Της Λαλέλας Χρυσανθοπούλου
[email protected]
Τον τρόπο με τον οποίο επιδρά στη βιομηχανική παραγωγή το αυξημένο κόστος ενέργειας καταγράφει η «Ν», προκειμένου να αναδείξει ορισμένες από τις βασικότερες προκλήσεις του κλάδου. Οι επιχειρήσεις Μέσης Τάσης αφενός πλήττονται απευθείας από το άλμα του φυσικού αερίου και αφετέρου έχουν στην πλειονότητά τους τιμολόγια ρεύματος που συνδέονται με ρήτρα αναπροσαρμογής.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις της Υψηλής Τάσης έχουν διμερή εξατομικευμένα συμβόλαια που συνάφθηκαν πριν από το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης και τους προστατεύουν από τις διακυμάνσεις των χονδρεμπορικών τιμών,τουλάχιστον έως το τέλος του έτους. Να σημειωθεί ότι η μέση τιμή του φυσικού αερίου διαμορφώθηκε τον Μάρτιο στα 128 ευρώ/ΜWh στον διεθνή κόμβο TTF από 80 ευρώ/MWh που ήταν τον Φεβρουάριο.
Επιβάρυνση του κόστους παραγωγής έως 40%
Σύμφωνα με εκτιμήσεις επιχειρηματικών κύκλων, η επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής της βιομηχανίας ανέρχεται στο 20%-40%- με το ακριβές ποσοστό να διαφοροποιείται ανά κλάδο-, έχοντας αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Ο διπλασιασμός της επιδότησης των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας των επιχειρήσεων στα 130 ευρώ/MWh για τον τρέχοντα μήνα (με τις μικρότερες επιχειρήσεις με παροχή ισχύος έως 35 kVA και τα αρτοποιεία να λαμβάνουν πρόσθετη επιδότηση 100 ευρώ/MWh), καθώς και ο διπλασιασμός της επιδότησης των λογαριασμών φυσικού αερίου -που ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις- στα 40 ευρώ/MWh που ανακοινώθηκε χθες για τον Απρίλιο (από 20 ευρώ/ΜWh Μάρτιο) απορροφά σε έναν βαθμό τους κραδασμούς.
Δεν είναι όμως αρκετό, τονίζουν στελέχη της ενεργοβόρου βιομηχανίας, που εκτιμούν ότι ακόμα και με τα ενισχυμένα μέτρα προστασίας, η τελική τιμή του φυσικού αερίου για τη βιομηχανία -συμπεριλαμβανομένης και της επιδότησης- διαμορφώνεται στα 90 ευρώ/MWh.
Εάν δε υπολογιστεί η αύξηση ως προς τη μέση τιμή φυσικού αερίου (TTF) του δεκαμήνου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021 που ήταν 30 ευρώ/MWh, η αύξηση μετά την επιδότηση είναι 60 ευρώ/MWh, που «μεταφράζεται» σε ένα πρόσθετο κόστος της τάξης των 60 εκατ. ευρώ τον μήνα για τη βιομηχανία.
Η μετακύλιση των χονδρεμπορικών τιμών
Όπως έχουν επανειλημμένα επισημάνει οι βιομηχανικοί σύνδεσμοι, μείζον πρόβλημα παραμένει η 100% μετακύλιση των χονδρεμπορικών τιμών ρεύματος -που έκλεισαν τον Μάρτιο στο ιστορικό ρεκόρ των 287 ευρώ/MWh και παραμένουν σε αυτά τα
επίπεδα και τον Απρίλιο- στα τιμολόγια της Μέσης Τάσης.
