Από την έντυπη έκδοση
Της Λέττας Καλαμαρά
[email protected]
Σε στενωπό έχει εισέλθει η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα εξαιτίας της εκτόξευσης του κόστους της ενέργειας σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος των πρώτων υλών και των μεταφορών λόγω της κρίσης που έχει ξεσπάσει μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας. Μεταλλουργία, Χημική Βιομηχανία, Κλάδος των Πλαστικών και Τομέας Συσκευασίας είναι μερικοί μόνο από τους κλάδους παραγωγής που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Τον Μάρτιο 2022 η συνομοσπονδία ευρωπαϊκών βιομηχανιών χαρτιού (Cepi) απηύθυνε επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητώντας άμεση δράση για το «καταστροφικό» ενεργειακό κόστος, το οποίο, όπως λέει, θα μπορούσε να ακρωτηριάσει την ενιαία αγορά, να απειλήσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας και να καταστρέψει την πιθανότητα επίτευξης των στόχων βιωσιμότητας. «Ο κλάδος μας αντιμετωπίζει υψηλό ενεργειακό κόστος από το καλοκαίρι του 2021. Είδαμε τις τιμές της ενέργειας να αυξάνονται έως και οκτώ φορές», αναφέρει η Cepi. Τον ίδιο μήνα η Ευρωπαϊκή Ένωση Εταιρειών Πολυμερών (PEA) και Πλαστικών (ΕuPC) διοργάνωσε σύσκεψη με περισσότερες από 600 επιχειρήσεις, με θέμα πώς θα ενισχυθεί η βιομηχανία μετά την άνοδο των τιμών της ενέργειας και την εξελισσόμενη σύγκρουση στην Ουκρανία.
Αντίστοιχα στον κλάδο των πλαστικών οι τιμές αποστολής και το κόστος των πλαστικών ρητινών θα αυξηθούν και φέτος. Αξίζει να σημειωθεί πως το 4% έως 8% του πετρελαίου που εξορύσσεται παγκοσμίως χρησιμοποιείται στη συνέχεια για πλαστικό. Η ευρωπαϊκή χημική βιομηχανία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός χημικών προϊόντων στον κόσμο και όπως τονίζεται το
κόστος της ενεργειακής κρίσης για τον κλάδο των χημικών είναι υψηλό. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας (Cefic) το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας και των πρώτων υλών είναι σημαντικός παράγοντας για τον καθορισμό της ανταγωνιστικότητας της χημικής βιομηχανίας της Ε.Ε. των 27 στην παγκόσμια αγορά.
Η κατανάλωση ενέργειας στα χημικά φτάνει περίπου το 21,2% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας της βιομηχανίας, που αντιστοιχεί σε 50,8 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου. Στην Ελλάδα το υψηλότερο μερίδιο κόστους ενέργειας εμφανίζει ο κλάδος των βασικών μετάλλων και των μη μεταλλικών ορυκτών.
Ακολούθησαν τα μη μεταλλικά ορυκτά και σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα τα ορυχεία - λατομεία, με το μερίδιο ενεργειακού κόστους να ανέρχεται στο 12,2% του κόστους παραγωγής. Παρά το γεγονός ότι για τις βιομηχανίες υπάρχουν «κλειστά» ενεργειακά συμβόλαια, η ανησυχία των εκπροσώπων των μεταλλευτικών επιχειρήσεων είναι έκδηλη.
Κρίσιμος παράγοντας
Όπως τονίζουν, «η χρήση των ορυκτών καυσίμων είναι δεδομένη, άρα οι τιμές τους δεν πρόκειται να μειωθούν και πιθανόν να αυξηθούν λόγω της αυξημένης ζήτησης, οι τιμές των ρύπων το πιο πιθανό είναι επίσης να αυξηθούν και αυτές αφού περισσότεροι τόνοι διοξειδίου του άνθρακα θα εκπέμπονται λόγω αυξημένης χρήσης ορυκτών καυσίμων, με τελικό αποτέλεσμα η ζήτηση πολλών καταναλωτικών προϊόντων λόγω αυξημένων τιμών να μειωθεί σε τέτοιο βαθμό που η παραγωγή τους να είναι ασύμφορη, που σημαίνει σταμάτημα παραγωγικών μονάδων με ό,τι αυτό συνεπάγεται».
Σύμφωνα με τη Natural Resources PC, γίνονται περιζήτητα πλέον προϊόντα του μεταλλευτικού/μεταλλουργικού κλάδου όπως το κοβάλτιο, το λίθιο, ο χαλαζίας, το πυρίτιο, ο γραφίτης, οι σπάνιες γαίες αλλά και το ουράνιο.
Επίσης ζητούνται κολοσσιαίες ποσότητες πιο συμβατικών υλικών, όπως αδρανή, τσιμέντο, χάλυβας, χαλκός, αλουμίνιο. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες οι επιχειρήσεις σε πολλούς κλάδους εντάσεως ενέργειας, όπως η μεταλλουργία, έχουν να αντιμετωπίσουν
«πυροσβεστικά» τις αυξήσεις στις τιμές ενέργειας, με ό,τι αυτό σημαίνει για την παραγωγή, μιας και πολλές επιχειρήσεις στην Ευρώπη σταμάτησαν πλήρως τη λειτουργία τους περιμένοντας καλύτερες μέρες.