Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Αγγλία, Ελβετία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρωπαϊκή Ένωση... Οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες επιλέγουν μια αυστηροποίηση της νομισματικής τους πολιτικής, αυξάνοντας τα βασικά επιτόκια, σε μια προσπάθεια να ανακόψουν την άνοδο του πληθωρισμού. Κάπου 300 υπολογίζονται σε όλον τον κόσμο οι αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες το τελευταίο διάστημα. Μια κίνηση, που δεν είναι χωρίς συνέπειες στις αγορές.
Οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές κατέγραψαν βουτιά μέσα στην εβδομάδα, καθώς όλοι φοβούνται ότι η καταπολέμηση του πληθωρισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε ύφεση. «Όταν οι επενδυτές σκέφτονται τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η ταυτόχρονη κίνηση όλων των κεντρικών τραπεζών προς μια γενική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, λένε στον εαυτό τους: ''Μου μένουν κάποια κέρδη να πάρω, πάμε'' και αρχίζουν να πουλάνε», εξηγεί η Μάρις Ογκ, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην Tower Bridge Advisors.
«Οι επενδυτές είναι εξαιρετικά νευρικοί. Φοβούνται μια ύφεση και συσσωρεύουν μετρητά», γράφει η γερμανική Handelsblatt. «Οι στρατηγικοί αναλυτές της JPMorgan κάνουν λόγο για 85% πιθανότητα ύφεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες και κατά 80% στην Ευρώπη», αναφέρει το Bloomberg. Στην καθιερωμένη έρευνα του Conference Board επίσης,πάνω από το 60% των CEOs «βλέπουν» ύφεση στις ΗΠΑ μέσα στους επόμενους 12 έως 18 μήνες. Στα τέλη του 2021 το ποσοστό ήταν μόλις 21%.
«Συνολικά, φαίνεται να υπάρχουν αυξημένες ανησυχίες σχετικά με τον κίνδυνο ύφεσης μεταξύ των οικονομικών παραγόντων της αγοράς. Ενας κίνδυνος που θα μπορούσε να γίνει αυτοεκπληρούμενος αν θα περικόπτονται επενδύσεις ή δαπάνες» προειδοποιεί ο Νικόλαος Πανυγιρτζόγλου, διευθυντικό στέλεχος της JP Morgan, στο Λονδίνο. «Οι ανησυχίες της αγοράς για τον κίνδυνο λάθους στην πολιτική και επακόλουθης αναστροφής, έχουν αυξηθεί», προσθέτει ο Ελληνας αναλυτής. Οι αυξήσεις των επιτοκίων που αποφασίζουν η μία μετά την άλλη όλες οι κεντρικές τράπεζες, «εξαντλούν τη ρευστότητα, προκαλώντας απώλειες στις αγορές. Τα χρηματιστήρια σε όλον τον κόσμο αντιμετωπίζουν μία από τις χειρότερες εβδομάδες, από την αναταραχή που προκλήθηκε από την πανδημία του 2020», γράφει η Handelsblatt. «Οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων από τη Fed, την Τράπεζα της Αγγλίας, έχουν καταστήσει την ύφεση και στις δύο χώρες, πλέον σχεδόν βέβαιη», τονίζουν οι αναλυτές στρατηγικής της Liberum Capital, Γιόακιμ Κλέμεντ και Σουζάνα Κρουζ.
Το άγχος της ύφεσης
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων σε έκθεσή της προειδοποιεί επίσης ότι «ο πόλεμος στην Ουκρανία κινδυνεύει να ανατρέψει την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης…Η πραγματική οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται τώρα να πέσει πολύ κάτω από το 3% το 2022, από το 4% που υπολόγιζε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από τον πόλεμο. Περαιτέρω διαταραχές του εμπορίου ή αυξημένες οικονομικές κυρώσεις θα μπορούσαν να βυθίσουν την ευρωπαϊκή οικονομία σε ύφεση», αναφέρει στην ανάλυσή της, η Τζάνετ Σιμπλένσκι Λέφορτ, ανώτατο στέλεχος της τράπεζας. «Αυτό που προκύπτει ξεκάθαρα είναι ότι υπήρξε σοβαρή υποτίμηση της δυναμικής του πληθωρισμού που παρατηρούμε από το περασμένο καλοκαίρι», λέει ο οικονομολόγος Ντομένικο Λομπάρντι, πρώην σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Και στις δύο ακτές του Ατλαντικού «υπήρχε ένα είδος πεποίθησης ότι η αύξηση των τιμών θα ήτανη προσωρινή και ότι θα είχε κορυφωθεί νωρίτερα, μέσα στη χρονιά. Ωστόσο, τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι αυτό δεν συμβαίνει, με αποτέλεσμα τοσο η Fed όσο και η ΕΚΤ να αυξήσουν τα επιτόκια. Ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αύξηση κατά 0,75%, είναι πιθανό να κοστίσει μια ύφεση, αν όχι μια σημαντική επιδείνωση των προοπτικών ανάπτυξης», εκτιμά ο Λομπάρντι.
Η αμερικανική οικονομία έχει ήδη επιβραδυνθεί με συρρίκνωση 1,5% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο. Η έναρξη του δεύτερου τριμήνου φαίνεται να δείχνει ότι η επιβράδυνση συνεχίζεται σε ορισμένους τομείς όπως η μεταποίηση, τα ακίνητα και οι λιανικές πωλήσεις. «Οι πιθανότητες ύφεσης το 2023 αυξάνονται επειδή μπορεί να είναι απαραίτητος ο έλεγχος του πληθωρισμού », εκτιμά ο Τζότζεφ Γκάνον,οικονομολόγος στο Peterson Institute for International Economics (PIIE) και πρώην οικονομολόγος της Fed..
Ο ρόλος των κερδοσκόπων
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο πληθωρισμος προέρχεται κυρίως από τη ζήτηση, αλλά στην Ευρωζώνη οφείλεται κυρίως στην άνοδο των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών διατροφής. «Υπάρχει μια σημαντική διαρθρωτική διαφορά μεταξύ της Ευρωζώνης και των Ηνωμένων Πολιτειών», λέει ο Ιταλός οικονομολόγος και εξηγεί: «Πρόκειται για τις αγορές κρατικών ομολόγων. Η Ευρωζώνη είναι μια νομισματική ένωση 19 χωρών, εν μέρει υπεύθυνη για τη δημοσιονομική τους πολιτική. Πρόκειται για ετερογενείς οικονομίες: υπάρχουν κάποιες με ισχυρότερα θεμελιώδη μεγέθη και άλλες με πιο αδύναμα.
Αυτό διευκολύνει τον σχηματισμό πολλαπλών ισορροπιών με τις χρηματοπιστωτικές αγορές να λαμβάνουν κερδοσκοπικές θέσεις έναντι των οικονομιών της ευρωζώνης που θεωρούνται πιο εύθραυστες. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, οι πιο ευάλωτες χώρες παρουσίασαν μεγαλύτερη αύξηση στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων. Η Ευρωζώνη, λόγω της ατελούς κατασκευής της, διευκολύνει τη διαμόρφωση κερδοσκοπικών προσδοκιών έναντι των πιο εύθραυστων οικονομιών».
Οι πιο εύθραυστες χώρες θα έχουν πάντως ένα πλεονέκτημα. Πέρα από τα υπάρχοντα μέσα στην εργαλειοθήκη της ΕΚΤ, η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ διαβεβαίωσε ότι εργάζεται για την υιοθέτηση ενός νέου μηχανισμού, που θα αποτελέσει ασπίδα στην άνοδο των spread. Το γεγονός πάντως ότι δεν έχουν δοθεί λεπτομέρειες, αφήνει τις αγορές στον πειρασμό να δοκιμάσουν τη σταθερότητα αυτής της δέσμευσης.