Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Άρχισαν οι αυξήσεις των επιτοκίων στον δανεισμό ιδιωτών με δειλά κατ’ αρχήν βήματα από τις τράπεζες, τα οποία ωστόσο εκτιμάται πως θα ενταθούν στον βαθμό που η ΕΚΤ προχωρήσει στην αύξηση των επιτοκίων.
Σε καινούργια μόνο στεγαστικά δάνεια επιτοκίου σταθερού παρατηρούνται αυξήσεις της τάξεως των 20 έως 40 μονάδων βάσης, με τα σταθερά επιτόκια στεγαστικών 10ετίας να έχουν διαμορφωθεί στο 3,20% και της 20ετίας στο 3,35%.
Οι αυξήσεις αυτές είναι μικρές μεν, σηματοδοτούν ωστόσο τις μεγαλύτερες οι οποίες θα αγγίξουν σε δεύτερο χρόνο και τα κυμαινόμενα επιτόκια, επηρεάζοντας τον οικογενειακό προγραμματισμό, ο οποίος σε αρκετές περιπτώσεις λόγω της ακρίβειας δοκιμάζεται σκληρά.
Άλλωστε τα σταθερά επιτόκια πάντα αποτελούσαν τη βάση πάνω στην οποία μοχλεύονταν τα κυμαινόμενα.
Εν τω μεταξύ παρατηρείται φρένο στην πιστωτική επέκταση ιδιωτών, καθώς αφενός ξέφυγαν οι τιμές των ακινήτων, αφετέρου η κατάσταση άρχισε να έχει σχετικό κίνδυνο στο πλαίσιο της εκρηκτικής ανόδου του πληθωρισμού.
Από την άλλη πλευρά, καμία άνοδος δεν παρατηρείται στα επιτόκια των καταθέσεων που κινούνται λόγω της μεγάλης ρευστότητας των τραπεζών στο 0,02%.
Στις αρχές του έτους το Euribor κινείτο στο -0,55%, ενώ στην παρούσα φάση έχει φθάσει στο -0,25%. Αναμένεται σύντομα μέσα στον Ιούλιο ο μηδενισμός του και εν συνεχεία το πέρασμα σε θετικό επίπεδο.
Προς το παρόν οι τράπεζες απορροφούν την άνοδο του επιτοκίου και θα συνεχίσουν να το πράττουν έως ένα σημείο. Άλλωστε τα περισσότερα στεγαστικά δάνεια είναι συνδεδεμένα με το επιτόκιο αυτό.
Η κερδοφορία των τραπεζών
Η άνοδος των επιτοκίων μέχρι 100 μονάδες και η ενίσχυση του Euribor έως το 1% αποτελούν παράγοντες οι οποίοι θα ενισχύσουν την κερδοφορία των τραπεζών. Στη βάση αυτήν οι τράπεζες προσπαθούν να διαμορφώσουν δεδομένα τέτοια που να απορροφήσουν ένα κομμάτι του κόστους του χρήματος αν είναι να επιτύχουν τους στόχους της πιστωτικής επέκτασης.
Ωστόσο, ο τρόπος μέτρησης των κινδύνων είναι σημαντικός, διότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν αποκλείεται να δημιουργήσουν καινούργια κόκκινα δάνεια για τα πιστωτικά ιδρύματα, κάποια εκ των οποίων δεν έχουν καταφέρει ακόμη να αγγίξουν το μονοψήφιο ποσοστό.
Επιπλέον, αν τα επιτόκια ξεφύγουν, τότε οι τράπεζες θα κληθούν να πληρώσουν σημαντικό κόστος για τις καταθέσεις συγχρόνως με τα πιθανά προβλήματα αφερεγγυότητας που θα είναι μοιραίο να αντιμετωπίσουν.
Οι τράπεζες υποστηρίζουν πως δεν πρόκειται να αλλάξουν τις προβλέψεις τους για την περίοδο μέχρι τέλος του έτους.
Από την άλλη πλευρά η εκτίμησή τους είναι πως τελικώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν πρόκειται να προχωρήσει σε μεγάλη αύξηση των επιτοκίων, καθώς ανησυχεί για τις εύθραυστες οικονομίες του Νότου.
Σε άνοδο τα υπό διαχείριση δάνεια
Αύξηση κατά 7.923 εκατ. ευρώ παρουσίασε το α’ τρίμηνο του 2022 η ονομαστική αξία των δανείων του ιδιωτικού τομέα του εσωτερικού, τα οποία διαχειρίζονται οι εγχώριες Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) και έχουν μεταβιβαστεί σε εξειδικευμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού.
Η συνολική αξία των δανείων αυτής της κατηγορίας διαμορφώθηκε σε 87.661 εκατ. ευρώ στο τέλος του α’ τριμήνου του 2022, έναντι 79.738 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο.
Η ονομαστική αξία των υπό διαχείριση επιχειρηματικών δανείων ανήλθε σε 32.811 εκατ. ευρώ στο τέλος του α’ τριμήνου του 2022, από 32.026 εκατ. ευρώ στο τέλος του προηγούμενου τριμήνου. Αναλυτικότερα, η ονομαστική αξία των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) αυξήθηκε κατά 763 εκατ. ευρώ και διαμορφώθηκε σε 32.708 εκατ. ευρώ στο τέλος του α’ τριμήνου του 2022. Από τα υπό διαχείριση δάνεια προς τις ΜΧΕ, ποσό 16.728 εκατ. ευρώ αφορά δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ).
Η ονομαστική αξία των υπό διαχείριση δανείων προς λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αυξήθηκε κατά 24 εκατ. ευρώ, στα 104 εκατ. ευρώ στο τέλος του α’ τριμήνου του 2022.
Η ονομαστική αξία των υπό διαχείριση δανείων προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 556 εκατ. ευρώ έναντι του προηγούμενου τριμήνου και διαμορφώθηκε σε 12.231 εκατ. ευρώ στο τέλος του α’ τριμήνου του 2022.