φέρει αποσυμφόρηση στις τιμές ειδών διατροφής παγκοσμίως. Ο δείκτης τιμών του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) υποχώρησε 9% τον Ιούλιο, αγγίζοντας το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο, προτού η Ρωσία μπλοκάρει τα λιμάνια της Ουκρανίας, κορυφαίου εξαγωγού ειδών διατροφής, ωθώντας σε ύψη ρεκόρ τις τιμές.
Στην αποσυμφόρηση έχει συμβάλει και η αυξημένη εποχική διαθεσιμότητα σε Αργεντινή και Βραζιλία, όπου η σοδειά δημητριακών είναι αυξημένη σε σχέση με πέρυσι. Να σημειωθεί ότι ο δείκτης του FAO υποχωρεί για τέταρτο διαδοχικό μήνα, προσφέροντας μια ανάσα στους καταναλωτές που βρίσκονται αντιμέτωποι με σοβαρή κρίση κόστους διαβίωσης σε πολλές χώρες της Ε.Ε. και στη Βρετανία.
Όμως, ακόμη και με την πτώση αυτή, οι τιμές τροφίμων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, συνεχίζοντας να ασκούν πιέσεις στα νοικοκυριά και να επιδεινώνουν την παγκόσμια επισιτιστική κρίση. Η έντονη περίοδος ξηρασίας, δε, που αντιμετωπίζουν πολλές περιοχές του πλανήτη, όπως η Γαλλία, αναμένεται να επιδεινώσει ξανά την κατάσταση και να επαναφέρει τις πιέσεις στις τιμές ειδικά των σιτηρών.