Στα «χαρακώματα» όλοι για πιο «σκληρά» νομίσματα

Ένας διαφορετικός παγκόσμιος πόλεμος -οικονομικός αυτή τη φορά- έχει ήδη αρχίσει
Παρασκευή, 24 Ιουνίου 2022 18:40
UPD:18:41
Shutterstock

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

O νομισματικός πόλεμος μόλις άρχισε και όλοι είναι εναντίον όλων, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά οι οικονομίες θέλουν ισχυρά νομίσματα, λόγω πληθωρισμού.

Αδιαμφισβήτητος μέχρι στιγμής νικητής το αμερικανικό δολάριο, που έχει ενισχυθεί 7% από τις αρχές του έτους έως σήμερα,
καθώς η Φέντεραλ Ριζέρβ προπορεύεται κατά πολύ στη «μάχη» κατά του πληθωρισμού, έχοντας προχωρήσει σε επιθετικές επιτοκιακές αυξήσεις.

Tην αρχή έκανε τον Φεβρουάριο η ΕΚΤ, μέσω του μέλους του εκτελεστικού συμβουλίου Ίζαμπελ Σνάμπελ, «καταδικάζοντας» εμμέσως πλην σαφώς τη μεγάλη πτώση του ευρώ έναντι του δολαρίου.

Καναδική αντίδαση

Δύο μήνες αργότερα, αξιωματούχος της κεντρικής τράπεζας του Καναδά αντέδρασε στην πτώση του καναδικού δολαρίου, ενώ ο πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, Τόμας Τζόρνταν, δήλωσε ότι θα επιθυμούσε ένα ισχυρότερο φράγκο. Εν συνεχεία, ακολούθησαν και άλλοι κεντρικοί τραπεζίτες ανά τον κόσμο, στέλνοντας μηνύματα για το πόσο πολύ θα ήθελαν πιο ισχυρά νομίσματα, τα οποία συμβάλλουν στη μείωση του κόστους εισαγωγών, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη στο εξωτερικό. Πρόκειται για μία πολύ σπάνιας μορφής παρέμβαση που είχε μεγάλο αντίκτυπο στις αγορές, όπως σημειώνει ανάλυση του Bloomberg.

Στις 16 Ιουνίου, η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας έκανε την έκπληξη με την πρώτη επιτοκιακή αύξηση από το 2007, ωθώντας το φράγκο στο υψηλότερο επίπεδο σε διάρκεια επτά ετών, ενώ λίγες ώρες αργότερα η Τράπεζα της Αγγλίας έκανε τη δική της αύξηση, στέλνοντας μαζί το σήμα ότι θα ακολουθήσουν μεγαλύτερες.

H αξία λοιπόν των νομισμάτων αποκτά πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στην «εξίσωση του πληθωρισμού». Ο οικονομολόγος της Goldman Sachs, Μάικλ Κάχιλ, δεν μπορεί να θυμηθεί άλλη στιγμή στο παρελθόν που οι κεντρικές τράπεζες στόχευαν τόσο δυναμικά σε ισχυρά νομίσματα.

Αντιθέτως, οι χώρες στο παρελθόν επιδίωκαν να κρατούν ασθενέστερα τα νομίσματά τους, καθώς ένα πιο αδύναμο νόμισμα σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις τους μπορούν να πωλούν αγαθά στο εξωτερικό σε πιο ανταγωνιστικές τιμές, ενισχύοντας την ανάπτυξη. Τώρα όμως, με το κόστος όλων των αγαθών να βρίσκεται στα ύψη, από καύσιμα και τρόφιμα έως οικιακές συσκευές, η μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη έχει γίνει ξαφνικά πιο σημαντική.

Το «παιχνίδι» αυτό είναι επικίνδυνο. Εάν τεθεί εκτός ελέγχου, αυτός ο διεθνής ανταγωνισμός απειλεί να πυροδοτήσει βίαιες διακυμάνσεις στην αξία των νομισμάτων, πλήττοντας τις μεταποιητικές μονάδες που στηρίζονται τα μέγιστα στις εξαγωγές, ανατρέποντας την οικονομική βάση των πολυεθνικών και καθιστώντας παγκόσμιο φαινόμενο τον πληθωρισμό.

Και βεβαίως, θα υπάρξουν νικητές και χαμένοι. «Κάθε χώρα θέλει το ίδιο πράγμα, όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί στην αγορά συναλλάγματος», αναφέρει ο Άλαν Ρούσκιν, στρατηγικός αναλυτής της Deutsche Bank.

Μία από τις πιο αξιοσημείωτες, μεγάλης κλίμακας, παρεμβάσεις σημειώθηκε το 1985, επί της πρώτης θητείας Ρόναλντ Ρίγκαν στην προεδρία των ΗΠΑ, οπότε η αξία του δολαρίου εκτινάχθηκε σε ρεκόρ έναντι της στερλίνας. Αρχικά θεωρήθηκε δείγμα ισχύος της αμερικανικής οικονομίας, γρήγορα όμως άρχισε να αποτελεί μειονέκτημα, με αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο του 1985 οι κε-
ντρικοί τραπεζίτες των ΗΠΑ να υπογράψουν με τους αντίστοιχους της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Βρετανίας τη Συμφωνία Πλάζα για την εφαρμογή ενός σχεδίου που οδήγησε το δολάριο σε πτώση 40%.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα