Από την έντυπη έκδοση
Ειρήνη Σακελλάρη
[email protected]
Το ενδεχόμενο νέας αύξησης κόκκινων δανείων, λόγω των αβεβαιοτήτων που προκαλούν οι πληθωριστικές πιέσεις, η αύξηση στο κόστος της ενέργειας και οι γεωπολιτικές εξελίξεις, επισημαίνει στην έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος.
Αν και στο τέλος του Μαρτίου του 2022 η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων βελτιώθηκε, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανήλθαν σε 17,7 δισ. ευρώ μειωμένα κατά 0,7 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου του 2021 και κατά περίπου 91 δισ. έναντι του Μαρτίου του 2016 (ανώτερο σημείο τους), εντούτοις περίπου το 38% του συνόλου των κόκκινων δανείων συνδεόταν με ρυθμίσεις, ενώ σημειώνεται πως υψηλό ποσοστό δανείων που τίθεται σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζει πάλι καθυστέρηση και μάλιστα σύντομα.
Σχετικά με τη διάρθρωση των κόκκινων δανείων, τα 3/4 αυτών αφορούν επιχειρηματικά δάνεια, το 1/5 στεγαστικά και το υπόλοιπο αφορά σε καταναλωτικά.
Επίσης περίπου ισόποση είναι η κατανομή μεταξύ δανειακών συμβάσεων που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, δανείων αβέβαιης είσπραξης και δανείων σε καθυστέρηση μεγαλύτερη εκείνης των 90 ημερών τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί. Μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων παρατηρήθηκε στις περισσότερες κατηγορίες χαρτοφυλακίων, αν και αύξηση καταγράφηκε στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και στα καταναλωτικά δάνεια.
Ακόμη, αρνητική επίπτωση στη συνολική ζήτηση από τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις και την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης έναντι της πανδημίας εντός του 2022 επιτείνει τους παραπάνω κινδύνους, επηρεάζοντας έτσι δυσμενώς τα μεγέθη των ελληνικών τραπεζών. Συνολικά, οι προαναφερθείσες προκλήσεις απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση εκ μέρους των τραπεζών. Η περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ και η ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης θα συμβάλουν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ανθεκτικότητάς τους. Επισημαίνεται ότι από τα δάνεια περίπου 21,8 δισ. ευρώ υπό καθεστώς στήριξης το οποίο έχει αρθεί (μορατόριουμ) περίπου 3,6 δισ. ευρώ είναι μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Κεφαλαιακή επάρκεια
Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών όσο και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε ενοποιημένη βάση υποχώρησαν τον Μάρτιο του 2022 σε 12,2% και 15% αντίστοιχα (από 12,6% και 15,2% τον Δεκέμβριο του 2021). Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, ο αντίστοιχος μεσοσταθμικός δείκτης CET1 διαμορφώθηκε τον Δεκέμβριο του 2021 σε 15,7%, ενώ ο δείκτης TCR σε 19,6%.
Συγχρόνως η ΤτΕ σημειώνει τις δυσκολίες έκδοσης νέων τίτλων με σκοπό την κάλυψη της MREL, λόγω του αυξημένου κόστους των εκδόσεων.
Μείωση καταθέσεων
Παράλληλα η ΤτΕ υπογραμμίζει τη μείωση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα το πρώτο τετράμηνο του 2022 λόγω της μείωσης των αποθεμάτων ρευστότητας, ενώ ο ετήσιος ρυθμός ανόδου τους επιβραδύνθηκε. Πέραν της αναμενόμενης μείωσης των επιχειρηματικών καταθέσεων εν όψει της επανεκκίνησης της οικονομίας το 2022, οι εν λόγω καταθέσεις επηρεάστηκαν αρνητικά από την απότομη άνοδο των τιμών της ενέργειας και την επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης. Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών εξαιτίας της ανόδου του ενεργειακού κόστους και των τιμών των τροφίμων, η οποία επηρεάζει αρνητικά τα έσοδα πολλών εγχώριων επιχειρήσεων, εν μέρει καλύφθηκε από αντισταθμιστικά δημοσιονομικά μέτρα.
Τραπεζικές πιστώσεις
Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των τραπεζικών πιστώσεων παρέμεινε το 2021 σχεδόν σταθερός, κατά μέσο όρο, έναντι του προηγούμενου έτους και το πρώτο τετράμηνο του 2022 επιβραδύνθηκε, ενώ η τραπεζική χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά εξακολούθησε να συρρικνώνεται, με βραδύτερο ρυθμό ωστόσο.