Αυτό είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα που δεν παρατηρείται στις άλλες χώρες της Ε.Ε., όπου υπάρχουν αφενός εργαλεία αντιστάθμισης κινδύνου μέσω της προθεσμιακής αγοράς στα Χρηματιστήρια Ενέργειας (που στην Ελλάδα υπολειτουργεί), αφετέρου οι βιομηχανίες μπορούν να συνάπτουν μακροπρόθεσμα διμερή συμβόλαια με τους ηλεκτροπαραγωγούς που τους προσφέρουν ορατότητα για το ενεργειακό τους κόστος σε βάθος χρόνου, μια δυνατότητα που δεν προσφέρεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η έκθεση στις spot τιμές ρεύματος να αποτελεί μονόδρομο, τη στιγμή που στην Ευρώπη το 50%-80% της ζήτησης για ρεύμα της βιομηχανίας καλύπτεται μέσω διμερών συμβολαίων, μια συνθήκη που θέτει σε μειονεκτική θέση τις εγχώριες επιχειρήσεις και ιδίως αυτές που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό.
Διμερή συμβόλαια με φυσική παράδοση
Για τον λόγο αυτό η ενεργοβόρος βιομηχανία ζητά -όπως υπογράμμισε προ ημερών και ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ Αντώνης Κοντολέων- να υποχρεωθούν να διαθέτουν μέρος της παραγωγής τους μέσω διμερών συμβολαίων με φυσική παράδοση, κάτι που προϋποθέτει και την ανάπτυξη της προθεσμιακής αγοράς ΕΧΕ.
Προτείνει μάλιστα να τεθεί ως προϋπόθεση για όσους παραγωγούς ΑΠΕ θελήσουν να επιδοτηθούν με συμβάσεις με σταθερή τιμή (μέσω των διαγωνισμών της ΡΑΕ), να διαθέτουν το 50% της παραγωγής τους σε διμερή συμβόλαια με τη βιομηχανία.
Ν. Βέττας: Διαχρονικά εξαρτημένοι
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Μιλώντας στη «Ν» για τις επιδράσεις αυξήσεων τιμών ενεργειακών προϊόντων στην ελληνική οικονομία, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας επισημαίνει ότι «Το ενεργειακό εξωτερικό ισοζύγιο της Ελλάδας είναι διαχρονικά αρνητικό, δηλαδή η χώρα εισάγει μεγαλύτερη ποσότητα ενέργειας από όση εξάγει. Η εξάρτηση της χώρας από ενεργειακές εισαγωγές είναι υψηλότερη του μέσου όρου των χωρών της Ευρωζώνης.
Από τη σκοπιά των τομέων της οικονομίας που απορροφούν το μεγαλύτερο κομμάτι της ενέργειας ξεχωρίζουν οι εταιρείες στον κλάδο των μεταφορών, τα νοικοκυριά και η βιομηχανική παραγωγή, με μερίδια 37,8%, 25,3% και 16,2% αντίστοιχα επί της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας για το 2019. Οι τιμές των ενεργειακών αγαθών, καθώς και βασικών εμπορευμάτων, παρουσίασαν σημαντική άνοδο πέρυσι, ήδη πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, εξαιτίας της έντονης ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων του χειμώνα του 2021.
Η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται στις χώρες - παραγωγούς τέτοιων προϊόντων, επομένως είναι λήπτης τιμών σε αυτά. Η αύξηση των τιμών τους αποτυπώνεται κυρίως στην έντονη άνοδο των τιμών παραγωγού στους βιομηχανικούς κλάδους οι οποίοι παράγουν ενεργειακά προϊόντα (προϊόντα διύλισης πετρελαίου, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου), στους κλάδους της μεταλλουργίας, στην παραγωγή ηλεκτρικού εξοπλισμού και στην παραγωγή πλαστικών προϊόντων.
Η επίδραση από τις διεθνείς τιμές αναδεικνύεται από την υψηλή συσχέτιση στις περισσότερες περιπτώσεις ανάμεσα στις τιμές εισαγωγών και τις τιμές παραγωγού. Καθώς πολλά από αυτά τα προϊόντα αποτελούν πρώτες ύλες για πολλούς άλλους κλάδους ή περιλαμβάνονται στον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό τον οποίο χρησιμοποιούν, είναι πολύ πιθανό να ανατροφοδοτήσουν περαιτέρω την αύξηση του κόστους παραγωγής, όχι μόνο στη βιομηχανία, αλλά και στον πρωτογενή τομέα, τις κατασκευές, καθώς και σε κλάδους των υπηρεσιών».